Pure Reason Revolution

Hammer And Anvil

Superball (2010)
Από τον Πάνο Παπάζογλου, 20/10/2010
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Σε μια περίπτωση που θα 'πρεπε να διαλέξω, ας πούμε, τα είκοσι καλύτερα album της δεκαετίας που προηγήθηκε, οι Pure Reason Revolution με το "Dark Third" ντεμπούτο τους οπωσδήποτε θα χωρούσαν σε μια τέτοια λίστα. Τόσο φανταστικό album είναι το συγκεκριμένο και ακόμα μεγαλύτερες προσδοκίες άφηνε τότε η μπάντα, με την ακρόαση ενός "The Bright Ambassadors Of Morning" ή ενός "Aeropause", για παράδειγμα. Παρ' όλα αυτά, οι Pure Reason Revolution βιάστηκαν να διαψεύσουν όσους περίμεναν ανάλογη συνέχεια, καταρχάς με το δεύτερο album τους, το περσινό "Amor Vincit Omnia", και εν συνεχεία (αν και κάπως πιο κοντά σε αυτό που θέλουν μάλλον να παίξουν) με το ολοκαίνουριο "Hammer And Anvil".

Για να τα πάρουμε από την αρχή, οι Pure Reason Revolution στο "Dark Third" παρουσίασαν ένα απίστευτο σύνολο συνθέσεων, με παραπομπές κυρίως στους Pink Floyd της ψυχεδελικής περιόδου, τους Radiohead, τους Portishead και τις όμορφες δουλειές των Deus στα μέσα των '90s. Έγχορδα, άψογες ενορχηστρώσεις, ξεσπάσματα με μια Nirvana αισθητική και γενικώς ένα album, το οποίο 3-4 χρόνια αργότερα ακούγεται πρωτότυπο, φρέσκο και μεγαλειώδες. Αυτά με το progressive παρελθόν της μπάντας και περνάμε στο παρόν.

Το "Amor Vincit Omnia", μετά τις τεράστιες προσδοκίες του "Dark Third", φανέρωσε ένα άλλο πρόσωπο της μπάντας. Εκείνο με έφεση στον ηλεκτρονικό ήχο κυρίως, με μια ελαφρά διάθεση πειραματισμού γύρω από trip hop χρωματισμούς και απουσία του πρώιμου, progressive rock στοιχείου τους με συνθέσεις που τραβάνε, προσφέροντας στιγμές μεγάλης καλλιτεχνικής απογείωσης. Η Chloe Alper πέρασε περισσότερο στα πλήκτρα και τα synthesizers (διατηρώντας το μπάσο), βάζοντας στην άκρη το βιολί, και το αποτέλεσμα της νέας φάσης της μπάντας βγαίνει πεντακάθαρα στο καινούριο "Hammer And Anvil". Ένα album που συνεχίζει την εξερεύνηση ηλεκτρονικών πεδίων, πειραματίζεται με βάση την τεχνολογία και δίνει το συνθετικό βάρος στα πλήκτρα. Τώρα οι Radiohead, οι Pink Floyd και οι Deus έχουν παραχωρήσει τη θέση τους αφενός στους Chemical Brothers και από την άλλη στους Electric Light Orchestra της μέσης περιόδου περισσότερο, παραδίδοντας ένα αποτέλεσμα καλύτερο του προκατόχου, αλλά μακριά από τα επίπεδα που έπιασαν με το ντεμπούτο τους.

Το στοιχείο το οποίο ανέκαθεν εντυπωσίαζε, τα διπλά φωνητικά και γενικώς οι φωνητικές αρμονίες της Alper και του Wilcox, φωνάζει «παρών» και στο νέο album, αλλά οι συνθέσεις με τον έντονο pop προσανατολισμό δεν ανταποκρίνονται ιδιαίτερα. Όχι επειδή είναι pop ή electro ή κάτι άλλο μακριά από τα γνωστά τους λημέρια, απλά οι Pure Reason Revolution φαίνεται να προσπαθούν να ακουστούν πρωτότυποι πλέον, με βάση έναν ήχο, ο οποίος τους απομακρύνει κατά πολύ από το "Dark Third" αφενός και από την άλλη φαίνεται ναι μεν να τους πηγαίνει, αλλά δεν παρουσιάζει κάτι το εξαιρετικά πρωτοποριακό ή έντονο. Έχει φυσικά και τις στιγμές του, όπως το "Black Mourning" ή το "Over The Top", που είναι κάπως χαρακτηριστικά του ήχου τους, αλλά ως σύνολο δεν καταφέρνει να ανταποκριθεί. Ή, για παράδειγμα, τα δύο τελευταία κομμάτια αποτελούν ενός είδους αναφορά στο περίφημο ντεμπούτο, καθώς είναι πιο ατμοσφαιρικές και «ορθολογικές» συνθέσεις.  

Εν ολίγοις, το "Hammer And Anvil" είναι ένα σύγχρονο album, ακόμα ένα δηλαδή, το οποίο ακροβατεί μεταξύ άκρατης πειραματικής διάθεσης και προσήλωσης σε έναν κάπως πιο εμπορικό ήχο, χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα και χωρίς ομοιογένεια στις συνθέσεις, μπερδεύοντας πολλά διαφορετικά πράγματα. Προσπαθεί να ζυγίσει electro, rock και ολίγη από prog, αλλά κάπου στην πορεία οι Pure Reason Revolution χάνονται και παραδίδουν ένα album χωρίς σαφή προσανατολισμό.
  • SHARE
  • TWEET