The Necks

Disquiet

Northern Spy (2025)
Από τον Θεοδόση Γενιτσαρίδη, 13/10/2025
Αντέχεις να χαθείς σε μια ταινία χωρίς εικόνα, ένα ταξίδι χωρίς προορισμό;
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Προσοχή. Για να ακούσεις αυτόν τον δίσκο, εστω και μία φορα, πρεπει να διαθέσεις παραπάνω από τρεις ώρες!

Καλά καλά δεν τους ξέραμε στην Ελλάδα. Σε λίγο θα κλείσουν σαραντα χρόνια μπάντα βέβαια. Ηρθαν πριν δύο χρόνια, ήρθαν και φέτος. Είχαμε μιλήσει μαζί τους και σίγουρα έχουμε αφιερώσει γραψίματα για τα "Bleed", "Travel", "Three", "Body", "Unfold" σε αυτη την διαδικτιακή μουσική γωνιά.

Τέσσερα κομμάτια που χτίζουν και ξεκτινάζουν φουτουριστικές ελλείψεις και υπνωτιστικές λεπτομέρειες, λένε. Μπαίνεις στον κόσμο τους σαν να ανοίγεις μια πόρτα που δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει. Το νέο άλμπουμ των The Necks δεν ακολουθεί καμία συνταγή. Ειναι επεκτατικό και αυτοσχεδιαστικό. Ειναι μαγευτικό.

Κάθε νότα, κάθε ανάσα, κάθε μικρή διακοπή μοιάζει να έχει επινοηθεί εκείνη τη στιγμή, μόνο για σένα. Για μένα. Αργό, σχεδόν υπνωτικό. Ο Chris Abrahams ξεκινά με πιάνουσες γραμμές που γλιστρούν, ακολουθούμενος από τον Lloyd Swanton που στήνει λεπτές αλλά σταθερές γέφυρες στο μπάσο. Ο Tony Buck στα τύμπανα και τα κρουστά δίνει παλμό, όχι για να επιβληθεί, αλλά για να αφήσει χώρο στη μουσική να αναπνεύσει.

Όλα μαζί δημιουργούν έναν ήχο που φαίνεται ήσυχος στην επιφάνεια, αλλά κρύβει μια αέναη κίνηση, μικρές στροφές, ψιθυρισμένες κορυφώσεις και αναπάντεχες λεπτομέρειες που σε κρατούν κολλημένο. Κοίτα, ακούγοντας το, καλά καλά στο τελος, δεν θυμάμαι τι είχε γίνει στο πρωτο κομμάτι. Είναι μουσική που δεν φτιάχτηκε για να την θυμάσαι, ουτε για να τραγουδήσεις, ουτε για να σκαλώσεις σε κανα ριφάτο σημείο. Εχει στιγμές που μοιάζουν σαν να σταματά ο χρόνος. Οι μακροσκελείς συνθέσεις του δεν έχουν ξεκάθαρη αρχή ή τέλος ρε παιδάκι μου. Χτίζουν διάδρομους μέσα στον ήχο όπου χάνεσαι και ξαναβρίσκεσαι, σαν να περπατάς σε έναν δασώδη χώρο με ομίχλη και φως να διαπερνά τα δέντρα έτσι δειλά από πίσω. Σταματάω γιατι θα το κάνω ταινία με σκοτεινά και σκιερά πλάνα.

Υπάρχουν ήχοι που ακούγονται σαν απόκοσμα κουδούνια, θραύσματα ηλεκτρονικών παλμών, ή μικρά αφηρημένα riffs (ας πουμε ε, μην κράζεις) που φαίνεται να προκύπτουν από τον αέρα. Το καλύτερο κομμάτι του "Disquiet" είναι ότι δεν σε αφήνει να ακούσεις απλώς, αλλά σε καλεί να παρατηρήσεις, να αισθανθείς, να ακούσεις τον χώρο ανάμεσα στις νότες, στους ήχους, στις ιδέες. Δεν υπάρχει κρεσέντο με τον παραδοσιακό τρόπο. Ουτε συνθέσεις. Ουτε τραγούδια. Με πιάνεις;

Οι κορυφώσεις είναι λεπτές, ψιθυριστές, σαν κάτι να ξετυλίγεται αργά και να σε αιχμαλωτίζει σιγά-σιγά. Σαν πέπλο. Είναι ο ήχος της υπομονής, της παρατήρησης, της χαμένης ώρας που αποκτά νόημα. Σκάσε. Αν τα βαριέσαι αυτά, τράβα φύγε ρε. Αν έχεις ακουστικά και χρόνο να αφιερώσεις, γίνεται σχεδόν μαγικό. Σε αφήνει να παρασυρθείς μέσα στο τρίο, να χαθείς στους αυτοσχεδιασμούς τους και να δεις μικρές εκρήξεις ομορφιάς εκεί που δεν τις περιμένεις.

Προσωπικά δεν θα πω ότι ακουσα τον καλύτερο jazz δίσκο της χρονιάς, αλλα σαν εμπειρία, κέρδισε την προσοχή μου και τελικά ανταμήφθηκα με κάτι ζωντανό και ανεξερεύνητο. Γεράσανε αλλά παραμένουν σε κατάσταση δημιουργικής εγρήγορσης, ακόμα. Ξαναλέω, ότι δεν είναι για γρήγορη κατανάλωση. Εδώ θα αράξεις για να χαθείς, να σκεφτείς και να νιώσεις την λεπτομέρεια κάθε ήχου.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET