Chickn: «Η Σκηνή είναι για κολεγιόπαιδα, υπάρχει ταξικός φραγμός»

Ένα ράθυμο πρωινό, σε ένα δισκάδικο, δύο συντάκτες και ο Άγγελος Κράλλης προσπαθούν να βάλουν σε τάξη μία συνέντευξη-τζαμάρισμα. Ένας τα κατάφερε, μαντέψτε ποιος

Από τους Τόνια Πετροπούλου, Κώστα Σακκαλή, 24/11/2016 @ 12:41

Η γενική αποδοχή τόσο των πιο πρόσφατων συναυλιών τους όσο και (κυρίως) της πρώτης τους ολοκληρωμένης στούντιο δουλειάς έχει κάνει τους Chickn το πιο πρόσφατο talk of the town. Για τη ματαιότητα τέτοιων (και άλλων) τίτλων και τις απατηλές υποσχέσεις που κρύβουν, για τη Σκηνή του σύγχρονου αθηναϊκού underground και για τη μουσική δημοσιογραφία στην Ελλάδα μας μίλησε εις εκ των βασικών μελών των Chickn. Από αυτές τις απαντήσεις του, αλλά κυρίως από την ανάλυσή του για τον τρόπο που επιλέγουν να δουλεύουν οι Chickn και η παρέα που τους συμπληρώνει, μπορεί κανείς πολύ πιο εύκολα όχι μόνο να κατανοήσει το παρόν του συγκροτήματος αλλά και να αναμένει τη μόνη υπόσχεση που δίνουν για το μέλλον. Την έκπληξη.

Chickn

Κ.Σ.: Ξεκινώντας με τις αναγνωριστικές ερωτήσεις για να μπούμε και σε ρυθμό. Ποιος είναι ο πυρήνας των Chickn και τι προσφέρει δημιουργικά στο συγκρότημα πριν μπουν οι εξωτερικοί παράγοντες;

Αυτήν τη στιγμή ο πυρήνας είμαστε εγώ, ο Παντελής Καρασεβντάς που παίζει κρουστά και ο Βαγγέλης Ασλανίδης που παίζει τύμπανα. Όταν ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε την μπάντα εγώ και ο Βαγγέλης και ψάχναμε να βρούμε ένα τρίτο μέλος, δεν ψάχναμε όργανο, ψάχναμε ένα mentality, έναν άνθρωπο που να μπορεί να δώσει αυτό που έχει στο κεφάλι του. Δεν ψάχναμε απαραίτητα μπασίστα που είναι η κλασική φόρμα ενός πυρήνα μίας μπάντας. Αυτό που προσφέρει ο καθένας μας είναι ο χρόνος του, το πρώτο και βασικότερο. Είναι μία υπόθεση που απαιτεί πάρα πολύ χρόνο το να μπορείς να οργανώσεις τόσους μουσικούς και να πεις ποιος θα παίξει και πότε και να στήσεις το concept του κάθε live. Ακούγεται πολύ και στον δίσκο νομίζω, το ότι υπάρχει ένας κρουστός και ένας ντράμερ στον πυρήνα. Και οι πολυρυθμίες που χρησιμοποιούμε και οι ρυθμικές εναλλαγές και τα σχήματα είναι βασικός πυλώνας.

Κ.Σ.: To mentality που λες ότι ψάχνατε ποιο είναι, τι αναζητούσατε;

Ψάχναμε έναν άνθρωπο ακόμα, γιατί το τρίο, πέρα από τον καταμερισμό εργασίας που προσφέρει, είναι ένα σχήμα το οποίο δουλεύει με πολύ διαφορετικό τρόπο από όλα τα άλλα, από το να είναι τέσσερις ή δεκατέσσερις ας πούμε. Για μένα το τέσσερις με δεκατέσσερις έχει πολύ μικρότερη διαφορά από ότι το τρίο με κουαρτέτο. Ψάχναμε έναν ακόμα άνθρωπο, μπασίστα είχαμε στο μυαλό μας και αργότερα όσο δεν βρίσκαμε το αφήσαμε τελείως ανοιχτό και βρέθηκε ο Παντελής ο οποίος δεν είχε ξαναπαίξει κρουστά πριν τους Chickn, ήταν ντράμερ.

Τ.Π.: Νομίζω ότι τα κρουστά έκαναν και τη διαφορά στον ήχο σας.

Ναι, μπορεί να φαίνεται μικρό, μία πολυτέλεια, δηλαδή μία μέση μπάντα θα προτιμήσει να έχει δύο κιθαρίστες ή κιθάρα - πλήκτρα παρά κρουστά που δεν προσφέρουν κάτι στη μελωδική γραμμή. Αλλά στην ουσία του προσφέρει πάρα πολλά. Υπάρχει και η θεώρηση που λέει ότι τα ντέφια και οι μαράκες προσομοιώνουν τα τζιτζίκια στις πρώτες ηχογραφήσεις και αυτό δημιουργεί μία ασυνείδητη αίσθηση οικειότητας. Είναι κάτι πολύ σημαντικό και στο δικό μας κομμάτι του songwriting και του performance στο live.

Κ.Σ.: Έχω παρατηρήσει και το καταθέτω ως προσωπική άποψη, αλλά νομίζω συμφωνούν και άλλοι, ότι υπήρξε μία μεγάλη βελτίωση τα τελευταία χρόνια. Αν συμφωνείς, είναι το πρώτο σκέλος της ερώτησης και αν το βλέπεις μέσα από κάποιο δημιουργικό πρίσμα το δεύτερο.

Κατά τη γνώμη μου η εξέλιξη είναι συνυφασμένη με τη βελτίωση. Δεν μπορείς να εξελιχθείς αν δεν βελτιωθείς.

Κ.Σ.: Όχι απαραίτητα, μπορείς να εξελιχθείς σε κάτι νέο ακόμα και όταν έχεις αριστεύσει σε έναν ήχο.

Ακόμα και το να φύγεις από έναν ήχο στον οποίο είσαι άριστος σημαίνει ότι μάλλον έχεις κορεστεί κι ας μη φαίνεται αυτό στον ακροατή. Η έννοια της αριστείας γενικά με προβληματίζει, βαριέμαι και λίγο. Υπάρχουν πράγματα που ξέρω ότι μπορώ να κάνω πάρα πολύ καλά και δεν τα κάνω. Είναι πολύ προβλέψιμο. Ας πούμε, μιλώντας σαν τεχνίτης το ένα πράγμα που παίζω πολύ καλά είναι blues. Αλλά δεν υπάρχει και πολύ μέσα στους Chickn αυτό το πράγμα γιατί πολύ απλά ξέρω από την αρχή πώς θα βγει. Θα βγει καλό. Δε θα βγει ποτέ φανταστικό, έχει ένα σταθερό επίπεδο που το φτάνω εύκολα. Θεωρώ δηλαδή ότι η έννοια της αριστείας σε πάει σε ένα comfort zone που σε πάει πίσω μουσικά και πρέπει να ρισκάρεις κάτι για να υπάρχει εξέλιξη. Οπότε το να αρνηθείς έναν ήχο στον οποίο έχεις επενδύσει ή να πεις ότι εγώ τελείωσα και πάω σε κάτι άλλο και μπορεί να είμαι υποδεέστερος είτε τεχνικά είτε σε επίπεδο επεξεργασίας, το αντιλαμβάνομαι και πάλι ως βελτίωση εγώ. Στο δικό μας παράδειγμα, είμαστε μία μπάντα που παίζει πάρα πολύ, έχουμε προβάρει πάρα πολύ όλα αυτά τα χρόνια, δεν είμαστε από αυτές τις μπάντες που προβάρουμε 3-4 φορές το μήνα. Κάνουμε πάρα πολλά live δεδομένων των συνθηκών, γιατί στην Ελλάδα είναι δύσκολο να παίξεις πολύ, στην Αθήνα πάνω από ένα live το μήνα είναι δολοφονικό. Έχουμε ακούσει πολλή μουσική μαζί, συλλογικά και αυτό το πράγμα αντανακλάται. Όποιος περιμένει τον δεύτερό μας δίσκο ίδιο με τον προηγούμενο αλλά καλύτερο, θα απογοητευτεί. Ο οποίος δίσκος δεν θα αργήσει και πολύ να βγει, τελειώνει η σύνθεσή του και θα δρομολογήσουμε μέσα στη χρονιά την ηχογράφηση.

Chickn

Τ.Π.: Εμένα αυτό που με ιντριγκάρει είναι ότι αυτό το τζαμάρισμα που ακούμε στα live δεν αναγνωρίζεται εύκολα στο άλμπουμ ή από live σε live. Είναι σαν κάθε φορά να βάζετε κάτι διαφορετικό στο τραγούδι. Και αλλάζουν και τα άτομα σε αριθμό και σε πρόσωπα.

Είναι ένας μεγάλος λόγος το να μη βαριέσαι γιατί όταν ανανεώνεις το ίδιο σου το κομμάτι... Εμείς, βέβαια, έχουμε μία περίεργη διαδικασία γιατί ξεκινήσαμε να παίζουμε χωρίς κομμάτια όπως και οι περισσότερες μπάντες κατά τη γνώμη μου. Οι περισσότερες που παίζουν αυτήν τη στιγμή στην Αθήνα δεν έχουν κομμάτια. Και αντίστοιχα ξεκινήσαμε κι εμείς και αυτά δημιουργήθηκαν αφού ξεκινήσαμε να παίζουμε και πιάσαμε ένα επίπεδο παικτικό. Ξεκινάς με αυτό που λέω «άσκηση ύφους». «Παίζω kraut, παίζω garage, παίζω ψυχεδέλεια ή punk». Δηλαδή το ζητούμενό σου δεν είναι να επικοινωνήσεις κάτι, έχει να κάνει με το να παίξεις ένα συγκεκριμένο ιδίωμα. Ο σκοπός σου είναι αυτός. Ξεκινώντας, λοιπόν, έτσι, φτάσαμε πολύ γρήγορα σε ένα επίπεδο βαρεμάρας παίζοντας το ίδιο κομμάτι με τον ίδιο τρόπο χωρίς να υπάρχει, όμως, σύνθεση από πίσω, μία μπάντα που να κάθισε και να έκανε songwriting. Φτάσαμε σε ένα σημείο να τζαμάρουμε χωρίς κομμάτια και αυτό το πράγμα μας λύτρωνε, παίζαμε ελεύθερα, δεν παίζαμε κάτι συγκεκριμένο. Κάποια στιγμή συνδυάσαμε αυτήν την αυτοσχεδιαστική διάθεση με έναν πυρήνα ενός κομματιού. Ο δίσκος είναι το εφαλτήριο γι' αυτό, όχι η κατάληξη. Από το δίσκο και μετά μας ξεκίνησε η ανάγκη να παίζουμε με κομμάτια.

Τ.Π.: Οπότε βρήκατε τώρα αυτό που ψάχνατε, αυτός είναι ο ήχος σας που ακούμε στον δίσκο; Δεν θα έχετε μεγάλες διαφορές από εδώ και πέρα;

Θα έχουμε. Ο ήχος είναι της στιγμής εκείνη που συλλαμβάνεται. Το να αναπαράγεις έναν ήχο επικαλούμενος μία συνέπεια είναι τεράστιο λάθος. Για τον δεύτερο δίσκο θα ακολουθήσουμε μάλλον και τελείως διαφορετική παραγωγική διαδικασία. Το mentality, όμως, δεν θα είναι πολύ διαφορετικό. Γιατί τα ζητούμενα που έχουμε παραμένουν τα ίδια.

Κ.Σ.: Παρ' όλα αυτά, μεγάλο πρόβλημα με πάρα πολλά συγκροτήματα είναι ακριβώς ότι μένουν στην άσκηση ύφους. Θεωρώ ότι αυτήν την πορεία, από αυτό το σημείο μέχρι το να έχετε και χαρακτήρα αλλά και μία σύνθεση από πίσω, ίσως όχι κουπλέ-ρεφρέν, αλλά σύνθεση σε κάθε περίπτωση, τη ζήσαμε ζωντανά. Άλλα συγκροτήματα την αφήνουν στο background και όταν πλέον τους βλέπουμε είναι κάτι έτοιμο. Με εσάς ζήσαμε αυτήν την εξέλιξη στη σκηνή.

Είχαμε μία εξωστρέφεια και μία ειλικρίνεια ως μπάντα από την αρχή. Γιατί τίποτα δεν ξεκινούσε ως απωθημένο. Δεν προσπαθούσαμε να καλύψουμε κάτι άλλο, καταθέταμε στις συναυλίες μας αυτό που μας συνέβαινε κάθε στιγμή χωρίς ενοχές.

Κ.Σ.: Απογοητευτήκατε ποτέ αν διαβάσατε για κάποιο live σας αρνητικά σχόλια;

Ξέρεις κάτι, αυτό είναι μία πολύ μεγάλη κουβέντα και έχει να κάνει με μία κριτική της κριτικής. Γενικά έχω διαβάσει αρνητικά σχόλια με τα οποία είμαι πολύ χαρούμενος γιατί είναι πράγματα τα οποία κυρίως έχω ήδη δει εγώ και χαίρομαι όταν βλέπω έναν άνθρωπο να τα βλέπει κι αυτός και να με τραβάει και σε άλλα πράγματα που μπορεί να μην είχα υπόψη μου. Αυτός είναι και ένας από τους ρόλους της κριτικής. Το ζήτημα είναι ότι αυτό γενικά δεν συμβαίνει. Υπάρχει μία επιφάνεια πολύ απόλυτη στην κριτική, δεν μπαίνει between the lines, να κάτσει κάποιος να δει κάτι που δεν είναι προφανές. Να αφιερώσει λίγο χρόνο ή να έχει μία αντίληψη του γιατί κάνει κριτική. Αυτήν τη στιγμή έχει ταυτιστεί με το opinion making που είναι ένα εκπληκτικά μεγάλο λάθος. Και είναι θλιβερό για όλους μας. Και τους μουσικούς και το κοινό. Οπότε γενικά έχω μάθει να κρατάω μικρό καλάθι και στις καλές και στις κακές κριτικές.

Τ.Π.: Το εντοπίζεις κυρίως σε εγχώριο επίπεδο;

Όχι, δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Απλά εδώ το βλέπουμε σε μεγέθυνση γιατί η σκηνή είναι μικρότερη, αφορά λιγότερο κόσμο κι όλα τα πράγματα είναι πάρα πολύ έντονα επειδή ακριβώς η δειγματοληψία σου είναι πάρα πολύ μικρή. Οπότε οτιδήποτε συμβαίνει μπορείς να το δεις πολύ καθαρά, πολύ έντονα και χωρίς προφάσεις, γιατί δεν τις τηρούμε κιόλας στην Ελλάδα.

Κ.Σ.: Εγώ νομίζω ότι μία διαφορά της Ελλάδας υπάρχει μεγαλύτερο interaction μεταξύ μουσικών και δημοσιογράφων.

Έχει να κάνει με το ότι είμαστε χωριό και όλοι ξέρουν όλους, όλοι είναι φίλοι με όλους. Το παίρνω ως δεδομένο αυτό, δεν το αξιολογώ ως θετικό ή αρνητικό. Προφανώς υπάρχει ένα ζήτημα μουσικής παιδείας στην Ελλάδα που δεν υπάρχει τόσο στο εξωτερικό. Εκεί οι άνθρωποι που κάνουν το opinion making στο οποίο αναφέρθηκα ξέρουν από μουσική ή έχουν ακούσει πολλή μουσική και απλά κάνουν μία διαφορετική εργαλιακή χρήση της γνώσης τους. Εδώ δεν συμβαίνει καν αυτό. Και φυσικά παίζει μεγάλο ρόλο και η απλήρωτη εργασία. Είναι πολύ διαφορετικό να πληρώνεσαι για να κάνεις review, είναι πολύ διαφορετικό να είναι το επάγγελμά σου. Ακόμα κι από την άποψη του να εξασφαλίσεις χρόνο, να το πάρεις σοβαρά, να ακούσεις τρεις φορές έναν δίσκο γιατί είναι η δουλειά σου. Όταν το κάνεις για την ψυχή της μάνας σου θα το κάνεις πολύ δύσκολα και είναι αντιληπτό.

Chickn

Τ.Π.: Όσον αφορά το μικρό μέγεθος της «Σκηνής», θεωρείς ότι αυτό βοηθάει να ξεχωρίσουν κάποιοι ή τους τραβάει όλους πίσω;

Κοίταξε, υπάρχει μία εξίσωση που τη ζούμε και τη ζήσαμε από την πρώτη στιγμή. Δηλαδή με το που ξεκινήσαμε να παίζουμε το όνομά μας αναφερόταν δίπλα σε μπάντες που έπαιζαν πάρα πολλά χρόνια, που έπαιζαν καλύτερα από εμάς και αναφερόμασταν ως ισάξιοι. Και μετά όταν αρχίσαμε να παίρνουμε τη θέση μας, να κερδίζουμε έδαφος σε αυτό που λέμε «Σκηνή», το ζήσαμε από την ανάποδη να αναφέρονται νεότερες μπάντες δίπλα μας που έχουν κάνει σαφώς λιγότερη δουλειά. Είναι άσχημο και απόλυτο με έναν τρόπο αλλά είναι ίδιον αυτής της κατάστασης. Αυτό που λένε για τα χλωρά και ξερά, ε, τώρα δεν είναι η ώρα να ξεχωρίσουνε. Κι αυτό έχει αντανάκλαση στη βιωσιμότητα της μουσικής. Είναι πολύ διαφορετικό να παίζει μία μπάντα με είκοσι χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας και μία σοβαρή δισκογραφία, κάποιο επίπεδο παικτικό, με μία που κάνει απλά το χόμπι της. Είναι παραπάνω από ΟΚ να παίζεις μουσική μία φορά την εβδομάδα για να ξεδώσεις. Απλά θα έπρεπε να υπάρχουν οι προσλαμβάνουσες αυτό να το αντιληφθεί κάποιος ως κάτι άλλο από μία μπάντα η οποία εργάζεται full time πάνω στη μουσική της.

Κ.Σ.: Ουσιαστικά η «Φάση» και η «Σκηνή» εξισώνει συγκροτήματα τα οποία τελικά το μόνο κοινό που έχουν είναι ότι παίζουν ένα rock πιο δύσκολο από αυτό που έχουμε στο μυαλό μας ως εμπορικό.

Το μόνο κοινό είναι ότι δεν παίζουν σκυλάδικο. Το τι είναι εμπορικό είναι common misconception. Για να καταλάβεις, εμείς τον δίσκο μας δεν τον θεωρούμε progressive. Κι εγώ συγκεκριμένα επειδή έχω ακούσει και λίγο progressive μουσική οριακά θα ντρεπόμουνα να τον χαρακτηρίσω progressive. Παρ' όλα αυτά το μεγαλύτερο feedback που έχουμε πάρει, όχι από την Ελλάδα, από έξω, είναι από progressive Τύπο, blogs κτλ. Δεν υπάρχουν τα όρια πλέον.

Κ.Σ.: Υπάρχει, όμως, κάτι πολύ πρακτικό που τα ορίζει αυτά, το αν οι Chickn για παράδειγμα θα έπαιζαν στον Red FM ή σε ένα μπαράκι που παίζει rock γενικώς. Γύρω από αυτό, λοιπόν, μαζεύεται μία ομάδα συγκροτημάτων και δημιουργεί τη «Σκηνή». Αυτό το γεγονός τους εξασφαλίζει ίσως μία βιωσιμότητα αλλά μουσικά δεν κολλάει απαραίτητα.

Βιωσιμότητα δεν δίνει. Θα σου πω ποιοι είναι οι δύο παράγοντες που για μένα δίνουν βιωσιμότητα σε μία οποιαδήποτε σκηνή. Ο πρώτος και σημαντικότερος είναι ο εκδημοκρατισμός της έκφρασης που σημαίνει ότι μία μπάντα που παίζει στο υπόγειο μίας εργατικής πολυκατοικίας έχω μία «Α» ευκαιρία να ακουστώ. Σε εμάς δεν συμβαίνει αυτό, είναι μία Σκηνή για κολεγιόπαιδα, είτε μας αρέσει είτε όχι. Είναι μία πραγματικότητα. Το πανκ δεν είναι έτσι. Το μέταλ, το χιπ χοπ δεν είναι έτσι. Είναι μία μουσική που έχει μία συγκεκριμένη απεύθυνση αφενός και αφετέρου είναι και ακριβό σπορ. Είναι gear-oriented μουσική, την παίζουν gearheads που έχουν καλό εξοπλισμό, είναι ζητούμενο πολύ ο ήχος, η ποιότητα των ηχογραφήσεων... Κι αν το δεις και με όρους μουσικής βιομηχανίας είναι η Σκηνή που εκτόπισε το lo-fi, που το έκανε να φύγει ως μόδα, ως trend, ως άποψη και το αντικατέστησε με ένα vintage-oriented, high end πράγμα. Υπάρχει ξεκάθαρος ταξικός φραγμός στη μουσική που παίζουμε. Αν δεν έχεις λεφτά, αν δεν έχεις δικτύωση δεν μπορείς να παίξεις αυτήν τη μουσική.

Το δεύτερο που ορίζει τη βιωσιμότητα μετά τον εκδημοκρατισμό είναι οι μπάντες που θα ξεχωρίσουν και θα μπορέσουν να εκφράσουν το zeitgeist εκείνης της στιγμής να μπορούν να ζήσουν ή να συντηρήσουν αυτό που κάνουν. Δεν συμβαίνει τίποτα από τα δύο.

Κ.Σ.: Δεν υπάρχει strength in numbers;

Όχι. Έτσι όπως το ζούμε εμείς τουλάχιστον, από τη δική μας εμπειρία.

Κ.Σ.: Υπάρχουν συγκροτήματα ελληνικά της «Σκηνής» που παίζουν ένα συγκεκριμένο στυλ ή προσομοιάζουν σε έναν ήχο που αντιστοιχεί σε ξένα συγκροτήματα σύγχρονα ή παλαιότερων δεκαετιών. Πώς δικαιολογείς ότι συχνά αυτοί που στηρίζουν τα ελληνικά συγκροτήματα τα αντίστοιχα ξένα τα σνομπάρουν; Είναι τελικά φίλοι της μουσικής ή της «φάσης» και του hype;

Είσαι ξεκάθαρα φίλος του χ,ψ συγκροτήματος αλλά εγώ αυτό δεν το κατακρίνω. Μπορείς να ακούσεις μουσική και να σε αφορά με πάρα πολλούς τρόπους. Αντιλαμβάνομαι τον άνθρωπο ο οποίος έχει αφιερώσει τον εαυτό του στην ακρόαση. Έχει ας πούμε μία δισκοθήκη στο κεφάλι του. Υπάρχει και ένας άλλος που τον σέβομαι πάρα πολύ και είναι η μουσική ως social occasion. Είναι μία συνθήκη κοινωνικής συνάθροισης. Το live πέρα από το να πας να ακούσεις μουσική έχει και μία κοινωνική έκφανση. Να πάρεις την κοπέλα σου ή το αγόρι σου, θα ντυθείτε καλά, θα γνωρίσετε κόσμο… Έχει κι αυτό ένα ειδικό βάρος που το δέχομαι πάρα πολύ. Είναι ελιτίστικη η άποψη που λέει ότι μουσική δικαιούνται να ακούν μόνο όσοι έχουν το Pitchfork μέσα στο κεφάλι τους να τρέχει. Συμβαίνει δηλαδή αυτό που λες, αλλά it’s ok.

Κ.Σ.: Η ερώτηση έχει όμως να κάνει και με αυτό που λέγαμε προηγουμένως και το κατά πόσο είναι βιώσιμη η «Σκηνή». Ένας άνθρωπος που έρχεται για το social occasion, το οποίο όπως λες είναι σεβαστό, μεθαύριο θα μεταφερθεί σε κάποιο άλλο είδος.

Όχι απαραίτητα, αν αυτό το πράγμα το χτίσεις με έναν τρόπο. Δεν ευθύνεται για μένα ακριβώς το κοινό ή ακριβώς οι μπάντες, είναι επανατροφοδοτούμενο. Είναι ένας κύκλος όπου ο ένας δίνει στον άλλον. Αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει μία «Σκηνή» που έχει μία αυταξία. Είναι κάτι το οποίο προτείνεται από κάποιους τρίτους που εξυπηρετεί άλλου είδους πλάνα. Δεν είναι συνωμοσιολογικό αυτό που λέω, κάποιος βγάζει λεφτά από αυτό. Εμείς σίγουρα όχι, εσείς σίγουρα όχι, οι δισκογραφικές επίσης σίγουρα όχι. Κάποιος όμως βγάζει. Όχι πολλά λεφτά, δεν πλουτίζει κιόλας. Το ζήτημα είναι να αποκτήσει αυτό το πράγμα ένα ειδικό βάρος, μία υπόσταση που τον άνθρωπο που θα έρθει, με το όποιο mindset, να δει ένα live, να τον κρατήσει. Θα πρέπει να υπάρχει και μία μουσικότητα η οποία ίσως λείπει. Πρέπει ό,τι κι αν συμβαίνει όταν είσαι στη σκηνή, όποιο και να είναι το social occasion το Α και το Ω στο μυαλό σου να είναι το να παίξεις μουσική, όχι το να κάνεις το after party μετά. Χτίζεται αυτό σιγά σιγά. Βλέπω ανθρώπους και μπάντες που τους αφορά πάρα πολύ αυτό που κάνουν και δεν το κάνουν τυχαία και δεν θα μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο.

Chickn

Τ.Π.: Όλα τα παιδιά ξεκίνησαν με αυτό το σκεπτικό όμως. Κάποια μπορεί να το έχασαν στην πορεία.

Νομίζω ότι αν αυτό το έχεις πιάσει στιβαρά στο κεφάλι σου, να το έχεις σκεφτεί λίγο, να ξέρεις τον λόγο για τον οποίο κάνεις μουσική, πράγμα που δεν είναι εύκολο, μετά δεν φεύγει. Το ζήτημα είναι ότι αυτό δεν συμβαίνει γιατί πολύ απλά υπερκαλύπτεται από άλλου είδους πράγματα. Για παράδειγμα το ξέσπασμα της indie στην Αθήνα από το 2006 μέχρι το 2010 ήταν ένα σύστημα διακίνησης μουσικής από τα live-άδικα, από τον Τύπο, από το free-press, που το βάζω σε εντελώς διαφορετική κατηγορία από τον Τύπο, από τις δισκογραφικές... Που όλοι υπόσχονταν στις μπάντες ότι κάτι θα συμβεί. Και όχι μόνο θα συμβεί αλλά δεν χρειάζεται και να κάνουν κάτι παραπάνω αυτές, αυτό που ήδη κάνουν αρκεί. Δεν χρειάζεται να γίνεις καλύτερος, δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις άλλο, είναι ένα εύκολο «κάτι». Είτε αυτό το «κάτι» ήταν υπόσχεση απολαβών, είτε ζήτημα social currency, το να είσαι cool...

Τ.Π.: Δεν έχει αλλάξει, όμως, αυτό, απλά άλλαξε είδος μουσικής.

Πέρα από το ότι άλλαξε είδος μουσικής, θα σε καλέσω να σκεφτείς όλες αυτές τις μπάντες που ανέφερα και να δεις που βρίσκονται σήμερα. Δεν βρίσκονται πουθενά. Και δεν το χρεώνω αποκλειστικά στις μπάντες, είναι υπεύθυνες φυσικά γιατί φάγανε παππά, αλλά κάποιος τους τον πούλησε αυτόν τον παππά. Ένα ολόκληρο σύστημα διακίνησης της μουσικής, από το live-άδικο μέχρι τον promoter μέχρι το οτιδήποτε. Θυμάμαι την περίοδο που είχε έρθει η Blogothèque στην Αθήνα για να γυρίσει το clip για τη Σκηνή. Τότε εγώ δεν έπαιζα μουσική σε μπάντα αλλά είχα πολλούς φίλους που παίζανε και είχαν ένα χαμόγελο και μία προσδοκία ότι έπιασαν την καλή επειδή ήρθε η Blogothèque και θα τους τραβήξει και ότι ο δρόμος από εδώ και πέρα θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Και υπάρχουν acts που το τελευταίο πράγμα που τους συνέβη ήταν αυτό το clip στο Booze. Έπαιξε παππάς μεγάλος. Και μπορεί ακόμα το λάδι που κινεί τη μηχανή να είναι το social currency και το να περπατάς και να σε αναγνωρίζουν στην Πρωτογένους, αλλά δεν είναι τόσο μαζικό, δεν αφορά μία ολόκληρη Σκηνή αυτό το πράγμα, είναι δακτυλοδεικτούμενοι αυτοί που το κάνουν αυτό, ξέρουμε τα ονόματά τους και που μένουνε.

Τ.Π.: Εννοείς κάποιοι που συμμετέχουν σε πολλά συγκροτήματα και γίνονται λίγο μαϊντανοί;

Γελάμε με αυτό γιατί προφανώς συμβαίνει και σε εμάς, συμβαίνει σε όλους. Είναι τόσο λίγοι κάποιοι μουσικοί. Ας πούμε ντράμερ, πάρα πολύ λίγοι. Μπασίστες ακόμα λιγότεροι. Είναι σαν τα χωριά με τις αιμομιξίες, μετά από κάποιο σημείο διαπιστώνεις ότι υπάρχει πρόβλημα γενετικής. Δεν γίνεται αλλιώς, μαθαίνεις να ζεις με αυτό, ειδάλλως δεν θα παίξεις. Μακρινά ξαδέρφια να 'ναι και είμαστε καλά (γέλια). Αυτό υπάρχει και δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε κάποιον γι' αυτό.

Κ.Σ.: Με αυτήν την αφορμή ας γυρίσουμε στους Chickn. Είχα την απορία όταν έλεγες προηγουμένως ότι κάνετε πολλά πράγματα μαζί σαν μπάντα, πρόβες ή το να ακούτε μουσική, οι περιφερειακοί μουσικοί πώς συμμετέχουν σε αυτήν τη διαδικασία;

Έχουμε ανθρώπους που παίζουμε μαζί μουσική και είναι πάρα πολύ καλοί μας φίλοι και έχουμε και άλλους που δεν είμαστε φίλοι. Δεν θα βγούμε να πιούμε έναν καφέ μαζί. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν παίξει που δεν θα έπαιζαν αν δεν ήταν φίλοι μας. Ο βαθμός συμμετοχής είναι πολύ διαφορετικός. Ο Άξιος ας πούμε (σ.σ. o Sir Kosmiche των Baby Guru), με τον οποίο δουλεύουμε πάρα πολύ συστηματικά τα τελευταία δύο χρόνια, μπορεί να μην καταγράφεται ως πυρήνας των Chickn αλλά πολύ μεγάλο μέρος του δίσκου έχει περάσει από τα χέρια του. Οπότε ο βαθμός εμπλοκής του καθενός έχει να κάνει με τη διάθεση του. Απλά πρέπει να είναι καθαρός, να το συμφωνήσουμε πόσο βαθιά θέλει να μπει ο άλλος. Έχουμε πάρει σαν μπάντα ένα μάθημα ζωής που λέει ότι «δεν θα υποχρεώσεις κανέναν να κάνει κάτι που δεν θέλει να κάνει», το αγκαλιάσαμε αυτό γιατί μας συνέβη λίγο άσχημα στην αρχή υπό τη μορφή υπερβολικών απαιτήσεων και μεταξύ μας και προς τρίτους. Είμαστε πάρα πολύ ανοιχτοί όταν προτείνουμε σε κάποιον να συνεργαστούμε και να δουλέψουμε παρέα. Για το live τώρα στο Gagarin δουλεύουμε με τέσσερις κιθαρίστες. Θα ήταν φοβερά παράλογο να δουλεύω με τέσσερις κιθαρίστες και να τους λέω τι να κάνουν. Θα τα έπαιζα εγώ ή θα είχαμε δύο κιθάρες, όχι τέσσερις. Ο λόγος που φωνάζουμε τόσο κόσμο είναι να προσφέρει ο καθένας αυτό που ακούει και την οπτική του γωνία σε αυτό που συμβαίνει. Είναι, λοιπόν, μία πολύ ανοιχτή διαδικασία που συνδιαμορφώνεται και αποφασίζεται από κοινού.

Κ.Σ.: Έχεις σκεφτεί ότι κάποια στιγμή θέλετε να...

Ναι (σ.σ. πριν τελειώσει η ερώτηση για ένα πιο σταθερό σχήμα). Κοίτα, κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις. Ο πλούτος και πλουραλισμός που παίρνεις από αυτό που κάνουμε εμείς είναι από τα λίγα πράγματα που αντικειμενικά ακούγονται στον δίσκο.

Κ.Σ.: Θα σου έρθει κάποια στιγμή σε μία συναυλία, την ώρα που ακούς γύρω σου 2-3 άτομα να βάζουν τη δική τους οπτική στη μουσική σας, να πεις «αυτό δεν είμαστε εμείς»;
Όχι ποτέ. Αυτό μου έχει συμβεί στο παρελθόν ενώ έπαιζα μόνος μου, εντελώς μόνος. Το «ποιος είμαι εγώ» είναι πιο σκληρό. Ένας από τους λόγους που παίζουμε μουσική ως άνθρωποι είναι να διαχειριζόμαστε το ταυτολογικό πρόβλημα που έχουμε ως γενιά. Το «ποιος είμαι εγώ και τι κάνω εδώ» είναι σημείο των καιρών. Αν όχι να το λύνουμε, η μουσική είναι τρόπος να το διαχειριζόμαστε. Δεν έχει συμβεί ποτέ το αντίστροφο.

Τ.Π.: Στο Gagarin θα είναι η πρώτη φορά που θα παίξετε ζωντανά τον δίσκο που έχει διαμορφωθεί μέσα από τις συναυλίες που δώσατε μέχρι τώρα. Πόση απόκλιση θα έχει από αυτό που ακούμε;

Τον δίσκο που ακούτε δεν θα τον παίξουμε ποτέ ζωντανά. Δεν παίζεται αυτός ο δίσκος ζωντανά. Είναι μία απόλυτη στούντιο εκδοχή. Πραγματικά το τσιτώσαμε. Ό,τι μπορούσαμε να πάρουμε, το πήραμε. Κάναμε πράγματα, εν γνώσει μας, που δεν μπορούμε να αναπαράγουμε live. Και ήταν μία πολύ ενδιαφέρουσα αντίθεση. Ήμασταν μέχρι εκείνη τη στιγμή μία αμιγώς live μπάντα που παίζαμε δυόμισι χρόνια χωρίς ολοκληρωμένη δισκογραφία παρόλο που στην Ελλάδα συμβαίνει συνήθως το αντίστροφο. Εμείς το κοινό μας το αποκτήσαμε μέσα από τα live μας και πήραμε έναν κόντρα ρόλο, να μην αναπαράγουμε το σημείο κλειδί στη σχέση μας με τον κόσμο. Και μας βγήκε σε καλό θα πω εγώ. Παρότι δεν άλλαξε πάρα πολύ η μουσική μας, άρχισε να αφορά περισσότερο κόσμο. Έγιναν και επιλογές τέτοιες στη διαχείριση του υλικού που το άνοιξαν πάρα πολύ. Όταν λέμε ότι θα παιχτεί ο δίσκος δεν εννοούμε ότι θα αναπαραχθεί. Εννοούμε ότι θα παιχτεί με τη σειρά όλος ο δίσκος για πρώτη φορά. Υπάρχουν τραγούδια που δεν έχουν παιχτεί ζωντανά ποτέ και υπάρχουν και κομμάτια που δεν θα ξαναπαίξουμε ποτέ.

Κ.Σ.: Γιατί;

Είναι κάποια που τα έχουμε παίξει πάρα πολύ και άλλα που δεν μας ενδιαφέρει να αναπαράξουμε σε live συνθήκη. 

Κ.Σ.: Ποιες είναι οι επιρροές σας και δεν με νοιάζει να μου πεις τόσο πολύ ηχητικά όσο από άποψη φιλοσοφίας και προσέγγισης της μουσικής.

Αυτό που θα πω για μένα, αφού δεν είναι οι υπόλοιποι εδώ, είναι ότι θεωρώ πολύ σημαντικό το τι ακούς όταν γράφεις τον δίσκο σε όλη την παραγωγική του διαδικασία, όχι μόνο στις ηχογραφήσεις. Σε εμάς κράτησε έναν χρόνο. Η μπάντα που μας έχει επηρεάσει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη θεωρώ ότι είναι οι Can. Δώσανε μία πολύ σύγχρονη προσέγγιση στο τι σημαίνει rock την εποχή τους, μάλιστα στις αρχές του '70 στη Γερμανία όπου το rock το βιώνουν σαν μία αντανάκλαση από τη Βρετανία και την Αμερική, δεν είναι σαν το παραδοσιακό τευτονικό rock. Απουσία και προσλαμβανουσών και ερεθισμάτων θεώρησαν ότι είναι η ώρα να χτίσουν αυτό που είναι rock «τώρα» και γι' αυτούς και για το κοινό με έναν φοβερά ευρηματικό τρόπο. Αλλά και προσωπικά όταν άκουσα το "Ege Bamyasi" ήταν η ώρα που άνοιξε το κεφάλι μου στη μέση και χύθηκε στο πάτωμα. Είναι από τα πράγματα που με έκαναν μουσικό. Ήταν και μία καταπληκτική live μπάντα οι Can αλλά από την άλλη εφεύραν το studio looping. Όλο το συγκρότημα τους ακούμε και μας επηρέασαν θεωρώ. Εγώ θα έλεγα και τον Albert Ayler που είναι πολύ αγαπημένος μου. Ο οποίος είναι και ο λόγος που έχει σαξόφωνο ο δίσκος, είναι ένα πολύ μικρό tribute σε αυτό. Πολύ μικρό γιατί είμαστε πολύ μικροί μπροστά στον Ayler. Είναι ο άνθρωπος που κατά τη γνώμη μου τερμάτισε την free jazz. Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων που μπαίναμε στο στούντιο μέρα και βγαίναμε μέρα και δεν ξέραμε πόσες είχαν περάσει όταν ξυπνούσα σπίτι μου έβαζα το "Spiritual Unity" και ένιωθα ελεύθερος. Αυτή η αίσθηση ελευθερίας ήταν μεγάλη επιρροή για μένα παρότι δεν έχω παίξει ποτέ jazz και ούτε πρόκειται.

Κ.Σ.: Κάπου διάβασα ότι το Jetztzeit που χαρακτηρίζει τη μουσική σας είναι μαρξιστικός όρος. Αποκαλύπτει και μία πολιτική θέση;

Υπάρχει από πλευράς μου τουλάχιστον μία μεγάλη προσπάθεια να μην πουλάω τη μουσική μου για επανάσταση και την επανάσταση για μουσική. Παρόλο που εγώ έχω στο κεφάλι μου τέτοιου είδους πράγματα και προβληματισμούς και με αφορά πάρα πολύ ο κόσμος του κινήματος δεν θέλω να τα συνδέσω και να πω ότι είμαστε μία μαρξιστική μπάντα. Αυτό είναι στα όρια του marketing trick οπότε πάει και εντελώς στην άλλη σκοπιά είναι αμιγώς καπιταλιστικό. Και το συγκεκριμένο είναι μεν μαρξιστικός όρος αλλά τον χρησιμοποιεί Walter Benjamin που πέραν των μαρξιστικών καταβολών του είναι από τους πιο ποιητικούς ανθρώπους και τα κείμενά του από τα πιο ποιητικά στην ιστορία της φιλοσοφίας. Οπότε το hook που έχουμε είναι η ποιητικότητα και όχι ο πολιτικός προσανατολισμός.

  • SHARE
  • TWEET