War On Women

Wonderful Hell

Bridge Nine (2020)
Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 23/11/2020
Ο τρίτος δίσκος των War On Women κάνει τα δύσκολα εύκολα με ιδιαίτερη ευχέρεια στο απαιτητικό ιδίωμα του punk rock
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Μερικές φορές τα πράγματα μπορούν να γίνουν αρκετά ξεκάθαρα όσον αφορά τις απαιτήσεις των ακροατών από ένα ιδίωμα. Οι απαιτήσεις αυτές βεβαίως, επιβάλλεται να μην σχετίζονται με διάφορες παραφιλολογίες όπως το αν το punk rock παραδείγματος χάρη, είναι συγκριτικά πιο άτεχνο από άλλα είδη μουσικής. Αντιθέτως, όταν κάτι, όπως το τι επιζητά κανείς σε έναν καλό punk δίσκο, είναι τόσο σαφές και ευδιάκριτο, μετατρέπει αυτομάτως την αναζήτηση, σε μια, εν πολλοίς, πλεύση σε ωκεανούς μετριότητας και συμβατικότητας.

Οι War On Women κυκλοφόρησαν πριν λίγες εβδομάδες τον τρίτο τους δίσκο. Το ύφος τους, είναι αυτό του στιβαρού, κιθαριστικού, μελωδικού hardcore punk. Έπειτα από ένα ντεμπούτο με το οποίο έκαναν ιδιαίτερη αίσθηση, και έναν διάδοχο που πιστοποίησε τη θέση τους στο σύγχρονο στερέωμα ενός ιδιώματος που φαίνεται να παίζει με σημαδεμένη την τράπουλα από όταν κυκλοφόρησαν οι Bad Religion το "Suffer", το συγκρότημα επιστρέφει με τον τρίτο του δίσκο. Επιστρέφοντας στην εισαγωγή αυτής της παρουσίασης, θα τονίσω εκ νέου το πόσο δύσκολο, φαινομενικά, καθώς εν τέλει το πώς προσλαμβάνει κανείς ένα καλλιτεχνικό έργο είναι πολυσύνθετο και σχετικό, είναι να κυκλοφορήσει σήμερα, ένας άμεσος, πιασάρικος, αρκούντως «μουσικός» και κυρίως στοχευμένος, punk rock δίσκος.

Η έναρξη του "Wonderful Hell" με το "Aqua Tofana" όμως τοποθετεί όλες τις εικασίες σε δεύτερη μοίρα. Οι War On Women θα εισάγουν τους ακροατές στον κόσμο τους με καταιγιστικό τρόπο και με ένα από τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου. Τα riff και τα lead, θα συνεχίσουν καθ’ όλη τη διάρκεια του δίσκου να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, μιας και οι, ανά στιγμές ιδιαίτερα έντονες heavy metal επιρροές ανεβάζουν την ένταση. Ταυτόχρονα, οι φωνητικές γραμμές καθώς και η ποικιλία όσον αφορά τις ταχύτητες, που κινούνται κατά βάση ανάμεσα σε mid και up-tempo, συνεισφέρουν τα μέγιστα στην εύκολη αποστήθιση του δίσκου. Ειδικά ο τρόπος που τα τύμπανα σιγοντάρουν τα εξαιρετικά φωνητικά της Shawna Potter, που εύστοχα γίνονται ο δούρειος ίππος των εξαιρετικών, πολιτικοποιημένων και φεμινιστικών της στίχων, επιτρέπει στο "Wonderful Hell" να μην τοποθετεί την οργή του σε δεύτερη μοίρα έναντι της μελωδικότητας.

Η συνέχεια του άλμπουμ με την αλληλουχία των "Milk And Blood" και ομότιτλου, φαινομενικά παρουσιάζει μια εμπροσθοβαρή τάση στην οργάνωση του δίσκου. Οι στιγμές αυτές όμως, αν και από τις κορυφαίες του δίσκου, δεν αποκαλύπτουν την πραγματική του δυναμική, η οποία δεν είναι άλλη από την, εντός των προβλεπόμενων ορίων, ποικιλομορφία που παραθέτει η ροή του. Το "This Stolen land" στηλιτεύει τη μεταναστευτική πολιτική των Η.Π.Α., με έναν τόσο μονολιθικό τρόπο, που η απλοϊκή του δομή καθώς και ρεφραίν, συσσωρεύουν ενός διαφορετικού είδους οργή, αυτή όπου δεν θέλει τεχνάσματα ή περιτυλίγματα, είναι αγνή, ειλικρινής, αληθής. Η συνέχεια δε, με το "White Lies", το οποίο είναι και η κορυφαία στιγμή του άλμπουμ, φωτίζει, εκ νέου, το θέμα της αστυνομικής βίας και του συστημικού ρατσισμού. Οι War On Women συνθέτουν οργισμένη αλλά μελωδική μουσική, με τον απαιτούμενο όγκο και πάθος ώστε η εκφορά του "and if the bastards grind you down, become a diamond and cut them all" να είναι συγκλονιστική.

Το "Wonderful Lies" διαφέρει από περιπτώσεις όπως τα φετινά, εξαιρετικά άλμπουμ των Anti-Flag και Bad Cop/Bad Cop, γιατί φέρει τις, ανά στιγμές crossover, επιρροές του στο προσκήνιο με έναν ισορροπημένο τρόπο. Τα "Big Words" και "Seeds" βασίζονται στα κιθαριστικά θέματα, ενώ το "Her?", που ακολουθεί την ίδια συνταγή, διαφέρει αισθητά από τη συγκεκριμένη συνομοταξία, επειδή το «νεύρο» του συνδυάζεται με συνθετική οργή και διάχυτη ειρωνία. Προσωπικά, μου δημιούργησε συνειρμούς με τους Soakie. Όμως, η τάση των War On Women να πραγματώνουν τις διαθέσεις τους με μια τόσο συμπιεσμένη παραγωγή, στερεί από το αποτέλεσμα. Το μπάσο, αν και εύηχο δεν επεκτείνει τον όγκο, ενώ συχνά οι μελωδίες πνίγονται από τα πρίμα ρυθμικά μέρη. Αντιθέτως, το γεγονός πως τα φωνητικά, δεν βρίσκονται μπροστά στη μείξη, δημιουργεί ένα ιδιαίτερα συμπαγές αποτέλεσμα.

Η τελευταία δυάδα του άλμπουμ, το μετατρέπει σε πιο προσωπική υπόθεση, επισφραγίζοντας την ικανότητα των War On Women να συνθέτουν το punk rock του σήμερα. Το "The Ash Is Not The End", θα θυμίσει, όπως και αρκετά σημεία της δισκογραφίας της μπάντας τους μέγιστους Propagandhi, αλλά αποπνέει ταυτότητα, και αξίζει να ακουστεί από τους λάτρεις του ήχου, όντας μια από τις καλύτερες συνθέσεις της μπάντας. Το ατμοσφαιρικό, σκοτεινό και σχεδόν grunge, κλείσιμο με το "Demon", αφού κλείσει το μάτι στα πιο πειραματικές επιρροές, υπενθυμίζει πως η ευδιάθετη και οργισμένη πλευρά του punk δεν είναι αφελής, αλλά μια συνειδητή επιλογή των καλλιτεχνών ώστε να μετατρέψουν τις ανησυχίες τους σε εργαλείο χειραφέτησης.

Οι War On Women δεν θα συγκλονίσουν μουσικόφιλους εκτός του ιδιώματος στο οποίο κινούνται. Θα συνεχίσουν όμως να επηρεάζουν θετικά τις ζωές και τους κόσμους όσους έχουν έρθει σε επαφή με το έργο τους. Θεωρώ πως δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να συγκρίνω το άλμπουμ με τους προκατόχους του. Οι War On Women ηχούν εξαιρετικά απαραίτητοι, επίκαιροι και ουσιώδεις, συνθέτουν τραγούδια που μπορεί κανείς να ταυτιστεί, να ξεσηκώσει μια καλώς εννοούμενη, «υπέροχη κόλαση», να δώσουν φωνή σε μια εποχή που αυτή πνίγεται από την ανασφάλεια. Απλώς, στην πορεία, συνθέτουν και έναν από τους καλύτερους punk rock δίσκους της εποχής.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET