Μανιακός ακροατής, με αδυναμίες που ξεκινάνε από το ακραίο metal και καταλήγουν σε ξεδιάντροπα χορευτικά άσματα, αναζητά διαρκώς, σε παρελθόν και παρόν, μουσικά διαμαντάκια ώστε να τα εντάξει σε κάποια...

Monsterwatch
The Head
Το Seatle συνεχίζει να γεννά σπουδαία σχήματα
Υπάρχουν κάποια σχήματα που απλά σου «κάθονται» με το καλημέρα σας. Έτσι συνέβαινε κι έτσι μάλλον θα συμβαίνει για πάντα. Κι αυτό δεν είναι κάτι που εξηγείται. Απλώς ακούς κάτι και αμέσως σου κάνει κλικ. Πέφτοντας λοιπόν πάνω στους Monsterwatch, έπαθα ακριβώς αυτό. Και νομίζω πως η βασική αιτία είναι πως, πέρα από τα καλά κομμάτια τους και τη σκληρή δουλειά που έχουν ρίξει, πίσω από τις μουσικές τους σου δίνεται η αίσθηση πως κρύβεται κάτι ακόμα: το ήθος και η αλήθεια της underground rock’n’roll σκηνής.
Εξάλλου, η εποχή που το grunge βασίλευε στο Seattle δεν είναι σήμερα απλώς μια ιστορία που συγκινεί, αλλά ένας πραγματικός μύθος - τουλάχιστον για όσους από εμάς δεν ήμασταν αρκετά μεγάλοι (ή Αμερικανοί) ώστε να ζήσουμε όλα αυτά από πρώτο χέρι. Για αυτό λοιπόν κάθε συγκρότημα που μας έρχεται από εκεί - ακόμη και σχεδόν 40 χρόνια μετά -τραβάει την προσοχή μας, ειδικά αν έχει κάτι ουσιαστικό να πει. Όμως, μην βιαστείτε να θεωρήσετε το συγκρότημα "revival", "throwback", και άλλα τέτοια χαριτωμένα καθώς θα πέσετε πολύ έξω, αφού το τρίο μπορεί να χρησιμοποιεί το ίδιο οπλοστάσιο με τους grunge ήρωες, αλλά το εμποτίζει με μια απολύτως σύγχρονη οπτική.
Με το ντεμπούτο τους "The Head" λοιπόν που κυκλοφόρησε την Άνοιξη κατάφεραν να συνδυάσουν την ψυχεδέλεια και το garage rock με το noise rock, χαρίζοντάς μας ένα βρώμικο, ατίθασο, και ταυτόχρονα βαθιά συναισθηματικό ηχητικό κοκτέιλ. Από την πρώτη κιόλας νότα του εναρκτήριου "Animal Cookies" γίνεται σαφές πως εδώ έχουμε να κάνουμε με το Seatle τον Monsterwatch και αυτό είναι ένα απολύτως ξεχωριστό σύμπαν από αυτό που ξέραμε. Αγκαλιάζοντας τους σκληρούς ήχους κιθάρας και τα παραμορφωμένα μπάσα που έγιναν δημοφιλή κατά τη χρυσή εποχή των Nirvana και των Mudhoney, συνδυάζοντάς τα με psych-punk ατμόσφαιρές και post/noise ρυθμούς που κοιτάνε προς τους Metz, τους Idles ή ακόμη και τους A Place To Bury Strangers, και πασπαλίζοντας το τελικό αποτέλεσμα με την fuzzy ψυχεδέλεια των The Black Angels και των Thee Oh Sees, οι Αμερικάνοι πετυχαίνουν να μας χαρίσουν ένα δίσκο που έρχεται για να δώσει ένα βρώμικο φιλί και να αναζωογονήσει με κομμάτια-δυναμίτες την φετινή - μέτρια εδώ που τα λέμε - σοδειά του 2025.
Η κιθάρα του John Spinney λειτουργεί χωρίς αμφιβολία ως βασικός αφηγητής με τα σαρδόνια φωνητικά του να ισορροπούν ανάμεσα στον Cobain, τον Manson, τον Talbot, και τον Rollins, ενώ, από την άλλη, ο μπασίστας Ben Parker γεννά Peter Hook-ικες αντί-μελωδίες, καθώς ο David Cubine βαράει τα ντραμς τους σαν να μην υπάρχει αύριο. Τεράστιο όμως ρόλο παίζει και η παραγωγή. Ο ήχος είναι σκονισμένος και ωμός, σαν να έχει καταγραφεί σε παλιό τετρακάναλο κασετόφωνο. Αυτή η lo-fi αισθητική που όμως, παράλληλα, ξεχειλίζει ένταση, ενισχύει την αίσθηση του αυθορμητισμού, μεταφέροντας τον ακροατή στο κέντρο μιας πρόβας, γεμάτη ιδρώτα και καπνό, καθώς το συγκρότημα τζαμάρει. Και νομίζω πως, με βάση τον ήχο τους, κάλλιστα θα μπορούσες να τοποθετήσεις τον Steve Albini πίσω από την κονσόλα και όλο αυτό θα έβγαζε τέλειο νόημα.
Όσο για το όνομά τους, ο John Spinney επέλεξε τη λέξη "Monsterwatch" από μια πινακίδα στο New Hampshire, από όπου κατάγονται, με τις λέξεις "monster" και "watch" δίπλα-δίπλα σε ένα απόσπασμα του Daniel Webster. Θέλοντας λοιπόν ένα όνομα που να παραπέμπει στην καταγωγή τους αλλά όχι κάτι προφανές, επέλεξαν αυτό, κλείνοντας το μάτι στους συντοπίτες τους. Αν με ρωτάτε θα μπορούσαν να σκεφτούν και κάτι καλύτερο αλλά μικρή σημασία έχει. Εξάλλου, ως γνωστόν, όλα τα καλά ονόματα έχουν πιαστεί εδώ και χρόνια (ή και όχι).
Το "The Head" δεν είναι ένα εύκολο άκουσμα, αυτό είναι βέβαιο. Απαιτεί την προσοχή του ακροατή και την προθυμία του να πάει ένα τσικ πιο πέρα από το κλασσικό rock άκουσμα. Τα κομμάτια που το αποτελούν χτίζουν αργά την ένταση, με επαναλαμβανόμενα riffs και ψυχεδελικά περάσματα, πριν εκραγούν δημιουργώντας τον τέλειο πάταγο. Φυσικά, όπως όλα τα σχήματα με πραγματικό rock’n’roll αέρα, οι Monsterwatch έχουν χτίσει τον ήχο τους και τη φήμη τους μέσα από τα live τους. Όντας ενεργοί από το 2018, είναι γνωστοί για τις σχεδόν βίαιες εμφανίσεις τους, όπου το mosh pit μετατρέπεται σε ένα φιλικό χάος με τους οπαδούς να κάνουν crowd surfing, και το συγκρότημα να παίζει με τα όρια των ηχείων. Και είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πως κατάφεραν να αποδώσουν ακριβώς αυτή την αίσθηση και στουντιακά,
Αν λοιπόν σας αρέσει το πιο θορυβώδες rock που κουβαλάει την ορμή και το ήθος της punk σκηνής, να ακούσετε οπωσδήποτε το "The Head" καθώς συστήνει στο ευρύ κοινό ένα σχήμα που έχει τα προσόντα να παίξει ρόλο στα μουσικά πράγματα στο μέλλον. Αλλά και να μην συμβεί αυτό, σας διαβεβαιώνω πως το ντεμπούτο τους είναι από μόνο του επαρκής λόγος για να τους τσεκάρετε.