The Necks

Three

Northern Spy (2020)
Από τον Αντώνη Καλαμούτσο, 23/03/2020
Το φως που χορεύει στην επιφάνεια του νερού κι η μουσική που γλιστράει μέσα από τα δάχτυλα
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Σπάνια περίπτωση πρωτοπόρων δημιουργών που παρέμειναν αρκετά στην πιάτσα ώστε να δουν το όνομα και την κληρονομιά τους να αναγνωρίζεται. Το εικοστό πρώτο (!) studio άλμπουμ του σπουδαίου αυτού αυστραλέζικου τρίο έρχεται δύο χρόνια μετά το εξαιρετικό "Body" και λίγους μήνες μετά από τα διαπιστευτήρια της κορυφαίας τους σύμπραξης με τους Swans. Η προσμονή μας δικαιολογημένη, όχι γιατί περιμένουμε σημαντικές στιλιστικές διαφοροποιήσεις αλλά διότι ανυπομονούμε για την ζεστή ηχητική τους αγκαλιά.

Οι καταβολές και οι κατευθύνσεις της μουσικής των The Necks είναι πια γνωστές: πατρίδα τους είναι η jazz, προορισμός τους όμως ένας ανώνυμος και αχαρτογράφητος τόπος όπου η οργανικότητα του ήχου φλερτάρει και ταυτίζεται σχεδόν με το post και το ambient. Φλερτάρει, ταυτίζεται κι ενώνεται. Όσο γνωστή κι αν είναι όμως η συνταγή τους, κάθε νέα τους δουλειά καταφέρνει να εκπλήξει με την φρεσκάδα και την ρευστή της φύση.

Παραμένοντας πιστοί στο δόγμα των τεράστιων διαρκειών, το "Three" περιέχει τρεις συνθέσεις άνω των 20 λεπτών η κάθε μία. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μακροσκελείς αυτοσχεδιασμούς πάνω σε ένα συγκεκριμένο μοτίβο, όπου τα τύμπανα και το κοντραμπάσο των Tony Buck και Lloyd Swanton μένουν καρφωμένα στην κεντρική ιδέα ενώ το πιάνο του Chris Abrahams κινείται και μεταμορφώνεται με έναν τρόπο μινιμαλιστικό, σχεδόν αιθέριο. Σε κάθε σύνθεση των The Necks συνήθως τίποτα καινούριο δεν μοιάζει να συμβαίνει, κι όμως, η αφοσιωμένη ακρόαση θα αποκαλύψει τα παιχνιδίσματα και τις εναλλαγές των ήχων, τις αδιόρατες αποχρώσεις, περίπου όπως το φως του ήλιου χορεύει πάνω σε μια λίμνη.

Εντυπωσιακή είναι η παρουσία των tribal κρουστών στο "Three", καθώς ο Buck - άγνωστο πως - παίζει διάφορα shakers και bells παράλληλα με τα τύμπανα. Σαν αποτέλεσμα, μια εξόφθαλμη πολυρυθμία στολίζει τα tracks, μετατρέποντας το εναρκτήριο "Bloom" σε ένα οργιώδες τέρας που σε μεταφέρει στην καρδιά του οργασμού της φύσης. Είναι ένα track σχεδόν επιθετικό μέσα στην οργασμικότητα του. Το "Lovelock" από την άλλη, επικεντρώνεται σε έναν περίπου αφηρημένο αυτοσχεδιασμό και μια κινηματογραφική έκφραση που ανήκει μερικώς στο avant garde. Και τα δύο tracks είναι εξαιρετικά κατασκευασμένα αλλά δεν προκαλούν το repeat, το πρώτο λόγω φυσιογνωμίας και το δεύτερο επειδή... κάτι τέτοιο μπορούμε να ακούσουμε κι από άλλους καλλιτέχνες. Το "Further" αντίθετα είναι το είδος της σύνθεσης που κάνει τους The Necks τόσο μοναδικούς. Ένα εκπληκτικό groove από τον Buck, η jazzy γραμμή του Swinton και ο «χορός» του Abrahams, έχουν σαν αποτέλεσμα το υπερβατικό μουσικό σύμπαν που μόνο αυτή η μπάντα μπορεί να δώσει και μία μουσική εμπειρία αμίμητη - όσο κι αν η σκηνή του Λονδίνου προσπαθεί να την επαναδιατυπώσει σε modern jazz περίβλημα.

Το "Three" αποτελεί μία ακόμα μοναδική στιγμή στην δισκογραφία των The Necks. Προκαλεί ιδιαίτερα τις νοητικές/θεωρητικές λειτουργίες της ακρόασης και αποτυπώνει ξανά την μοναδική μουσική χημεία των τριών δημιουργών του, αποτυγχάνει ελαφρώς όμως στο να δημιουργήσει μια ενιαία αισθητική εμπειρία ακρόασης, όπως ο έξοχος προκάτοχος του. Η δυνατότητα όμως να ακούμε κάθε καινούρια τους δουλειά είναι προνόμιο, τύχη και καλή μας μοίρα. Να είσαι σίγουρος ότι πολλές από τις μπάντες που γεμίζουν τις λίστες των best κάθε χρονιάς, στήνουν αυτί σε κάθε νέο δίσκο των The Necks προσπαθώντας να αντλήσουν κάτι από την μαγική τους χρυσόσκονη. Εμείς δεν δίνουμε δεκάρα γι' αυτό. Προσπαθούμε να πιάσουμε την μουσική αλλά εκείνη πάντα θα μας γλιστράει μέσα από τα δάχτυλα.

  • SHARE
  • TWEET