Graspop Metal Meeting 2009 @ Dessel (Βέλγιο), 26-28/06/09

03/09/2009 @ 18:41

Η προετοιμασία:
Το να αποκτάς το μαγικό χαρτάκι ενός από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ της Ευρώπης αδιαμφισβήτητα είναι το όνειρο κάθε οπαδού του «σκληρού ήχου», από την ώρα που ο ίδιος καταλαβαίνει τον εαυτό και τα θέλω του. Από πιτσιρικάδες σχεδόν ετοιμαζόμαστε ψυχολογικά για ένα τέτοιο «μεγάλο» ταξίδι (όχι από πλευράς απόστασης, αλλά συλλογής εμπειριών και θεάματος) και να που η στιγμή ήρθε. Αεροπορικά τρεις μήνες πριν, διαμονή (προαιρετική) και το τριήμερο εισιτήριο για ένα από τα πολυπληθέστερα και ιστορικότερα ευρωπαϊκά φεστιβάλ, που φέτος θα φιλοξενήσει 75 και πλέον μπάντες από Ευρώπη και Αμερική, με 4 σκηνές, είναι πλέον γεγονός και γεμάτη αγωνία, σοκ, metal και δέος, θα προσπαθήσω να σας μεταφέρω μερικά από τα highlights όσων διαδραματίστηκαν στο φετινό, 13ο, Graspop Metal Meeting, καθώς και συναισθήματα κάθε metalhead (ελπίζω) που θέλει να τιμήσει τη «φανέλα», ακόμη κι εκτός έδρας.

Το Βέλγιο «δεν υπάρχει»!
Λίγες ημέρες πριν, κι ενώ γνωστοί και φίλοι μου χτυπούσαν συγκαταβατικά την πλάτη για το επίτευγμά μου, λέγοντας πειρακτικά πως το Βέλγιο «δεν υπάρχει», τελικά, το διαπίστωσα κι εγώ η ίδια: ο χώρος που φιλοξένει το φεστιβάλ βρίσκεται στο βόρειο κομμάτι της χώρας, λίγα μόλις χιλιόμετρα από τα σύνορα με τη γειτονική Ολλανδία, μέσα σε μια καταπράσινη έκταση που περιστοιχίζεται από ψηλά δέντρα και πεδινή βλάστηση, εύκολα προσβάσιμη από τις κοντινές μεγαλουπόλεις με μέσα μαζικής μεταφοράς και πούλμαν του φεστιβάλ - η θέα, δε, δεκάδων αγελάδων σε απόσταση αναπνοής από τον αυτοκινητόδρομο που οδηγεί στο Dessel ξενίζει αρχικά τον επισκέπτη, αν και δικαίως μεν αναδεικνύονται σε ανεπίσημη μασκότ που, φεύγοντας, η απουσία τους γίνεται αισθητή και η αντικατάστασή τους από τα τσιμεντένια κτίρια της ελληνικής πρωτεύουσας απλά τραγική.



Πίσω στο Dessel, λοιπόν, σε αυτό το μικρό αλλά τόσο ανεπτυγμένο αγροκτηνοτροφικό χωριό που η ζωή του δεν έδειξε να ταράσσεται στο παραμικρό από τους χιλιάδες ταξιδιώτες που κατέφτασαν από Φινλανδία, Δανία, Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία κυρίως, μαζί με μια χούφτα Έλληνες και άγγιξαν υψηλά νούμερα και φέτος, φτάνοντας τους 80.000 επισκέπτες, με μια μικρή απόκλιση του συν 20%. Η απόσταση από το αεροδρόμιο των Βρυξελλών άγγιξε μόλις τη μία ώρα και τα σαράντα λεπτά, σε μια εθνική οδό χωρίς διόδια και την παραμικρή λακκούβα, πραγματικά χάρμα οφθαλμών! Ο χώρος, ιδανικά φτιαγμένος για φεστιβάλ, περικλειόταν από τρεις βαθμίδες πάρκινγκ, ένα εξωτερικό για όσους θα παρακολουθούσαν για μια μόνο μέρα το φεστιβάλ και άλλους δυο πιο εσωτερικούς, που γειτνίαζαν με το τοπικό κάμπινγκ και διευθύνονταν από τριμελές προσωπικό (!) άνω των 50 ετών, εκ των οποίων ο ένας ήταν στην είσοδο και κατεύθυνε τα αυτοκίνητα σε λωρίδες και οι άλλοι δύο τα στοίχιζαν μέσω οδηγιών σε γραμμές. Τόσο απλά!

"Visitors, you welcome".
Μια φράση που ακούστηκε από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στον εξωτερικό χώρο του φεστιβάλ, όπου δυο έφιπποι αστυνομικοί περιφρουρούσαν για τυχόν παρατράγουδα (κάτι που δεν είδα ποτέ) και το crew του φεστιβάλ φρόντιζε για τη σωστή είσοδο των επισκεπτών, ανάλογα με το εισιτήριο που διέθεταν, ημέρας, διημέρου ή τριήμερο. Αφού περάσαμε κι από αυτόν τον τυπικό έλεγχο, χωρίς σπρωξίματα, νταβατζηλίκι σεκιουριτάδων, γκρίνια και κόλλημα λόγω πολυκοσμίας, βουρ για τα ταμεία και την εναπόθεση του μαγικού αδιάβροχου βραχιολιού που άνοιγε διάπλατα τις πύλες του μουσικού «μεταλλικού» παραδείσου. Ναι, είναι γεγονός: βρισκόμουν στην ωραιότερη και πιο φιλόξενη τοποθεσία του κόσμου, στο Festival Park του Dessel, παρέα με άλλες μερικές χιλιάδες κόσμου, που ήταν εκεί για το ίδιο ακριβώς πράγμα: την γιορτή μιας μουσικής φιέστας.



Πρώτη και απαραίτητη στάση στο γκισέ με τις μάρκες για να προμηθευτούμε τα απαραίτητα πολεμοφόδια κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ: με 45 ευρώ αγόραζες 20 μάρκες κι έτσι έπραξα. Θα χρειαστούν αδιαμφισβήτητα, μιας κι εκεί μπορούσες να βρεις από πραγματικά παγωμένο νερό, μπίρα κι energy drinks, μέχρι ταϊλανδέζικο, κεμπάπ, πίτσα και σούσι! Ενδεικτικά αναφέρω πως νερό και μπίρα πωλούνταν στην ίδια τιμή (μία μάρκα), ενώ ένα μεγάλο κομμάτι πίτσα άγγιζε τις δυο μάρκες. Δεδομένου ότι οι πόρτες άνοιγαν στις 10 το πρωί κι έκλειναν λίγο μετά τις 2 το ξημέρωμα (!), νηστικό αρκούδι, ως γνωστόν, δεν...

*Οι μπάντες που αναγράφονται στο line up της κάθε ημέρας είναι οι μπάντες που πρόλαβα να παρακολουθήσω, καθώς σε κάθε σκηνή έπαιζε και μία μπάντα πάντα, πολλές φορές δε, ανά δυο σκηνές τα συγκροτήματα έπαιζαν ταυτόχρονα.

1η μέρα - Παρασκευή, 26 Ιουνίου
«Πού είναι οι Savatage;, Samael no more, πόσα απίδια χωράει ο Blackie, Max φορέβα, οι θυσιαστέοι Guardian, Oh mio Dio, Stone The Crow και τα μυαλά στο μπλέντερ, με headliners τους Motley Crue»

Φτάνοντας στο χώρο λίγο μετά τις 15:30 μας υποδέχτηκαν στο mainstage οι Dragonforce, συγκρότημα που δεν είναι ιδιαιτέρως της αρεσκείας μου, παρ' όλα αυτά ήθελα να δω την αποδοχή του κόσμου και να αρχίσω να εγκλιματίζομαι σιγά σιγά στο νέο μου περιβάλλον. Η σκηνική τους παρουσία ήταν αρκετά καλή, μιας και τραγουδιστής και κιθαρίστες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να γεμίσουν τη μεγάλη σκηνή, επιστρατεύοντας χορευτικές φιγούρες σε απόλυτη αρμονία με κιθαριστικά solos και κάποιος δίπλα μου είπε: «αυτοί είναι οι Dragonforce! Μπορεί η μουσική τους να μου ακούγεται βαρετή, όμως δε χορταίνω να τους βλέπω». Και είχε δίκιο. Γύρω στις 16:10 όμως τους αποχαιρέτησα, γιατί σειρά είχε ο Mr. Jon κι έπρεπε να διανύσω 10 λεπτά δρόμο για να βρεθώ στη σκηνή του κλειστού Marquee 1 και σε αρκετά μπροστινή, καλή θέση για μερικές φωτογραφίες.



Το χρονοδιάγραμμα τηρήθηκε κατά γράμμα, το ενοχλητικό soundcheck είχε προηγηθεί ώρα πριν, ενώ ήμουν ήδη στο mainstage και οι Jon Oliva's Pain ανέβηκαν καταχειροκροτούμενοι επί σκηνής, την ώρα που δεν προλάβαινα να απαριθμώ το ένα Savatage κομμάτι μετά το άλλο: "City Beneath The Surface", "Sirens", "Through The Eyes Of The King", "Gutter Ballet", "Believe", "Jesus Saves", με κορυφαία στιγμή εκείνη του "Chance", όπου όλη η μπάντα έγινε τέσσερις φωνές στο ανεπανάληπτο χορωδιακό του μέρος και ρίγη συγκίνησης πλημμύρισαν τους παρευρισκομένους, including me. 45 λεπτά όμως είναι πολύ λίγα για μια τέτοια σκηνική παρουσία και ο κύριος Oliva, σε μεγάλα κέφια, μας αποχαιρέτησε με το all time classic "The Hall Of The Mountain King", ρίχνοντας την αυλαία. Πάσχουσα από πολιτισμικό σοκ, μάζεψα ό,τι απέμεινε από το κολασμένο headbanging (κι ήταν ακόμα πολύ νωρίς) και κατευθύνθηκα ξανά προς το mainstage για να ικανοποιήσω την περιέργειά μου για τους Papa Roach.



Με καινούρια δουλειά στις αποσκευές τους, όρεξη να κατακτήσουν το συναυλιακό κοινό του GMM και με μάνατζερ τον κύριο των Motley Crue τον τελευταίο χρόνο, ο «πάτερ» φάνηκε να «το έχει», με κορυφαίες στιγμές αυτές του "Hollywood Whore" και του παλιότερου "Last Resort" που από νωρίς έδειξε πως αυτός είναι ο κυρίαρχος πλέον ήχος της metal κατεύθυνσης ολόκληρης της Ευρώπης. Στο αριστερό μέρος της σκηνής διαδραματιζόταν το signing session του φεστιβάλ, με τους Dragonforce εκείνη τη στιγμή, και κάπου εκεί έπρεπε να αποφασίσω αν θα επέλεγα αυτό ή το να βλέπω live, μιας και γίνονταν όλα ταυτόχρονα.



Στο κατά πολύ μικρότερο MetalDome, οι gothic blacksters Samael είχαν τα ηνία, ή μάλλον τα ηνία τους είχαν, αφού η συγκεκριμένη σκηνική παρουσία δεν ήταν ομολογουμένως και από τις καλύτερές τους. Με παρόμοιο set list με εκείνο στην πιο πρόσφατη επίσκεψή τους στο ταπεινό μας Texas Necropolis, οι Samael κατάφεραν κι άφησαν παγερά αδιάφορο το κοινό που είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει κατεύθυνση, καταμεσής του "Into The Pentagram" και ποιος δεν είδε τον "My Savior" και δεν τον φοβήθηκε!



Το πρόγραμμα όμως δε δεχόταν καθυστερήσεις και λοιπές παρεκκλίσεις και το ρολόι μου έδειχνε «ώρα Wild Child», μιας και ήταν λίγα λεπτά μετά τις 18:00 και ο Blackie Lawless δε μπορούσε να περιμένει. Παίρνοντας ξανά το μακρύ δρόμο για το Marquee 1 -δρόμος εντός του φεστιβάλ που ποτίστηκε με πολύ ιδρώτα- έφτασα μαζί με πολύ κόσμο ακριβώς στις 18:20, όταν οι WASP μόλις εμφανίστηκαν στη σκηνή του καυτού Marquee 1, όχι μόνο από προσέλευση αλλά και από θερμοκρασία, μιας και η καλοκαιρία καλά κρατούσε και κάτω από την τέντα του κλειστού χώρου έκανε τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα.

"On Your Knees" το επιλεγμένο κομμάτι για το άνοιγμα του μικρού set list των WASP και ο Blackie Lawless εμφανίστηκε στη σκηνή εμφανώς καταπονημένος και ταλαιπωρημένος, προσπαθώντας παρ' όλα αυτά να δώσει κομμάτια του καλύτερου του εαυτού. Το κοινό και μόνο στην εμφάνιση αυτής της grande περσόνας επί σκηνής έμοιαζε να παραληρεί και τα χιτς διαδέχονταν το ένα το άλλο, κυριαρχούμενα από ένα μοναδικό ήχο, με μοναδικό ίσως μειονέκτημα την αδυναμία του frontman να ανταποκριθεί στα υψηλά standards του ένδοξου παρελθόντος. Η φωνή κοβόταν στα μισά τραγούδια, αφήνοντας τον κόσμο σε πλεονέκτημα των στίχων, και οι ανάσες έδειχναν κάτι παραπάνω από αναγκαίες για τον ογκόλιθο των WASP. "Inside The Electric Circus", "L.O.V.E." και "Idol" ξεσήκωσαν τα πλήθη στο κατάμεστο Marquee 1, τα παιχνίδια του γκρουπ με το κοινό ήταν περιορισμένα και άκρως προβαρισμένα, γεγονός που με ξενέρωσε αρκετά, μιας και περίμενα πολλά περισσότερα από τον Blackie και την παρέα του. Ας είναι: κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει το όνομα WASP και τη χαρά της μουσικής που προσφέρουν στους οπαδούς τους. Το "I Wanna Be Somebody" έμελλε να είναι και το τελευταίο τραγούδι στη mini τους εμφάνιση και όλες οι απορίες για την τόσο νωρίς εμφάνιση των WASP σε αυτό το μεγάλο φεστιβάλ έμοιαζαν να έχουν λυθεί.



Αφού το «best of» σώου των WASP μόλις είχε τελειώσει, έπρεπε γρήγορα να κατευθυνθούμε για άλλη μια φορά στη μεγάλη σκηνή για να απολαύσουμε, λίγα λεπτά μετά τις 19:00 (και δεν έδειχνε καν να θέλει να σουρουπώσει), τον Max και τους μοναδικούς Soulfly. Αν και κάθε οπαδός των Soulfly πρέπει να είναι προετοιμασμένος για αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει σε κάθε live τους, αυτό από μόνο του δεν είναι ποτέ αρκετό: ο κύριος Cavalera είναι τόσο άμεσος κι ευθύς που το ακατάπαυστο thrash attitude που βγάζει είναι αβάσταχτο - ειδικά σε μια τέτοια εμφάνιση, σε ένα αυτού του βεληνεκούς φεστιβάλ. Τα χτυπήματα ήταν βαριά, απανωτά και αναρίθμητα: "Sanctuary", "Prophecy", "Back To The Primitive" ήταν μόνο το ζέσταμα για την «Sepultura era» επίθεση που θα ακολουθούσε. "Refuse / Resist" και το moshpit ήταν αναφαίρετο δικαίωμα για όλους τους παρευρισκομένους, που έγιναν ξαφνικά ένα κουβάρι κάτω από τον καυτό (!) βελγικό ήλιο. Η Βραζιλία η ίδια ήταν εκεί μπροστά μας και τα "Desperate Cry", "Propaganda" και "Roots Bloody Roots" βάλθηκαν να μας αποτελειώσουν, αφήνοντας περιθώρια και παράπονα για ένα "Territory" βρε αδελφέ! Το άρτια εκτελέσιμο "Eye For An Eye" φάνηκε να βάζει τα πράγματα στη θέση τους και την οριστική «τελεία» στο ωριαίο set των βραζιλιάνων, αν και μία ώρα δεν είναι αρκετή για να λάβει χώρα η πραγματική διάσταση των Soulfly με τόσες επιτυχίες στο ενεργητικό τους και σίγουρα άλλο ένα μισάωρο ίσως να είχε αποβεί μοιραίο για τη σωματική υγεία των 80.000 περίπου θεατών που έδειχναν να μη χορταίνουν cavalera-ισμό.



Το ρολόι έδειχνε ήδη 20:15, οι Blind Guardian είχαν μόλις ξεκινήσει το set τους στο Marquee 1 και κάπου εκεί έπρεπε να γίνει και η θυσία της πρώτης ημέρας για τις απαραίτητες ανάσες, λίγο φαγητό και ανάπαυση γιατί τα επόμενα τρία ονόματα που έμεναν για να κλείσουν αυτή τη θεόσταλτη ημέρα ήταν ιστορικά, βαριά κι ασήκωτα.

Περνώντας όμως από τον κλειστό χώρο όπου εμφανίζονταν οι αγαπημένοι Guardian, γνώριμοι ήχοι έφτασαν με το «καλημέρα» στα αυτιά μου: "Time Stands Still" και "Another Holy War" στο καπάκι. Ο κόσμος που ήταν ήδη εκεί έδειχνε να απολαμβάνει τους καλπάζοντες ήχους των Γερμανών κι εγώ, αποσβολωμένη κι ελαφρώς εξαντλημένη, είχα γύρω στη μία ώρα χρόνο για την απαραίτητη ξεκούραση, φαΐ και μια γρήγορη βόλτα στο metal market ρούχων και αξεσουάρ που βρισκόταν πίσω από το official merchandise του φεστιβάλ και των μπαντών, που απλόχερα πουλούσαν την πραμάτεια τους, η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, γινόταν αμέσως ανάρπαστη.

Η απόσταση μεταξύ Κόλασης και Παράδεισου φαντάζομαι πως είναι μικρότερη απ' ό,τι νομίζουμε, ο ήλιος ήταν ακόμη ψηλά, θυμίζοντας ελληνικό καλοκαίρι, η ώρα μέτραγε 20 λεπτά μετά τις 21:00 και ο «μεταλλικός», δικός μας Dio ανέβηκε στα σανίδια του main stage με τους υπόλοιπους Black Sabbath για να μας κάνει να προσκυνήσουμε, όχι επιτυχώς, δυστυχώς. Οι καλές εποχές των Sabs πέρασαν ανεπιστρεπτί (Ozzy, κάνε μου μήνυση τώρα!) κι ό,τι απέμεινε είναι μάλλον ερείπια που θυμίζουν κάτι από το 20χρονο "Heaven & Hell" άλμπουμ. Αδιαμφισβήτητα, καλύτερες στιγμές της εμφάνισής τους ήταν το old time classic "Neon Knights", που φύλαξαν μυστικιστικά για το encore, και η 10λεπτη doom ultra extended version του "Heaven & Hell", αφήνοντας παντελώς αδιάφορο το κοινό με τα καινούρια "Fear" και "Bible Black", με μια σκηνική παρουσία του Dio άκρως επιβλητική που, φωνητικά όμως, στερούνταν αρκετά. Ok, αν τους έβλεπα εδώ θα ήμουν σε μεγάλο ποσοστό ευχαριστημένη, μιας και το φταίξιμο θα το επωμιζόταν ο διοργανωτής, ο ηχολήπτης, ο κακός ήχος... Σε ένα τέτοιο φεστιβάλ, όμως, που όλα είναι προσεγμένα στο μέγιστο βαθμό κι ακούγεται ακόμα και το πέταγμα της μύγας, αγαπημένε μου Dio, εκτίθεσαι, κι όσο κι αν ο κύριος Iommi είναι αλφάδι στο κοφτό κι επιβλητικό riffάτο παίξιμό του και οι κύριοι Butler και Appice χτυπιούνται σαν 15χρονα, η φωνή μοιάζει να άργησε μια μέρα, ειδικά στο κατασκοτωμένο "Die Young". Εξαντλητική περιοδεία, κακή μέρα, όλα είναι πιθανά, το συμπέρασμα όμως παραμένει ένα: η εμφάνιση των Heaven & Hell στο Graspop Metal Meeting ήταν βαρετή κι ελαφρώς απογοητευτική.



Setlist:
"E5150" / "The Mob Rules" / "Children Of The Sea" / "I" / "Bible Black" / "Time Machine" / "Fear" / "Falling Of The Edge Of The World" / "Die Young" / "Heaven And Hell"
Encore: "Neon Knights"

Και μέσα σε αυτόν τον πανικό, τη σύγχυση και την απογοήτευση, ο κλήρος έπεσε στον Phil και τους «νότιους» να επιφέρουν την τάξη: μετρούσα μία πριν το τέλος, σαν άκληρος φαντάρος, και μάρτυς μου ο Dio, δεν ήθελα αυτή η μέρα να τελειώσει παρά τη ζέστη, την κούραση και τη φυσική ακόλουθη ταλαιπωρία που ένα τέτοιο φεστιβάλ κουβαλάει μαζί του. Η στιγμή όμως που θα έβλεπα live τους Down για πρώτη φορά στη ζωή μου αλλά και για φέτος είχε φτάσει και η χαρά ήταν κάτι παραπάνω από δεδομένη. Το "New Orleans Is A Dying Whore" έσειε τα τείχη του Marquee 2 και το συμπέρασμα δεν ήθελε και πολύ για να βγει: ο κύριος Anselmo δικαιολογημένα είναι ένας από τους κορυφαίους frontmen στη metal σκηνή - άμεσος, επικοινωνιακός, χωρίς πολυλογίες και ποζεριλίκια, ξέρει τι πρέπει να κάνει και το κάνει καλά. Αρκεί να είσαι εκεί μπροστά του να το δεις κι εσύ. Σε καθηλώνει από το πρώτο κιόλας τίναγμα του τσουλουφιού «θέλω να γίνω μοϊκάνα όταν μεγαλώσω», από το πρώτο σπάσιμο του καρπού με το μικρόφωνο, από το πρώτο λύγισμα του ακάλυπτου γονάτου από τη χακί βερμούδα. Και οι υπόλοιποι Down, μεγάλες μορφές, μεγάλοι μουσικοί. Το "Lifer" εξάλλου τα είπε όλα από μόνο του - εμένα περιμένετε; Εδώ ήσασταν και τα είδατε κι εσείς. "Stone The Crow"; Άντε γεια! Η συγκίνηση είναι μικρή λέξη μπροστά σε αυτό που ένιωσα εκείνη τη στιγμή κι ένα από τα μικρά-μεγάλα όνειρα της ζωής μου είχε μόλις πραγματοποιηθεί. Άψογη σκηνική παρουσία, καταπληκτικός ήχος, stoner διάθεση, όλα στα κόκκινα. Μόνο με την ώρα τα είχα βάλει εκείνη τη στιγμή: ήταν ήδη 23:40 κι έπρεπε να πάω για τελευταία φορά για απόψε στη μεγάλη σκηνή για να δω από κοντά (κατά κάποιο τρόπο) τους headliners της πρώτης αυτής ημέρας του GMM, τους Motley Crue. Α ρε Phil, στο επανιδείν ρε ψυχάρα...



Κακά τα ψέματα, οι Motley Crue είναι μεγάλο απωθημένο για τα τείχη μας (κι όπως φαίνεται θα παραμείνουν), άσχετα με το αν ακούει κάποιος το συγκεκριμένο είδος ή όχι. Είναι ένα μεγάλο όνομα στη metal / rock σκηνή και θα είναι, δεδομένης της κυριαρχίας τους στις δυο μεγάλες ηπείρους: Αμερική και Ασία. Τα πράγματα με την Ευρώπη αλλάζουν λίγο και θα καταλάβετε αμέσως τον άσκοπο, μέχρι στιγμής, ρόλο αυτής της εισαγωγικής παραγράφου.

Λίγα λεπτά πριν σημάνει η ώρα μηδέν, όταν και σύμφωνα με το ανακοινωμένο πρόγραμμα οι Motley Crue θα καταλάμβαναν το mainstage, όλος ο κόσμος που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο μεγάλο πάρκο του Graspop Festival βρισκόταν εκεί περιμένοντας υπομονετικά να έρθει αντιμέτωπος με το φαινόμενο Motley Crue. Παρ' όλα αυτά, η εικόνα του ίδιου αυτού κόσμου κατά τις πρώτες νότες του εναρκτήριου "Kickstart My Heart" ήταν αποκαρδιωτική: ένιωσα ότι βρισκόμουν εκτός τόπου και χρόνου, στο μέγαρο φερ' ειπείν. Δε γίνεται κύριέ μου να εμφανίζεται εμπρός σου ο Vince Neil και η αλητοπαρέα του και να μένεις αμέτοχος. Δε γίνεται! Από τις πιο ξενερωτικές αντιδράσεις κοινού που έχω δει ποτέ στα 16 χρόνια που παρακολουθώ συναυλίες και πραγματικά εντυπωσιάστηκα. Βέβαια, το show δε συνοδευόταν από τυχόν πυροτεχνήματα, φωτιές και γυναίκες ίσως (με μοναδική εξαίρεση ένα επαναλαμβανόμενο kinky video με δυο σιλικονάτες), αλλά η εμφάνιση ήταν αξιοπρεπέστατη και καθόλου ελλιπής σε κέφι, ζωντάνια κι ενέργεια, κάτι που χαρακτηρίζει τη μουσική και τα live τους. Ο κόσμος εκεί όμως δεν είχε καμία σχέση με αυτό που λέμε live. Η μπάντα από το τέταρτο κομμάτι και αφού είχε καταβάλει όλες τις δυνάμεις για να ανατρέψει το αποτέλεσμα, μπήκε σε mode «άντε να τελειώνουμε την υποχρέωση», κάνοντας αγώνα δρόμου να τελειώσει τα κομμάτια το συντομότερο, αφήνοντας τους λιγοστούς οπαδούς της που βρίσκονταν εκεί, και ζητωκραύγαζαν μάταια μέσα στο αχανές πλήθος, απογοητευμένους, λέγοντας διαρκώς πως δε γίνεται να είναι έτσι οι Motley Crue.

Το "Girls, Girls. Girls" έμοιαζε επιτακτική ανάγκη αλλά και πάλι τίποτα: σωτηρία δεν υπήρχε, ούτε στηθόδεσμοι στον βελγικό ουρανό, μόνο κάποιοι μεθυσμένοι κατάχαμα που αγωνιζόμασταν να μην ποδοπατήσουμε και μικρές δόσεις απογοήτευσης μέσα στην ποσότητα μπίρας που καταναλώναμε ακόμα. Κάτι φάνηκε να γίνεται με το "Dr Feelgood" αλλά ήταν ήδη αργά, η μπάντα πήγε πίσω στα παρασκήνια για λίγες ανάσες (όχι ότι τις χρειάζονταν κιόλας) λίγο πριν το καθιερωμένο encore. Τα χειροκροτήματα λιγοστά, τα παιχνίδια με το κοινό είχαν σταματήσει μετά τις παταγώδεις αποτυχημένες προσπάθειες του Tommy Lee και το "Home Sweet Home" έριξε την αυλαία, λίγα λεπτά πριν τις 2 το ξημέρωμα, με ένα συγκινητικό video clip που προβαλλόταν στα δυο τεράστια video walls, δεξιά και αριστερά της σκηνής. Όλη η ιστορία της μπάντας πέρασε από μπροστά μας μέσα σε 5 λεπτά, τα οποία ήταν αρκετά για να θυμίσουν σε μας και να διδάξει και όλους τους υπόλοιπους ποιοι είναι οι Motley Crue: μια μεγάλη αμερικάνικη μπάντα, κομμένη και ραμμένη να την απολαμβάνεις στην πατρίδα της.



Setlist:
"Kickstart My Heart" / "Wild Side" / "Shout At The Devil" / "Saints Of Los Angeles" / "Live Wire" / "Motherfucker Of The Year" / "Don’t Go Away Mad (Just Go Away)" / "Same Ol’ Situation (S.O.S.)" / "Primal Scream" / "Girls, Girls, Girls" / "Dr. Feelgood" / "Home Sweet Home"

2η μέρα - Σάββατο, 27 Ιουνίου
«Ποιοι είναι οι Legion Οf The Damned;, άξιοι ταξιδευτές οι Journey, καλά το πάει ο «χοντρός», Korn και πράσσειν άλογα, Volbeat όπως λέμε Metallica (!), με headliners τους Slipknot»

H δεύτερη ημέρα του Graspop Metal Meeting ομολογουμένως ήταν η πιο ξεκούραστη αλλά και η πιο ετερόκλητη. Μεγάλα ονόματα από το χώρο του thrash, του μελωδικού rock, αλλά και του πιο μοντέρνου ακραίου ήχου, που φαίνεται να κυριαρχεί παμψηφεί σε ολόκληρη την Ευρώπη, συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους για να μας χαρίσουν ακόμη μια μέρα ατελείωτου κεφιού και μουσικής ικανοποίησης. Το βελγικό λιβάδι ήδη μετρούσε «θύματα» από τη χτεσινή ημέρα και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που προτίμησαν να απολαύσουν την αρχή της δεύτερης ημέρας ακουστικά μόνο, καθώς προτίμησαν να τιμήσουν το χορτάρι, χαιρόμενοι έστω και για λίγο την ανακουφιστική συννεφιά που είχε καλύψει τον ουρανό του Dessel.

Φτάνοντας στο Park του Festival, λίγα λεπτά πριν τις 4 το μεσημέρι, οι Hatebreed μόλις είχαν αποχαιρετίσει την σκηνή του mainstage και μια ανακοίνωση δέσποζε στους φωτιζόμενους πίνακες ανακοινώσεων του φεστιβάλ σχετικά με τους Killswitch Engage και την αναβολή της εμφάνισής τους, λόγω οικογενειακού προβλήματος ενός εκ των μελών της μπάντας. Οι ώρες θα άλλαζαν λίγο για να μην αναστατωθεί η ροή του προγραμματισμού και όλα φαίνονταν υπό έλεγχο. Οι ανερχόμενοι thrashers Legion Of The Damned έκαναν τα τελευταία checks στον ήχο στο stage του Marquee 1, που λόγω της συννεφιάς ήταν αρκετά υποφερτό, και γεμάτη αγωνία περίμενα να ξεκινήσει το show, κι επίσημα, για μένα, η έναρξη της δεύτερης ημέρας του φεστιβάλ.



Τραγουδιστής και κιθαρίστες είχαν πάρει ήδη θέση με πλάτη στο κοινό, οι δυο ματωμένοι σταυροί με γυμνές γυναίκες, φίδια και λοιπές αρτιστικές παρεμβάσεις βρίσκονταν τοποθετημένοι αριστερά και δεξιά της σκηνής και όλα έδειχναν έτοιμα για ένα πραγματικά ατόφιο thrash show, από εκείνα που μας θυμίζουν αμυδρά τις καλές μέρες των Slayer, Kreator και λοιπής συνομοταξίας. Και τι ήχος! Η εισαγωγή του "Sermon Of Sacrilege" γέμισε κάθε σπιθαμή του κλειστού χώρου και το ξέσπασμα των σβέρκων μας σε ακατάπαυστο headbanging υπό τους ήχους του "Cult Of The Dead" δεν άργησε να έρθει. Μια γυναικεία παρουσία έκανε διακριτικά την εμφάνισή της επί σκηνής με μια βιντεοκάμερα ανά χείρας, γυρισμάτων dvd γαρ, και το κοινό ξεσηκώθηκε για τα καλά. Το 45λεπτό όμως set τους ίσα που πρόλαβε να μας ζεστάνει για να αποφύγουμε τον κίνδυνο οσφυοκαμψίας κι απογοητευμένοι από τα παιχνίδια του χρόνου, που άλλοτε πάει εκνευριστικά αργά κι άλλοτε απελπιστικά γρήγορα, κατευθυνθήκαμε προς το stand του merchandise για να τους τιμήσουμε με την αγορά μερικών νεκραναστημένων t-shirts. Όχι που θα τη γλίτωναν!

Μέχρι την εμφάνιση των Journey και του κυρίου Pineda στο mainstage είχαμε αρκετό ελεύθερο χρόνο κι έτσι φαινόμασταν ψυχολογικά έτοιμοι να επισκεφτούμε το επίσημο metal market με τους δίσκους, τα cd και τα λοιπά καλούδια του, μιας και είχε μόλις ανοίξει τις πύλες και πωλητές από τα περισσότερα μέρη της Ευρώπης είχαν φέρει την πραμάτεια τους για να μας πάρουν κυριολεκτικά τα μυαλά (και τα λεφτά). Στην πλειοψηφία τους Ολλανδοί, Γερμανοί και Γάλλοι, έστησαν τους πάγκους τους μέσα σε λίγες ώρες και η χαρά του μεταλλά πήρε σάρκα και οστά: ένα τεράστιο παζάρι δίσκων, cd, dvd, μεταχειρισμένων και μη, ήταν μπροστά μας και είχα λιγότερη από μιάμιση ώρα να το γυρίσω όλο με μια μπίρα στο χέρι και την ελπίδα μήπως βρεθεί κανένα βινύλιο St Vitus ή Assemble Head In Sunburst Sound (για την ιστορία, βρέθηκαν και τα δυο, αν και σε λίγο τσουχτερές τιμές η αλήθεια είναι). Με δυο σακούλες γεμάτες βινύλια στα χέρια και μάτια που στροβιλίζονταν κι έβλεπαν μπροστά τους Zappa, Grand Magus και Kiss, αναχώρησα λίγα λεπτά μετά τις 6μιση, κατευθυνόμενη στη μεγάλη σκηνή, όπου λιγοστοί οπαδοί των μελωδικών Journey βρίσκονταν ήδη και χειροκροτούσαν για να ξεκινήσει το show και το κενό που υπήρχε στο μπροστινό μέρος της σκηνής μας χάρισε μια πραγματική καταπληκτική θέα και το απόλυτο feeling του να παρακολουθείς live σε μεγάλο φεστιβάλ, από τόσο κοντά.

Μέσα σε μία ώρα και 10 λεπτά, οι Journey πραγματικά μας ταξίδεψαν στο χρόνο, με επιτυχίες από τη δισκογραφική τους πορεία και ο Φιλιππινέζος τραγουδιστής κατάφερε να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες περισσότερο από το αναμενόμενο. Το εναρκτήριο "Separate Ways" μας έβαλε για τα καλά στο κλίμα, τα χέρια μας δε σταμάτησαν στιγμή να χειροκροτούν ρυθμικά σε όλα τα τραγούδια και η αγέρωχη μπάντα με τον νεαρό τραγουδιστή σε μεγάλα κέφια μας χάρισε ανεπανάληπτες στιγμές που μόνο live εμφανίσεις αυτού του βεληνεκούς μένουν και στιγματίζουν τις καρδιές μας. "Don't Stop Believin'", "Wheel In The Sky", "Any Way You Want It", "Ask The Lonely", "Lights" αλλά και το νοσταλγικό "Faithfully" ήταν μερικά από τα highlights του «best of» set τους και φάνηκε πως το χάρηκαν αρκετά και οι ίδιοι. Το security team του φεστιβάλ δε σταμάτησε να μας δροσίζει με τα λάστιχα, το νερό έρρεε πάνω μας άφθονο, χαμόγελα και τραγούδια φώτιζαν τα πρόσωπά μας σε αυτό το πάρτι που μας έκανε όλους μικρά παιδιά. Σίγουρα από τις καλύτερες εμφανίσεις του φετινού Graspop Metal Meeting και αδιαμφισβήτητα μία από τις καλύτερες της συγκεκριμένης ημέρας.



Η γιορτή έλαβε τέλος δέκα λεπτά μετά τις 8 και ο ογκόλιθος του Τερατώδους Μαγνήτη δεν περίμενε στιγμή, αφού είχε ξεκινήσει ήδη την εμφάνισή του στη σκηνή του Marquee 2. Το 5λεπτο περπάτημα έγινε μεμιάς 2λεπτο τροχάδην και η κατάκτηση μιας θέσης κοντά στη σκηνή για την απαθανάτιση του κυρίου Wyndorf και των άτακτων παιδιών του έμοιαζε με άπιαστο όνειρο, μιας και ο κόσμος προνόησε και είχε κατευθυνθεί προς τα εκεί αρκετή ώρα νωρίτερα. Ο «space Lord», καθόλου αδυνατισμένος από την τελευταία του επίσκεψη στη χώρα μας, αλλά εμφανώς πιο ξεκούραστος και πιο ευδιάθετος, έκανε το καθήκον του και μας μύησε για ακόμη μια φορά στον παραισθησιογόνο, rock κόσμο του - οι ήδη παθόντες ξέρουν, οι νέοπες την πάτησαν οικτρά.

Η εμφάνιση των Monster Magnet εννοείται πως ήταν ένα προβαρισμένο best για να βγει το 55λεπτο πρόγραμμα και τι να πρωτοακούσει κανείς: "Crop Circle", "Negasonic Teenage Warhead", "Powertrip" και "Dopes To Infinity" μας έδωσαν και καταλάβαμε, με έναν αρκετά βαβουριάρικο ήχο που λίγους ενόχλησε και ακόμη πιο λίγοι πρόσεξαν, την ώρα που το "Space Lord" γκρέμισε τα τείχη για τα καλά. Ούτε πολλά λόγια, ούτε το παραμικρό κενό για ανάσες και χάσιμο χρόνο, μόνο αστείρευτο space stoner rock με κάτι cojones από το Dessel μέχρι εδώ που δικαιολογεί καθ' όλα γιατί οι Monster Magnet είναι η απόλυτη stoner rock μπάντα και θα γεμίζει για πολύ καιρό ακόμα clubs, bars και μεγάλους συναυλιακούς χώρους. Όσες φορές και να έχεις τη δυνατότητα να δεις μια τέτοια μπάντα live μέσα σε ένα χρόνο, θα είσαι πάντα εκεί και δεν υπάρχει γιατί.



Μισολιπόθυμοι από την ψυχεδέλεια, τους καπνούς και τη ζέστη (ok, ήταν λιγότερη τώρα, αλλά παρούσα, λόγω υγρασίας εν όψει ενδεχόμενης βροχής που ευτυχώς δεν ήρθε ποτέ), προσπαθήσαμε να συνέλθουμε γρήγορα με ισοτονικά ανά χείρας, κατευθυνόμενοι ξανά προς το mainstage για να υποδεχτούμε τον Jonathan Davis και τους ιδιότροπους Korn. Τι να έχει αλλάξει μέσα σε 4 χρόνια από την τελευταία φορά που τους είδα; Προφανώς τίποτα, αν και τα παραπανίσια κιλά του frontman έκαναν μπαμ από τα 100 και πλέον μέτρα που βρισκόμουν μακριά από τη μεγάλη σκηνή. Το "Right Now" μας καλωσόρισε ρυθμικά και κάθε λογής μεθυσμένος Ευρωπαίος άρχισε να λικνίζεται στους ρυθμούς του nu metal που προστάζουν οι Korn και που φάνηκε να έχει παρασύρει ολάκερη την Ευρώπη. Το ακόλουθο "Did My Time" κήρυξε την απόλυτη ισοπέδωση, μέχρι να έρθει το "Falling Away From Me" και να του πάρει τα πρωτεία. Εννοείται πως δεν έλειψαν και οι διασκευές: "One" (Metallica) και "Another Brick In The Wall" (Pink Floyd) για κλείσιμο του ωριαίου set τους και όλο το Dessel φάνηκε να είναι μια φωνή λέγοντας «leave the kids alone». Ανατριχιαστικό συναίσθημα χωρίς αμφιβολία, αν και highlight ήταν το απανωτό σοκ των "Freak On A Leash" / "Somebody Someone" / "Blind", με το τελευταίο να μας παίρνει αβλεπί το scalp. Μια αξιοπρεπέστατη εμφάνιση των ιδιαίτερων metallers Korn, που αρκετοί διάλεξαν να θυσιάσουν για μερικές ανάσες, εν όψει της non stop «Volbeat - Slipknot» καταιγίδας που θα ακολουθούσε σε Marquee 2 και mainstage αντίστοιχα.

Μία από τις μεγαλύτερες περιέργειες μου για το συγκεκριμένο φεστιβάλ αποτελούσε η εμφάνιση των Δανών Volbeat που, αν και κοντράρονται αρκετά με τους Βέλγους, λόγω καταγωγής και βεντέτας που δεν αφορά το Rocking.gr, το κοινό έδειξε να αγκαλιάζει από την πρώτη στιγμή λόγω του χαρακτηριστικού «metallica»-ίζοντος ήχου που τους διακρίνει και που έχει γίνει «μόδα» στα μαγαζιά της κεντρικής Ευρώπης. Ομολογώ πως αυτή την αποδοχή δεν την περίμενα: ναι, είναι ανερχόμενη μπάντα με περισσή έμπνευση και ωραίο στήσιμο, αλλά από την άλλη άπειροι, άτεχνοι ίσως, και με ημερομηνία λήξης (εδώ μπορείτε να βάλετε όσα ερωτηματικά θέλετε). Το stage του Marquee 2 ήταν κατάμεστο κι έτοιμο να υποδεχτεί τους Δανούς με τα rockabilly μαλλιά και τις καλογυαλισμένες ηλεκτρικές κιθάρες, μια παρέα Ολλανδών ήταν ήδη τύφλα στο μεθύσι κι είχαν αρχίσει τα «γαλλικά» και τα σπρωξίματα για πλάκα και όλα έδειχναν έτοιμα για την εμφάνιση των Volbeat.



25 λεπτά μετά τις 10, τα φώτα χαμήλωσαν, τεχνητοί καπνοί σκέπασαν τη μικρή σκηνή και καταμεσής ουρλιαχτών και γυναικείας υστερίας, σαν εκείνη που χαρακτήριζε τις συναυλίες του Elvis (και δεν εννοώ του Costello), η τετραμελής dream team εμφανίστηκε για να μας δείξει πώς πρέπει να παίζεται το μεταλλικό rock 'n' roll. Τα 'λεγε ο Κοροβέσης και ποιος τον πίστευε! Το "Guitar, Gangsters And Cadillac Blood" μας έπιασε σα μέγγενη από «δε μου επιτρέπεται να το πω» εκεί και μας άφησε μοναχά μια στιγμή απ' ό,τι θυμάμαι: όταν ο frontman αφιέρωσε ένα τραγούδι από τον πρώτο δίσκο στον αποθανόντα πατέρα του που εκείνη την ημέρα έκλεινε ακριβώς ένα χρόνο από τον θάνατό του. Συγκίνηση, ιδρώτας, μαλλιοτράβηγμα από το έντονο σπρωξίδι και το non stop πάρτι που είχε ξεκινήσει συντελούσαν στην εικόνα του πώς διασκεδάζουν οι νέοι των 20 έξω. Εύγε κύριοι, σκέφτηκα και προσπάθησα να σηκωθώ από το πάτωμα πριν με ποδοπατήσει κάποιος κοκκινόμπουκλος νεανίας. Πόσο τυχερή είμαι που βρίσκομαι ζωντανή, ανάμεσά σας, και το "A Moment Forever" σφράγισε ανεπιστρεπτί ετούτη μου τη σκέψη. Η διασκευή στο "Angelfuck" των Misfits, που δυστυχώς λιγοστοί γνώρισαν, σήκωσε τα πρώτα πόδια πάνω από τα κεφάλια μας και, παρά τις εκκλήσεις των security boys για την απαγόρευση crowd surfing, ως αναμενόμενο, λιγοστοί υπάκουσαν. Τα "Sad Man's Tongue", "Radio Girl", "Mr. & Mrs. Ness", "Hallelujah Goat" και "We" ήταν μερικά από τα αξιομνημόνευτα hits της 70λεπτης εμφάνισης των Volbeat, οι οποίοι σαφέστατα «χάνουν» στην οικιακή ακρόαση και απολαμβάνονται καλύτερα live.

Κατά τα φαινόμενα, οι Volbeat φάνηκε να το διασκεδάζουν όσο κι εμείς και αν και πρέπει να έχουν συνηθίσει το φαινόμενο της υστερίας, δίψαγαν για ακόμη περισσότερη, περισσότερο χειροκρότημα που και πάλι, δεν τους έλειψε, περισσότερο live που δυστυχώς μετά από μόλις μία ώρα που πέρασε τραγικά γρήγορα, δεν υπήρξε. Η άψογη εμφάνισή τους ανήκε στα γραμμένα της μουσικής ιστορίας και σίγουρα αυτή τη νύχτα θα τη θυμούνται και οι ίδιοι όσο κι εμείς. Κρίμα που αυτή η εμφάνιση δε βιντεοσκοπήθηκε για να μπει σε κάποιο μελλοντικό anniversary dvd, γιατί ήταν πραγματικά αξιομνημόνευτη. Ένταση, ωραίο στήσιμο, καταπληκτικός ήχος, κέφι... τι άλλο να ζητήσει κανείς; Μακάρι να τους ξαναδούμε σύντομα και γιατί όχι και στα πάτρια εδάφη.

Τα περιθώρια είχαν στενέψει δραματικά μετά τον αναπάντεχο όλεθρο των Volbeat. Το ρολόι έδειχνε 35 λεπτά πριν τα μεσάνυχτα, είχε μόλις σουρουπώσει, η υγρασία ήταν σε απαγορευτικά επίπεδα, τα πολεμοφόδια είχαν τελειώσει και το αντιανεμικό έδειχνε απαραίτητο, μιας και ήμασταν στα πρόθυρα πνευμονίας μετά το λουτρό ιδρώτα μέσα στο Marquee 2. Τώρα το σκηνικό άλλαξε, ήμασταν έξω, για τελευταία φορά για απόψε, αλλά δεν πρέπει να το σκέφτομαι αυτό τώρα. Έχω άλλα στο κεφάλι μου. Slipknot, γαμώτο! Τι κι αν τους είδα πριν 15 ημέρες από την οθόνη του υπολογιστή μου σε streaming απευθείας μετάδοση από το Download Festival στο Donnington της Αγγλίας (άλλη κ..λα από εκεί!), το μόνο που κατάφερα ήταν να μου ανοίξει η όρεξη και συνάμα η περιέργεια για το πώς είναι η τρομερή οχτάδα on stage. Το μπάσκετ παίζεται με πέντε και το ποδόσφαιρο με έντεκα. Ok, είμαστε περίπου στην μέση - το 'χω, το 'χω.

23:30. Οι headliners της σημερινής ημέρας είναι έτοιμοι για να αλώσουν το σύμπαν (υπερβολή; Χα, χα!) και εγώ, ευτυχώς όχι εντελώς ανίδεη, φοράω το αντιανεμικό μου και περιμένω. Τα φώτα χαμηλώνουν, παράξενοι ήχοι αρχίζουν να τρυπούν τα αυτιά μου, η ένταση είναι στον Θεό (11 και βάλε) και το πανηγύρι ξεκινά. Ντραμς πίσω, δεξιά κι αριστερά τα γνωστά και μη εξαιρετέα βαρέλια, πιο αριστερά το dj deck και ναι, ο Corey και η «numbered» συμμορία του σκάνε μύτη. Το intro του "742617000027" σε καθηλώνει από τα πρώτα λεπτά, για να δώσει την σκυτάλη στο "(sic)": τι ήχος, τι ένταση, τι ρυθμός, τι αρρωστημένη καφρίλα. Αν υπάρχει μια μπάντα που πραγματικά την αδικεί η παραγωγή στα cd (λέμε, αν), τότε αυτή είναι οι Slipknot. Χάρμα οφθαλμών που δε λένε να ξεκολλήσουν από πάνω τους, μιας κι έχουν μαεστρικά επιστρατεύσει όλη τους τη σκηνική παρουσία, ξεσπώντας πάνω στα κρουστά, οργώνοντας διαρκώς ολόκληρο το mainstage. Το non stop παραλήρημα συνεχίστηκε με τα "Eyeless" και "Wait and Bleed" και ολόκληρο το Graspop έμοιαζε με λαοθάλασσα που υποτάχθηκε ευθύς αμέσως στους ρυθμούς των Slipknot, οι οποίοι έδειχναν να το απολαμβάνουν. Ιδού γιατί η ιδιόμορφη τρέλα τους έχει ξεσηκώσει Ευρώπη και Αμερική, γεγονός που οφείλεται εκτός του καφρομελωδικού death ήχου και στην ένταση που περνούν μέσω των live.



Αδιαμφισβήτητα highlights τα "Before I Forget", "Sulfur" και "Dead Memories", όπου η χορωδιακή συμμετοχή του κόσμου ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, σε σχέση με τις μέχρι τώρα εμφανίσεις του φετινού Graspop Metal Meeting, κι έδειξαν ποιος είναι το αφεντικό, δικαιώνοντας το όνομα «Slipknot» και όσους τους επέλεξαν για headliners στα ευρωπαϊκά καλοκαιρινά φεστιβάλ. Το "People= Shit" ήταν το αποχαιρετιστήριο κομμάτι, πριν η μπάντα περάσει στα παρασκήνια και το mainstage κατακλύστηκε από εκατοντάδες φωτιές και πυροτεχνήματα που ήταν και το κερασάκι στην τούρτα. Τα πέντε λεπτά που ακολούθησαν σίγουρα δεν ήταν αρκετά για ξεκούραση, ώστε να προετοιμαστούμε κατάλληλα για αυτό που θα ακολουθούσε, αλλά ο χρόνος, δεδομένου ότι ήταν περιορισμένος, δεν άφηνε και πολλά περιθώρια.

Το είχα δει, ψέματα δε θα πω - το 'ζησα και live όμως και είναι το ίδιο μοναδικό: μετά το "Surfacing" ακολούθησε το αποτελειωτικό "Spit It Out" και η ώρα του «Jump the fuck up» ήταν προ των πυλών. Ο Taylor δεν είχε να κάνει και πολλά παρά να προστάξει «όλοι κάτω» και μετά το απόλυτο χάος, το απόλυτο τίποτα. 80.000 κόσμος στα γόνατα, έπεσε και πήρε! Φόρος τιμής στον αποθανόντα βασιλιά της ποπ, το "Beat it" που ακούστηκε από τα μεγάφωνα, ακριβώς μετά το τέλος του κομματιού, την ώρα που οι Slipknot μοίραζαν φειδωλά πένες και λοιπά αντικείμενα της εμφάνισής τους, μετά το μιάμισης ώρας απίστευτο show τους. Το κέφι ήταν τόσο μεγάλο που δε θέλαμε και πολύ να ξεσπάσουμε σε ατελείωτα Jackson-ικά ακροβατικοχορευτικά, με νικητή έναν μεθυσμένο Άγγλο. You rule, man! Ώρα Βελγίου: μία και δέκα μετά τα μεσάνυχτα: άλλη μια επιτυχημένη ημέρα μόλις είχε τελειώσει, το πάρτι συνεχίστηκε κλασικά στα παράπλευρα υπαίθρια καφέ και καντίνες με πολύ metal, ξεχωρίζοντας Motorhead και Sepultura νότες να ξεπετάγονται από παντού. Αν υπάρχει μουσικός επίγειος παράδεισος, σίγουρα υπήρξε εκείνο το βράδυ σε μια μικρή χώρα της κεντρικής Ευρώπης που πολλοί αστειεύονται πως δεν υπάρχει. Και που να ξέρατε...

Setlist:
"742617000027" / "(sic)" / "Eyeless" / "Wait And Bleed" / "Get This" / "Before I Forget" / "Sulfur" / "The Blister Exists" / "Dead Memories" / "Left Behind" / "Disasterpiece" / "Psychosocial" / "Duality" / "People = Shit"
Encore: "Surfacing" / "Spit It Out"

3η μέρα - Κυριακή, 28 Ιουνίου
«Suicidal Tendencies με κοντό παντελονάκι, Leif συχώρα με, τι εστί Chickenfoot;, DevilDriver με απίστευτο κόσμο, γιατί γρυλίζει ο Disturbed;, Anthrax - τα λόγια είναι περιττά, οι αδιάφ(θ)οροι Nightwish, με headliner τον Marilyn Manson»

Ξεθεωμένοι από τις δυο προηγούμενες, έντονες, μεταλλικές ημέρες του φεστιβάλ και με αυτιά να ξεχειλίζουν από τόνους μουσικής, σκεφτόμασταν σιωπηλοί, καθοδόν από το ειδυλλιακό ξενοδοχείο προς το χώρο του φεστιβάλ, πως με το πέρας και της σημερινής ημέρας η «αποστολή» είχε εκτελεστεί επιτυχώς, η συγκομιδή εμπειριών ήταν πέρα του δέοντος και πλέον έπρεπε να επιστρέψουμε στα πάτρια εδάφη, όσο κι αν αυτό δε συμπεριλαμβανόταν στα θέλω εκείνης της στιγμής. Συμφωνώντας μυστικά πως δε θα το ξανασυζητούσαμε μέχρι την είσοδό μας στο αεροπλάνο, φτάσαμε λίγο πριν τις 15:00 στον εξωτερικό χώρο του GMM, παρατηρώντας πως ήδη αρκετά αυτοκίνητα είχαν αποχωρήσει (μετά την πολυπόθητη χτεσινή εμφάνιση των Slipknot ίσως;), γεγονός που έκανε ακόμη πιο άνετα τα πράγματα για τους εναπομείναντες. Στον εσωτερικό χώρο του φεστιβάλ, τώρα, αρκετοί ήταν εκεί που επέλεξαν να έχουν μαζέψει σκηνές και να έχουν πακετάρει φορητά ψυγειάκια, σπαστές καρεκλίτσες και λοιπά υπάρχοντα για να απολαύσουν ξένοιαστα και μέχρι τελικής πτώσεως την τελευταία μέρα, αρχίζοντας ταυτόχρονα την κτηνώδη κατάποση μπίρας και άλλων οινοπνευματούχων ποτών. Στις παράπλευρες καντίνες, έξω από το χώρο του φεστιβάλ, αρκετοί metalheads απολάμβαναν την επέλαση του ήλιου, με πατάτες, μπέργκερ και μπίρα ανά χείρας, κλασικά υπό τους ήχους γνωστών μεταλλικών ύμνων που ζέσταιναν ακόμη περισσότερο το κλίμα, κι εμείς, σαν τρελοί, γυρνούσαμε το βλέμμα μας προς όλες τις κατευθύνσεις, μη προλαβαίνοντας να αφομοιώσουμε όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσαμε για περαιτέρω σκέψη κι επεξεργασία.

Εξάλλου, η σημερινή ημέρα ήταν εκ τη γεννέση της δύσκολη, δεδομένου ότι η «δράση» για μας ξεκινούσε με δυο αγαπημένες μπάντες που θα έπαιζαν τη ίδια χρονική στιγμή, αλλά σε διαφορετικά και μακρινά stages, και με κάποιον μαγικό τρόπο έπρεπε να συνδυάσουμε να δούμε και τις δύο. "Suicidal Tendencies" vs. "Candlemass", όπως λέμε «πώρωση» εναντίον «ανάγκης», τι κι αν οι δεύτεροι θα μας επισκεφτούν για ακόμη μια φορά στη χώρα μας το προσεχές φθινόπωρο, στα πλαίσια της περιοδείας του "Hammer Of Doom", τι κι αν τους πρώτους δύσκολα θα τους δούμε ξανά στην Ελλάδα live: το δίλημμα υπήρχε από την πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκε το χρονοδιάγραμμα και δε μπορούσε να λυθεί, παρά με το δίκαιο τρόπο της μοιρασιάς, όπου οι S/ T κυριάρχησαν, τελικά, κατά κράτος.



Είκοσι λεπτά μετά τις 15:00 έδειχνε το ρολόι και οι φανατικοί οπαδοί των Καλιφορνέζων με τις μπαντάνες και τα φαρδιά σορτς βρίσκονταν από νωρίς στο χώρο μπροστά από τη σκηνή του Marquee 2, όπου χάρη στην ηλιοφάνεια, γινόταν πραγματικά αφόρητος, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών που επικρατούσαν εκεί. Ομολογώ πως τους Suicidal Tendencies δεν είχα την τύχη (όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων) να τους έχω δει live στο παρελθόν, οπότε το καλάθι μου ήταν ήδη μικρό, δεδομένου ότι τα κεράσια που είχα ακούσει ήταν πάμπολλα. Και η στιγμή της αλήθειας δεν άργησε και πολύ: η ρυθμική τετράς βρισκόταν μπροστά σε ξεσηκωμένα πλήθη και έδινε ρέστα! Ο Mike Muir, με την «οργωτική» σκηνική του παρουσία, έδειχνε να έχει μεγάλα κέφια, που ξεσπάθωσαν από τις πρώτες κιόλας νότες του "You Can't Bring Me Down", με αποτέλεσμα όσοι δεν ήξεραν (including me), να έχουν αφήσει τα σαγόνια τους στο πάτωμα. Το ακόλουθο "War Inside My Head" απογείωσε και τους εναπομείναντες νεανίες που μέχρι ώρας είχαν σφηνωμένα τα πόδια τους στο έδαφος και, όλοι μαζί, γίναμε ένα κουβάρι κοπανήματος, μαλλιών και ιδρώτα. Μετρώντας μόλις 30 λεπτά από την εμφάνισή τους και παρασυρμένη πια από το groove-άτο, funky crossover metal τους, έπρεπε να αποχωρήσω για την «εταίρα έριδα» και το stage του Marquee 1, που βρισκόταν ένα τσιγάρο δρόμος μακριά από το σημείο αναφοράς των Suicidal.



Οι γνώριμοι ήχοι που ξεπηδούσαν από τη σκοτεινή σκηνή του Marquee 1 με παρότρυναν να ανοίξω το βήμα μου, μιας και το πολυαγαπημένο "Solitude" κυριαρχούσε στον αέρα και οι νότες προσέφεραν, αν μη τι άλλο, περισσή αγαλλίαση και παρηγοριά για τον γοργό και βίαιο αποχαιρετισμό μας στον κύριο Muir και την πατροπαράδοτη παρότρυνση του να ανέβει όλο το κοινό επί σκηνής, παρότρυνση που θα ακολουθούσε εντός ολίγου. Ο ήχος ιάσιμος μεν, το θέαμα δε απογοητευτικό: λιγότερα από 200 άτομα φαίνονταν να βρίσκονται εμπρός των Leif Edling και των λοιπών Candlemass, αν και το καλοκαιρινό outfit του Robert προσφερόταν άνετα για πολύ παραπάνω. Η απουσία του κόσμου, που εκείνη τη στιγμή κατέκλυζε την «αντίπαλη» σκηνή, ήταν αισθητή, γεγονός που δεν πτόησε τους Σουηδούς doomsters, κάνοντας ακόμα πιο απαισιόδοξο και τρισκατάρατο το μουσικό σκηνικό. Μα καλά, ποιος σκέφτηκε να βάλει την ίδια ώρα δυο τόσο αντίθετα και τόσο αγαπημένα ονόματα μαζί; Την απάντηση δε θα τη μάθουμε ποτέ κι έτσι το "Solitude" ήταν το τελευταίο κομμάτι που είδα, πριν το σύντομο encore που ακολούθησε, με τον Lowe σε ρόλο Dio, υπό τους ήχους του απροσδόκητου "Long Live Rock 'n' Roll", το οποίο η μπάντα, όλοι τους σε μεγάλα κέφια, έδειχνε να χαίρεται με την ψυχή της. Το set τους τελείωσε 15 λεπτά νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα διάρκειας του (η χαμηλή προσέλευση κόσμου ίσως;) κι ελαφρώς απογοητευμένη πήρα το μακρύ δρόμο για το mainstage, το οποίο σε λιγότερο από μισή ώρα θα φιλοξενούσε τους Hagar, Satriani, Smith και Anthony για μια μοναδική live εμπειρία.

«Τι εστί Chickenfoot;». Το βιντεάκι που προβλήθηκε στις μεγάλες οθόνες του mainstage πριν την εμφάνιση της τετραμελούς dream team του hard rock έδωσε μια πρώτη γεύση, σίγουρα όμως κανείς από τους παρευρισκόμενους δεν περίμενε αυτό που ακολούθησε. Η μαγική, βελούδινη φωνή του Hagar, σε συνδυασμό με το βιρτουόζικο παίξιμο του Satriani, φάνταζε μοναδικός συνδυασμός, μέχρι εκείνη τη στιγμή που ήρθαν να προστεθούν το ασταμάτητο κέφι για μουσική και το cool feeling του «περνάω καλά» των τεσσάρων. Το αποτέλεσμα, όπως κι εσείς μπορείτε να φανταστείτε, ήταν μοναδικό. Το εναρκτήριο "Avenida Revolution" τους έδωσε την ευκαιρία να «ξεμουδιάσουν» επί σκηνής και το πάρτι που ακολούθησε, πραγματικά, δεν περιγράφεται, αν και η ελπίδα να τιμήσουν κάποιο «Halen» κομμάτι πέθανε δυστυχώς στα πρώτα λεπτά. Στις πρώτες σειρές επικρατούσε party διάθεση, γεγονός που το team του φεστιβάλ επισφράγισε με ατελείωτες ποσότητες νερού που εκτόξευε μέσω λάστιχων, προσφέροντας μια νότα δροσιάς, καταμεσής του βελγικού απογεύματος. Ο κύριος Hagar ζήλεψε, όμως, θέλοντας κι εκείνος να δροσιστεί λίγο, αφού η θέση της σκηνής ήταν τέτοια, που ο ήλιος τους ταλαιπώρησε καθ' όλη τη διάρκεια του ωριαίου set τους, και ζήτησε μια ανάσα δροσιάς, τονίζοντας πως σοβαρολογούσε. Ο νεαρός security έπραξε το καθήκον του και εντός μερικών δευτερολέπτων ο δύστυχος Sammy βρέθηκε να στάζει από την κορυφή μέχρι τα νύχια, γελώντας και πειράζοντας την υπόλοιπη «παρέα» του. Η ώρα του "Oh Yeah!" είχε έρθει και απανταχού λάτρεις του άλμπουμ των Chickenfoot έδειξαν πως το χάρηκαν δίχως άλλο.



Δεν έλειψε και η έκπληξη που «ανάγκασε» τον Hagar να μοιραστεί μαζί μας ένα κομμάτι από το Montrose παρελθόν του, μετά από παρότρυνση του Joe Satriani να κάνει τα «μαγικά» του στην κιθάρα. Το "Bad Motor Scooter" πήρε ευθύς αμέσως σάρκα και οστά και μας ταξίδεψε 30 και πλέον χρόνια πίσω, παρατείνοντας το ήδη προγραμματισμένο set τους κατά δέκα λεπτά. Ποιος όμως μέτραγε πλέον χρόνο και καθυστερήσεις; Περίτρανη απόδειξη πως όταν περνάς καλά, ο χρόνος περνά ακόμη πιο γρήγορα. «Και τώρα, άντε να βρεις δυνάμεις να διασχίσεις το μισό GMM park και να βρεθείς στο Marquee 2» αναλογίστηκα χωρίς δεύτερη σκέψη όμως, αφού οι συμπαγείς DevilDriver βρίσκονταν ήδη εκεί, παρέα με το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, βάζοντας το δικό τους στίγμα επί του φεστιβαλικού τάπητος.

Φτάνοντας έξω από το χώρο του Marquee 2, τον οποίο ήδη άλωναν οι Αμερικανοί metallers, παρατήρησα αρκετό λαό να προσπαθεί να στριμωχτεί για μια θέση κάτω από την τέντα, γεγονός, σύμφωνα με τα δεδομένα της στιγμής, αδύνατο. Το επιτυχημένο "Pray For Villains" φάνηκε να έχει τραβήξει αρκετό κόσμο και πολλών την περιέργεια να θαυμάσουν το μελωδικό death metal τους από κοντά. Βολεμένη κακήν κακώς σε μια γωνιά εκτός τέντας (ας όψονται οι Chickenfoot), μπήκα αμέσως στο κλίμα, που απαιτούσε τους σβέρκους μας επί πίνακι, για να μην πω τίποτε άλλο. Τα πρωτοκλασάτα "Clouds Over California" και "Pray For Villains" έμοιαζαν λίγο θολά, λόγω της κακής μου θέσης εκτός του κλειστού χώρου και με περιορισμένη οπτική επαφή - παρ' όλα αυτά, η μπάντα έδειξε να είναι σε πολύ καλή μέρα και να χαίρεται με το παραπάνω την ανταπόκριση του κοινού στο non stop death κάλεσμά της. Τα πράγματα κάπως έφτιαξαν στο "I 've Been Sober", την ώρα που οι κατάκοποι οπαδοί τους έβγαιναν κατά δεκάδες εκτός τέντας, ενώ στο "Another Night In London" ο ήχος για ακόμη μια φορά λεηλάτησε ό,τι είχε απομείνει από τα «deaf already» αυτιά μας.

Δέκα λεπτά μετά τις 18:00 όλα είχαν τελειώσει για το set των DevilDriver και τώρα το κουράγιο ήταν ακόμη πιο δύσκολο για να κατευθυνθούμε ξανά στο mainstage και τους πολυπόθητους Disturbed, επιβαλλόταν όμως λόγω Draiman και των λοιπών κυρίων. Η λιτή γραμματοσειρά με το όνομα της μπάντας ήδη κοσμούσε το μαύρο πανό που βρισκόταν στο πίσω μέρος της σκηνής και η προσέλευση κόσμου για ακόμη μια φορά εκτινάχτηκε στα ύψη, θυμίζοντας το σκηνικό που είχε εξελιχθεί στους Volbeat, με αρκετά νεαρό κοινό να περιμένει υπομονετικά κάτω από το βασανιστικό ήλιο και την υγρασία που έκανε ακόμη δυσκολότερο το αναγκαίο έργο των πνευμόνων μας. Χειροκροτήματα, η εισαγωγή του "Voices" στα ηχεία και ο David Draiman, με συνοδεία γιατρού (!) ψυχολογικής υποστήριξης και την ανάλογη ενδυμασία, εμφανίστηκε επί σκηνής, φορώντας το all time fetish φίμωτρο του Hannibal Lecter. Τα πλήθη δεν ήθελαν και πολύ να ξεσηκωθούν και ο Draiman σε ρόλο επικοινωνιακού performer, που παρότρυνε διαρκώς να βλέπει τα χέρια μας και τα απανταχού moshpits, μας βομβάρδισε με ασταμάτητα πυρά των "Inside The Fire", "The Game" και "Indestructible", ενώ δεν έλειψε και το παλαιότερο "Ten Thousand Fists", όπου φαντάζεστε τι έγινε, και η διασκευή στο "Land of Confusion" των Genesis, την οποία προτιμώ κατά πολύ από το πρωτότυπο.



Δεν τελειώσαμε έτσι εύκολα όμως: το "Down With The Sickness" έβαλε την οριστική τελεία στο ωριαίο set των Disturbed, που δυστυχώς για δυο λόγους δεν ευχαριστήθηκα. Ο πρώτος ήταν ο πολύ industrial ήχος που προωθήθηκε από την κονσόλα, με αποτέλεσμα να θάψει εντελώς τις κιθάρες σε πολύ κρίσιμα σημεία και να τους στερήσει, έτσι, τη δυναμική που βγάζουν τα ηχογραφημένα άλμπουμ τους, και ο δεύτερος τα αδύναμα φωνητικά του Draiman, με κοκόρια και βατράχια στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Δύσκολα τα φωνητικά, δε φέρω καμία αντίρρηση, ειδικά όταν πρέπει να συνδυάζει πολλά στυλ ταυτόχρονα, δυστυχώς όμως εκτέθηκε και δεν του βγήκε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Δεν απογοητεύτηκα όμως: οι Disturbed, ενώπιον 80.000 κόσμου, έδειξαν να έχουν πολύ καλή επικοινωνία με το κοινό και να στέκονται αξιοπρεπώς επί σκηνής, αφήνοντας σαφώς περιθώρια βελτίωσης στο άμεσο μέλλον, ώστε να κάνουν ακόμη πιο επιβλητική την απαιτητική παρουσία τους.

Η thrash ώρα της σημερινής ημέρας έφτασε μόλις το ρολόι μας έδειξε 19:20, θέλοντας τους βετεράνους Anthrax να περιμένουν στη σκηνή του Marquee 2 για ένα πρόγραμμα βγαλμένο κυριολεκτικά από χρονομηχανή, με τον Dan Nelson στα φωνητικά, κάνοντας την περιέργειά μας ακόμα μεγαλύτερη, μιας και μεγάλη μερίδα της μεταλλικής κοινότητας, μετά τον Joey Belladonna, δίνει τα σκήπτρα αβλεπί στον John Bush. Οι Anthrax ήταν και είναι μεγάλη αγάπη και η εμφάνισή τους σε ένα τέτοιο φεστιβάλ μόνο στα «συν» μπορεί να συγκαταλεχθεί. Προσπαθώντας να ξεγλιστρήσω ανάμεσα στο πολυπληθές κοινό, ώστε να βρω μια αξιοπρεπή θέση κοντά στη σκηνή, δεν κατάφερα και πολλά, μετά τις πρώτες νότες του "Indians" όμως δε φάνηκε να με νοιάζει και πολύ. "Madhouse", "I Am The Law" και "Antisocial" ήταν η ιδανική ακολουθία στο set list των Αμερικανών thrashers και όλοι γίναμε μια παρέα, μην πιστεύοντας στα αυτιά και τα μάτια μας. Ο Scott Ian «το έχει» και με το παραπάνω, μην έχοντας σταματημό πάνω στη σκηνή, και η φωνή του Nelson απογείωσε πραγματικά τα κομμάτια, δείχνοντας πως αυτό που έλειπε από τους Anthrax επιτέλους βρέθηκε. Μια μοναδική εμφάνιση με πολύ κέφι από κοινό και μπάντα, που έδειξε να υπόσχεται πολλά για το άμεσο μέλλον.



Η επόμενη μπάντα που κατέλαβε τη σκηνή του mainstage δεν είναι και πολύ του γούστου μου όπως έχει καταντήσει (τα εισαγωγικά βάλτε τα όπου κρίνετε απαραίτητα εσείς), επομένως δε με ενδιέφερε και πολύ το αν θα ήμουν στις πρώτες σειρές, έπειτα από το σερί παρακολούθησης live τις προηγούμενες πέντε και πλέον ώρες. Μερικές ανάσες ήταν αναγκαίες όμως, καθώς και η τελευταία βόλτα μπροστά από το market με τα ρούχα και τα λοιπά αξεσουάρ για μερικά δωράκια, οπότε δεν παρακολούθησα καθολικά την παρουσία των Nightwish που, ηχητικά τουλάχιστον, μου είναι τα τελευταία χρόνια αδιάφορη. Η ξανθή, από φωνή κορμάρα, Anette Olzon βασάνισε καθ' όλη τη διάρκεια του live τα αυτιά μας με τις τσιριχτές σοπρανικές απόπειρές της και πήρε πόντους μόνο εξαιτίας της καυτής σκηνικής της παρουσίας που ήθελε το μίνι φόρεμα μέχρι τον αφαλό και τη μυτερή μπότα της μέχρι τους αδύνατους μηρούς της. Μη μπορώντας να αποφασίσω αν πιο αδύνατοι ήταν οι μηροί ή οι φωνητικές της ικανότητες, τα κατασκοτωμένα "Amaranth", "Wishmaster" και "Nemo" ξεχώρισαν μέσα στην άφωνη «καταιγίδα» και η απορία του γιατί δε συνεχίζουν οι Nightwish χωρίς female μέρη ξύπνησε μέσα μου τον Vlad τον παλουκωτή. Γυρνώντας προς το μέρος της μεγάλης σκηνής, το θέαμα από μακριά ήταν αρκετά εντυπωσιακό, με όλα τα πυροτεχνήματα, τις φωτιές και τους καπνούς να ξεπηδούν μέσα από το σκηνικό του στημένου κάστρου, με μοναδικό αδύναμο κρίκο την παρουσία της ξανθής νεαράς που λικνιζόταν άστοχα ανάμεσα στους μουσικούς που τα έδιναν όλα. Βέβαια, οι νεαρές γυναικείες παρουσίες έδειχναν να απολαμβάνουν τους Φινλανδούς και τα «blast form the past» hits τους, για μένα όμως το ηχητικό αποτέλεσμα ήταν δυσβάσταχτο.



Έπειτα από μιάμιση ώρα τα αυτιά μου βρήκαν επιτέλους την ειρήνη και τη γαλήνη που χρειάζονταν, έχοντας αρκετό χρόνο στη διάθεσή μου πριν την εμφάνιση του headliner Marilyn Manson στο mainstage, που είχε προγραμματιστεί για τις 23:00 ακριβώς. Απολαμβάνοντας το νωπό γρασίδι του πάρκου για τελευταία φορά (μέχρι το επόμενο Graspop Metal Meeting), με ένα κομμάτι πίτσα στο χέρι, προσπάθησα να ανατρέξω στο τι ακριβώς είχα δει τις προηγούμενες ώρες κι ένα χαμόγελο εμφανίστηκε ξαφνικά στο πρόσωπό μου. Μπορεί η τελευταία ημέρα του φεστιβάλ να ήταν και η πιο κουραστική (λόγω και της συσσωρευμένης κούρασης των προηγούμενων ημερών), οι μπάντες και οι καλλιτέχνες που την πλαισίωναν όμως χρειάζονται τρία ετήσια δικά μας φεστιβάλ για να έρθουν. «Sad But True» όπως λέει και το γνωστό άσμα που ακουγόταν από τα ηχεία, την ώρα που οι προετοιμασίες για τον ιδιότροπο performer είχαν αρχίσει και πλήθος πορωμένων οπαδών είχε ήδη πλημμυρίσει τις πρώτες σειρές μπροστά από το mainstage, για να κλέψει μια ματιά και να απαθανατίσει μια προκλητική πόζα του με τους τόσους φακούς φωτογραφικών μηχανών που βρίσκονταν εκεί.

Αν και δε συγκαταλέγομαι στους σκληροπυρηνικούς φαν του Manson που σκίζουν τα ρούχα τους εν όψει εμφανίσεών του (κάτι σαν τον δικό μας Ρουβά ένα πράγμα και δεν είναι υπερβολή αυτό, το είδα με τα μάτια μου), είχα μεγάλη περιέργεια και ανυπομονησία να τον δω live, μιας και είχα χάσει την πρόσφατη επίσκεψή του στη χώρα μας, τέσσερα χρόνια πριν, η οποία είχε συλλέξει διθυραμβικές κριτικές. Έχοντας τη φήμη του ιδιότροπου performer, με το πλήθος των βοηθών που τον πλαισιώνουν να είναι κυριολεκτικά στο τρέξιμο, ήθελα κι εγώ να διαπιστώσω ποιο ακριβώς είναι το συστατικό της επιτυχίας του που κάνει τόσο κόσμο κι ασχολείται μαζί του, γιατί μουσικά δεν αποτελεί κάτι το διαφορετικό ή το εμπνευσμένο, πόσο μάλλον φωνητικά. Έντεκα και δέκα, τα φώτα χαμήλωσαν, η μαύρη, βαριά κουρτίνα που κάλυπτε τη σκηνή έπεσε, οι νότες από το "Intro" γέμισαν το χώρο και το εναρκτήριο "Four Rusted Horses" καθήλωσε τους φωτογράφους στο photo pit που δεν προλάβαιναν να στοχεύουν τις κάμερές τους ενάντια στα προκλητικά νάζια του με το μικρόφωνο και τους κιθαρίστες του.

Από τα πρώτα κιόλας λεπτά του live εντύπωση μου έκανε το ότι δεν απευθύνθηκε ούτε μια φορά στο κοινό, που σφάδαζε και τσίριζε, προσπαθώντας μάταια να τραβήξει την προσοχή του, κάτι που συνεχίστηκε σε όλη την διάρκεια του show του. Σα στυγνός επαγγελματίας, έκανε τη «δουλειά» του, προσέχοντας και την τελευταία λεπτομέρεια στη σκηνοθεσία, το στήσιμο και τις κινήσεις του πάνω στη σκηνή. Κάθε κομμάτι ήταν και μια ξεχωριστή θεατρική παράσταση, απαλλαγμένη από την προκλητικότητα του παρελθόντος, μιας και η καλή του, Rachel Evan Wood, φάνηκε να τον επιτηρεί προσεκτικά από backstage μεριά, μην αποφεύγοντας τις βιντεοκάμερες που έδιναν εικόνα στα δυο μεγάλα videowalls, αριστερά και δεξιά της σκηνής. Το πρώτο ολοκληρωτικό παραλήρημα ήρθε κάπου στα μισά της εμφάνισής του, με το "Rock Is Dead", και χιλιάδες κόσμου άρχισαν να χορεύουν στους ρυθμούς που πρόσταζε ο showman.

Μεταξύ των κομματιών, τα καμώματα του κυρίου Manson δε σταμάτησαν στιγμή: ζητούσε διαρκώς μπουκάλια με νερό, τα οποία πετούσε εν συνεχεία στο κοινό (μετά το τέλος κάθε τραγουδιού), αφού προηγουμένως γέμιζε το κραγιομένο στόμα του με λίγες γουλιές, τις οποίες και έφτυνε επιδειχτικά προς τα πάνω, ενώ το crew του έτρεχε πανικόβλητο για να του ισιώσει τα ρούχα, να σκουπίσει τον ιδρώτα, να φτιάξει μαλλιά και μακιγιάζ. Μέχρι και μάσκες οξυγόνου επιστρατεύτηκαν on stage για να πάρει μερικές ανάσες, έχοντας πάντα το μικρόφωνο κοντά στο στόμα του για να μπορεί το διψασμένο κοινό να παρακολουθεί στενά τα της διαδικασίας. Πόζες με το μικρόφωνο σε ρόλο δονητή, ψεύτικη συνουσία με το αριστερό ηχείο της σκηνής και η στάση του σώματός του στα τέσσερα ήταν μόλις οι πιο προκλητικές του στιλιστικές εμφανίσεις, ενώ οι μουσικοί του είχαν πραγματικά ρόλο filler, μόνο και μόνο για να μην είναι μόνος του πάνω στη σκηνή: δεν τους έδινε καμία απολύτως σημασία - αντιθέτως εκείνος έδινε μια παράσταση για το κοινό του, με κρυστάλλινο, δυνατό ήχο, μέσα από λευκά δωμάτια από λάτεξ, φτερά και πούπουλα, πάμπολλους ωραίους φωτισμούς και μια ασημένια χιονοθύελλα που έκανε το μακιγιάζ του να πάει περίπατο.



Η διασκευή της βραδιάς ήρθε τρία κομμάτια πριν το τέλος και δεν ήταν άλλη από το "Sweet Dreams" των Eurythmics, αν και θα προτιμούσα κάτι από Doors, η οποία ξεσήκωσε και τον πιο δύσκολο ακροατή, ενώ όλες οι φωνές έγιναν μία στο ρεφρέν, με τον Manson να ευχαριστιέται τα αποτελέσματα των καμωμάτων του: κατάφερε με το παραπάνω να γίνουμε θεατές των πιο αρρωστημένων ονείρων μας κι εκείνος απλά να είναι οπτικά στη θέση μας. Το κομμένο του χέρι όμως φάνηκε πως συνέχισε να αιμορραγεί μετά το ελαφρύ κόψιμο των φλεβών του στον δεξί καρπό με μπουκάλι που έσπασε στη βάση του μικροφώνου του επί σκηνής, κάτι που είχε συμβεί κατά τη διάρκεια του "If I Was Your Vampire", κι έτσι έσπευσε να κατευθυνθεί στα παρασκήνια, για να ακολουθήσει έπειτα το τελευταίο και πασίγνωστο "The Beautiful People", κάνοντας μας να βάλουμε στο υποτιθέμενο encore μια μεγαλόπρεπη απουσία.

Setlist:
"Intro" / "Four Rusted Horses" / "Pretty As A Swastika" / "Disposable Teens" / "Irresponsible Hate Anthem" / "The Love Song" / "Arma-goddamn-motherfuckin-geddon" / "Leave A Scar" / "Rock Is Dead" / "The Dope Show" / "Great Big White World" / "WOW" / "Sweet Dreams (Eurythmics cover)" / "Rock 'N' Roll Nigger" / "If I Was Your Vampire" / "The Beautiful People"

Με τα τελευταία 75 λεπτά να ανήκουν πλέον στο παρελθόν και τους δυο γερμανόφωνους παρουσιαστές του φεστιβάλ να ευχαριστούν εκ μικροφώνων όλους εμάς που τιμήσαμε φέτος το Graspop Metal Meeting '09, δίνοντας ραντεβού για του χρόνου (κάτι τέτοιο πρέπει να είπαν), και κάποιους απτόητους οπαδούς του Marilyn Manson να ζητούν και να γιουχάρουν για το encore που δεν έγινε ποτέ, το φεστιβάλ έφτασε επιτυχώς στο τέλος του, κι εμείς, γεμάτοι αναμνήσεις, καλές στιγμές, μουσική και σωματική εξάντληση, πήραμε το δρόμο του γυρισμού, με τη βοήθεια της τοπικής τροχαίας που βρισκόταν στον κεντρικό δρόμο έξω από τον χώρο του φεστιβάλ, με σκοπό να διευκολύνει την επιστροφή όλων των ταξιδιωτών, με ευγένεια και χαμόγελο (ορίστε;). Παράπονα, δυστυχώς, δεν έχω, όσο κι αν προσπάθησα, από τη διοργανώτρια εταιρεία, που είχε προνοήσει για άτομα με κινητικές δυσκολίες (με υπερυψωμένα decks, όπου μπορούσαν να παραβρεθούν με τους συνοδούς τους), φτηνό φαγητό και μπίρα (όχι όμως και νερό), ανθρώπινες τουαλέτες και το ενδεχόμενο βροχής στην ανοικτή μεγάλη σκηνή, κάνοντας με να αναρωτιέμαι γιατί όχι κι εδώ. Με εισιτήριο μόλις 135 ευρώ και για τις τρεις ημέρες του φεστιβάλ, συμπεριλαμβανομένου στηn τιμή δωρεάν πάρκινγκ και κάμπινγκ, ιδανική τοποθεσία και άψογη οργάνωση, σίγουρα μπορώ να πω πως οι Βέλγοι με έκαναν «πελάτη» και, σίγουρα, «δεν υπάρχουν»! Graspop, θα τα ξαναπούμε του χρόνου...

 

 

Μαρία Βουτυριάδου

 

 

  • SHARE
  • TWEET