The Necks @ Ωδείον Αθηνών, 09/12/23

Ήταν μια ξεχωριστή και μοναδική jazz παράσταση

Από τον Θεοδόση Γενιτσαρίδη, 10/12/2023 @ 20:21

Τη βραδιά θα άνοιγε το Costas Baltazanis Trio, αλλά μία ώρα μετά το προγραμματισμένο και αφού ενημερωθήκαμε ότι ο Κώστας έπεσε με την μηχανή και δεν μπόρεσε, δεν κατάφερε να παρευρεθεί, βρέθηκε ένας άλλος Κώστας να τον αντικαταστήσει.

Και τι Κώστας, ήταν ο Κωστής Χριστοδούλου γνωστός σε εμάς και στις σελίδες του Rocking για "Το Πράγμα", μια ορχήστρα του Κωστή που έχει φτιάξει απίθανες πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις. Έτσι λοιπόν οι Δημήτρης Κλωνής (τύμπανα) και Απόστολος Σιδέρης (μπάσο) παρουσίασαν μαζί του ένα πανέμορφο αυτοσχεδιαστικό, καθαρό, παραδοσιακό και «στη μάπα» σαραντάλεπτο χωρίς απορίες, χωρίς πολλές επαναλήψεις, χωρίς κοιλιά και με ένα ξεκάθαρο προσανατολισμό.

Τα κρουστά είχαν πειραματισμούς, το μπάσο ήταν περήφανο και τα πλήκτρα ακολουθούσαν ή οδηγούσαν υπέροχα τις συνδυαστικές ιδέες. Η χημεία, χωρίς να ξέρω αν είχαν προβάρει, αν είχαν ξαναβρεθεί μαζί, φάνηκε καλή. Ήταν ένα δέσιμο που έπεισε το κοινό και ειλικρινά άρεσαν και με το παραπάνω. Σε κόσμο που αυτό το στυλ αρέσει, μπορεί να ήταν και η καλύτερη παρουσία της βραδιάς! Πολλά μπράβο. Ήταν τουλάχιστον απολαυστικοί.

Η ανυπομονησία ήταν αισθητή καθώς το κοινό είχε γεμίσει το αμφιθέατρο Ιωάννης Δεσποτόπουλος, μιας και θα βλέπαμε για πρώτη φορά τους The Necks, τους πρωτοπόρους της avant-garde jazz από την Αυστραλία. Η οργάνωση και ο χώρος που επιλέχθηκε από την Scenius [at] Athens ήταν πραγματικά καλά και ταιριαστά. Η ας το πούμε σκηνή, ήταν στημένη με ελάχιστο εξοπλισμό στο κέντρο του θεατρου, στην μία μεριά τα τύμπανα ακριβώς απέναντι με πλάτη το πιάνο και στην μέση (τους) το κοντραμπάσο. Μεγάλο πιάνο με ουρά για τον Chris Abrahams, ένα κοντραμπάσο για τον Lloyd Swanton και τα τύμπανα για τον Tony Buck.

Καθώς τα φώτα έσβησαν, το τρίο πήρε τις θέσεις του με μια υπερβολικά θερμή υποδοχή από ένα κοινό που φαινόταν να καταλαβαίνει τι θα ακολουθήσει. Η συναυλία εξελίσσετο χωρίς setlist, ένα χαρακτηριστικό στοιχείο των εμφανίσεών τους, όπως μας είπε ο Tony και στην συνέντευξη, καθώς προτιμούν να αφήνουν τη μουσική να εξελίσσεται οργανικά σε αντίδραση με την ενέργεια της στιγμής.

Οι πρώτες νότες από το πιάνο του Abrahams ήταν αργές, χτίζοντας σταδιακά έναν πολύπλοκο ηχητικό πλέγμα. Το κοντραμπάσο του Swanton εισήλθε με μια βαθιά αντήχηση, προσφέροντας έναν σταθερό πυρήνα στις αιθέριες νότες του πιάνου. Το κρουστά και τα χέρια του Buck, αρχικά διακριτικά, άρχισαν να μπλέκονται στον ηχητικό χάρτη, προσθέτοντας ρυθμική πολυπλοκότητα και θα έλεγα σταθερότητα.

Η ικανότητα των Αυστραλών να επικοινωνούν μέσω των οργάνων τους ήταν εμφανής, με κάθε μέλος συντονισμένο με τα υπόλοιπα, πλοηγούμενο στον μουσικό τοπίο με μια κοινή ενσυναίσθηση που προέρχεται από χρόνια συνεργασίας. Το πιάνο επί μισή ώρα έπαιζε την ίδια μελωδία, αλλάζοντας την ένταση και μερικές φορές ανεπαίσθητα την ταχύτητα. Τα δάχτυλα του Abrahams χόρευαν πάνω από τα πλήκτρα του πιάνου όμως, παράγοντας κάτι που σου καρφονώταν. Το κοντραμπάσο του Swanton πρόσθεσε μια σκιώδη ποιότητα και το δοξάρι έδινε έναν ξεχωριστό τόνο, έναν θόρυβο που έκανε περισσότερο post-rock τον ήχο.  

Το κοινό, βυθισμένο στα ηχητικά κύματα, παρά το μονότονο της υπόθεσης και τις πολλές (μερικές φορές πάρα πολλές) επαναλήψεις σε πλήκτρα και κρουστά, φαινόταν να αντέχει. Πολλοί θα το πουν βαρετό, αλλά αυτό κάνει αυτή η τριάδα. Επιμένει, επαναλαμβάνει και χτίζει πάρα πολύ σταθερά και υπομονετικά το κρεσέντο της. Το εντυπωσιακό ήταν ότι έπαιξαν ακριβώς μία ώρα. Μία ώρα μετρημένη. Ούτε μπορώ να φανταστώ αν το μέτρησαν αλλά δεν ήταν ούτε ένα δευτερόλεπτο λιγότερη η περισσότερη η διάρκεια. Ούτε ένα ρε!

Καθώς η συναυλία πλησίαζε στο τέλος της, η ένταση έφτασε στο αποκορύφωμά της. Ο ρυθμός έγινε πιο αποφασιστικός, το μπάσο βαρούσε ή γρατζουνούσε με ενέργεια, και το πιάνο εκτοξευόταν, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Επιτέλους νιώσαμε μερικές στιγμές οτι ακούμε rock μπάντα από τον Καναδά. Μερικά λεπτά η ένταση και ο θόρυβος πραγματικά ήταν εξαιρετικά. Ο αυτοσχεδιασμός έφτασε σε ένα κορύφωμα, που ήταν ξεκάθαρα το καλύτερο σημείο της βραδιάς, δημιουργώντας έναν ηχητικό τοπίο που ήταν ταυτόχρονα προκλητικό και ενθουσιώδες. Η ολοκλήρωση ήρθε με έναν σταδιακό εκφυλισμό, οδηγώντας απαλά το κοινό πίσω από τον φορτωμένο και θορυβώδη ήχο που είχαν δημιουργήσει νωριτερα. Το χειροκρότημα που ακολούθησε δεν ήταν απλώς μια ευγενική αναγνώριση, αλλά μια γνήσια έκφραση ευγνωμοσύνης για τον μουσικό ταξίδι που μας είχε καθοδηγήσει το τρίο.

Ναι, θα το δεχθώ οτι σε σημεία κάποιους τους κουράζουν, ναι θα γράψω οτι μπορεί στο πρώτο μισό να χαλαρώσεις πολύ ή και να βαρεθείς αν δεν έχεις προετοιμαστεί αλλά οι απαλές αντηχήσεις της αυτοσχεδιαστικής τους μαγείας αντηχούν για πολύ συγκεκριμένο λόγο και φάνηκε ξεκάθαρα η μουσική τους ποιότητα.  Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό μουσικό έργο, μια εμφανιση με νόημα και μια μονοτονία που ήξερε τι κάνει. Ήταν μια ιδιαίτερη εξερεύνηση του ήχου και μια απόδειξη των απεριόριστων δυνατοτήτων της μουσικής αυτής.

Φωτογραφίες: Γιώργος Κρίκος

  • SHARE
  • TWEET