Hellhammer performed by Tom G. Warrior’s Triumph Of Death, Primordial, Triumpher, Cursed Blood @ Gagarin 205, 03/02/24

Σε μια βραδιά όπου τιμήθηκαν παρόν και παρελθόν του extreme metal, η συγκλονιστική νεκρανάσταση των μυθικών Hellhammer ξεπέρασε τις ήδη υψηλές προσδοκίες

Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 05/02/2024 @ 15:56

Τι σου είναι η μοίρα. Για έναν extreme metal οπαδό στην Αθήνα, το σενάριο να έβλεπε ζωντανά μέσα σε λιγότερο από δέκα μήνες τον εμβληματικό Tom Gabriel Fischer να παίζει κομμάτια των Hellhammer και των Celtic Frost σε αποκλειστικά σετ, μέχρι πριν μερικά χρόνια θα ήταν όνειρο θερινής νυκτός. Στον αντίποδα βέβαια, και ο ίδιος ο Warrior δεν θα φανταζόταν ποτέ του στο παρελθόν πως κάποια στιγμή στο μέλλον, 40 χρόνια μετά την δημιουργία μιας εφηβικής μπάντας που ηχογράφησε μερικά demo και ένα EP (για τους Celtic Frost όμως τα έχουμε ξαναπεί), θα περιόδευε αποτίοντας φόρο τιμής σε αυτήν. Οι Hellhammer όμως είναι ένα διαφορετικό σχήμα, όχι ένα παιδικό απωθημένο παραδομένο στην αφέλεια και την τυφλή ακρότητα. Ήταν προγεννήτορες ιδιωμάτων, αισθητικής, κινητήριος μοχλός στην εξέλιξη του metal. Ας τα πάρουμε από την αρχή.

Με το πρόγραμμα να τηρείται στο έπακρο, τη βραδιά άνοιξαν οι Cursed Blood. Η τετράδα, αποτελούμενη από έμπειρα μέλη της εγχώριας extreme/hardcore σκηνής, για περίπου 30 λεπτά μας «ζέστανε» για τα καλά. Ωμό, τραχύ παλαιομοδίτικο ρυθμικό death metal, με εμφανείς τις stenchcore/crust απολήξεις, που σε συνδυασμό με τον ξυραφένιο ήχο στις κιθάρες, μετέδωσε στο έπακρο την ατμόσφαιρα που επεδίωκε.

Το υλικό των Cursed Blood, όπως και η κινητικότητα και η ενέργεια που βγάζουν στις ζωντανές τους εμφανίσεις, αποτελούν πάντα ευχάριστη προσθήκη σε κάθε ακραίο billing. Προσπερνώντας όμως τα βάναυσα και καταιγιστικά κομμάτια, οφείλω να ομολογήσω πως όταν έριξαν τις ταχύτητες, οι Cursed Blood έπιασαν προοπτικές που αφήνουν υποσχέσεις για το δισκογραφικό τους μέλλον, τιμώντας και την κληρονομιά του Warrior.

Στην ανακοίνωση της συναυλίας, θεώρησα πως η επιλογή των δύο εγχώριων support σχημάτων έδενε ισομερώς με τους 2 co-headliners. Το σαρωτικό επί σκηνής σαραντάλεπτο των Triumpher, μετέφερε το πεδίο επιρροής στους Ιρλανδούς που έπονταν. Πιο απλά, το επικό, αλλά με γενναίες δόσεις ακρότητας και πολεμικής διάθεσης, old school metal της μπάντας κινείται σε ένα, ομολογουμένως απολαυστικό, μεταίχμιο ανάμεσα στο πατροπαράδοτο και το βίαιο.

Με ένα σετ βασισμένο στο ποιοτικότατο "Storming The Walls", με παθιασμένη σκηνική παρουσία και υψηλές εντάσεις, οι Triumpher κέρδισαν το σχεδόν γεμάτο venue. Το ‘80s metal μείγμα τους, με όλα τα προβλεπόμενα στοιχεία της αισθητικής του, ήταν θελκτικό και εξόχως συναυλιακό. Από βαρβάτα σημεία μέχρι υψηλές οκτάβες, και από βρώμικο blackened speed metal μέχρι μια διασκευή στο άφθαρτο "Blood Of My Enemies" των Manowar όπου πρακτικά το μικρόφωνο πήρε ο κόσμος, οι Triumpher κέρδισαν κάθε παρευρισκόμενο ανεξαρτήτως των μουσικών του γούστων. Μεγάλο στοίχημα.

Με τη βραδιά να ανεβάζει στροφές, η επιστροφή των Primordial στην Αθήνα έπειτα από πέντε χρόνια, έμελλε να ήταν πανηγυρική. Έχουν γραφτεί σελίδες για την αμφίδρομη αγάπη του ελληνικού κοινού με τους Ιρλανδούς, μια σχέση η οποία ανανεώνεται εμφατικά με κάθε ζωντανή τους συναυλία. Ομολογουμένως, είτε είναι η πρώτη, είτε η νιοστή, φορά που θα δει κανένα τους Primordial ζωντανά, αποκλείεται να μην βιώσει την ιδιαιτερότητα των εμφανίσεών τους. Ο Nemtheanga θα παραμένει ένας επιβλητικός frontman που μαγνητίζει τα βλέμματα με τη σκηνική του παρουσία, και η υπόλοιπη μπάντα θα εμμένει αφοσιωμένη στις μυσταγωγίες της μουσικής της.

Και πώς να μην είναι τελετουργική η εμφάνιση των Primordial όταν ξεκινάει με το τιτάνιο “As Rome Burns”; Οι Primordial, όντας υπέρ του δέοντος έμπειροι, μπορούν να κινούνται με άνεση στο σανίδι, αλλά και να μεταδίδουν μια αίσθηση κρισιμότητας με τον τρόπο που παίζουν οριακά τις συνθέσεις τους λάιβ. Έτσι, ακόμα και η απόδοση του mid-tempo “How It Ends” από τον ομότιτλο δίσκο που ακολούθησε, διατήρησε την ένταση σε υψηλά επίπεδα. Η θολούρα του ήχου από τα έγχορδα στην αρχή του σετ κάλυπτε και τα θεατρικά και παθιασμένα φωνητικά του Averill, αλλά το μπάσιμο του ισοπεδωτικού “No Grave Deep Enough” από το κλασικό πλέον, Redemption At The Puritan’s Hand” αποτέλεσε μια πρώιμη κορυφή, με την black metal αύρα του να επιφέρει παθιασμένες αντιδράσεις.

Η δισκογραφία των Primordial είναι γεμάτη από δίσκους που σημάδεψαν εποχές και ακροατήρια για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες. Το σετ των pagan metallers φρόντισε να ισορροπήσει τον εκτενή τους κατάλογο, και έτσι καλωσορίσαμε το βίαιο “Gods To The Godless” από το “Spirit The Earth Aflame”, που υπενθύμισε το πάθος και τη νοσταλγία μιας άλλης εποχής για τον ήχο και εμάς. Όπως και το μελοδραματικό “Autumn’s Ablaze” από το “Journey’s End”, αποτέλεσαν προσθήκες που μας ανανέωσαν την εκτίμηση στα έργα της μπάντας, και που έφεραν έναν αέρα νοσταλγίας με το θαρραλέο και νεανικό τους πνεύμα, Στον αντίποδα, το εξαιρετικό “To Hell Or The Hangman” που απεικονίζει τις τωρινές ανησυχίες της μπάντας, όπως και οι συνθέσεις μέσα από το “How It Ends”, οι οποίες αναμενόμενα υπολείπονταν στη σύγκριση με τις παλαιότερες, έπιασε και το φανατικό τους ακροατήριο.

Κάθε συναυλία των Primordial έχει κάποιες σταθερές. Μια εξ’ αυτών είναι η ζωντανή εκτέλεση του σπαρακτικού “Coffin Ships”. Ένας ψυχοσωματικός συντονισμός κοινού και ακροατηρίου για τον πόνο του ανείπωτου. Και έτσι ήταν, ξανά και ξανά. Πώς κλείνει μια τέτοια εμφάνιση; Με μια αφιέρωση στον Quorthon (“Wield Lightning To Split The Sun”), με ένα ψυχωμένο “Sons Of The Morrigan” από το κλασικό “Storm Before Calm” και με το πολεμικό, μεγαλοπρεπές και διαχρονικό “Empire Falls”, που εκπροσώπησε το κορυφαίο To The Nameless Dead”. Με τέτοια δυάδα στο φινάλε, και με έναν ήχο που επιτέλους είχε ισορροπήσει, επιβεβαιώθηκαν οι περήφανες δηλώσεις του Nemtheanga για την αξία ενός headline set. Η βραδιά όμως δεν είχε τελειώσει.

SETLIST

As Rome Burns
How It Ends
No Grave Deep Enough
Gods To The Godless
To Hell Or The Hangman
Autumn's Ablaze
We Shall Not Serve
The Coffin Ships
Victory Has 1000 Fathers, Defeat Is An Orphan
Wield Lightning To Split The Sun
Sons Of The Morrigan
Empire Falls

Σε προσωπικό επίπεδο, ελάχιστα πράγματα στην metal εικονοπλασία αντανακλούν πάνω μου όπως το εξώφυλλο του “Apocalyptic Raids”. Μαζί με τη συλλογή του “Demon Entrails” κόσμησαν ως banners τη σκηνή και το σύμβολο των Hellhammer είχε υψωθεί πίσω από τα τύμπανα. Ήμασταν έτοιμοι. Ή τουλάχιστον, έτσι νομίζαμε. Πριν από δύο μήνες, είχα παρουσιάσει αναλυτικά το live άλμπουμ Resurrection Of The Flesh” των Triumph Of Death, που πρακτικά το είδαμε και ζωντανά, και είχα μοιραστεί αρκετές σκέψεις μου εκεί για το τεχνικό σκέλος, τον αντίκτυπο, την απόδοση των συνθέσεων, την κληρονομιά τους. Θα προσπαθήσω να μην επαναληφθώ. Εδώ έτσι και αλλιώς το ζήτημα ήταν βιωματικό.

Από εκείνο το προκλητικό Venom are killing music, Hellhammer are killing Venom που κοσμούσε την κασέτα του κακοτράχαλου demo “Triumph Of Death” (και όχι μόνο), έχουν περάσει περισσότερα από 40 χρόνια. Οι Hellhammer γέννησαν και όρισαν με το θράσος τους, το black, το death, το crust, την αντι-τέχνη και την παρακμή της τελειότητας στη μουσική. Έβαλαν την ακρότητα και το σκοτάδι με τρόπο διαφορετικό στην εξίσωση, και μάγεψαν με τον σατανικό και φλάσφημο κόσμο που αφελώς χαρτογραφούσαν. Και μετά ήταν οι Celtic Frost, και έπειτα οι Triptykon. Μην τα ξαναλέμε. Γνωρίζεις, ή τουλάχιστον καλό θα ήταν.

Η πορεία του Tom G. Warrior είναι γεμάτη από προσωπικές και καλλιτεχνικές κορυφές. Έχοντας όμως στο πλάι του τη Slaughterwytch στο μπάσο, τον André Mathieu σε κιθάρες και φωνητικά και τον Tim Iso Wey στα τύμπανα, ο Προφήτης του ακραίου ήχου δεν μας προσέφερε ένα τυποποιημένο tribute στην κληρονομιά του. Δεν είναι επανένωση, δεν επωμίζεται το βάρος των Hellhammer (οι διαρκείς αναφορές στον Steve Warrior και τον Martin Eric Ain όπως και η ταπεινότητά του το επιβεβαίωσαν), δεν μας εξαπατά. Αντιθέτως, ξυπνά μέσα μας κάτι πρωτόγονο.

Ο Warrior έστεκε ξανά μπροστά μας, σε ένα, υπερπλήρες venue, με το σκοτάδι που του αρμόζει, αλλά και τη λάμψη της συνειδητοποίησης και της εκτίμησης που εξέπεμπε. Το καλλιτεχνικό του ανάστημα, σκέπαζε ένα κοινό που κρεμόταν από το διαπεραστικό του βλέμμα, από το Ugh! που άνοιξες τις πύλες της τρέλας με το εναρκτήριο “The Third Of The Storms”, από αυτό τον πηχτό, συμπαγή σαν μαύρο μονόλιθο, κιθαριστικό τόνο. Έναν ήχο, που μαζί με το χαρακτηριστικό d-beat και το μπασοτύμπανο, μας έκαναν να αμφιβάλλουμε αν αυτό που ακούμε ήταν εφικτό σε ζωντανό πλαίσιο. Και όμως, ήταν. Με πλήρη επίγνωση, δεν νομίζω να έχω ξανακούσει τέτοιο ήχο σε συναυλία (οι Celtic Frost εξαιρούνται).

Ανάμεσα στα κομμάτια, ο Fischer επικοινωνούσε ευδιάθετος, ευχαριστώντας μας, και τα βλέματα σεβασμού της υπόλοιπης μπάντας αλλά και του κοινού προς το πρόσωπό του έκλεβαν την παράσταση. Πώς γίνεται μια τόσο ωμή και βίαιη μουσική να μεταδίδει τέτοια ευδαιμονία; Είχαμε ανάγκη αυτή τη νοσταλγική επιβεβαίωση να ακούσουμε αυτές τις ατελείς συνθέσεις ζωντανά; Θεωρώ πως ο κόσμος που παρευρέθηκε, αφέθηκε στο ξύλο του “Massacra” ή την θανατηφόρα γκρούβα του “Blood Insanity” με τον Mathieu να τραγουδά τα μέρη του Steve Warrior, για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί έβλεπε τεχνικά και ηχητικά, μια ανώτερη του πρωτότυπου, εκδοχή κομματιών που όρισαν την αισθητική και τα γούστα του. Και δεύτερον, επειδή αυτή η ιστορική βραδιά, ζωντάνεψε κάτι από τη μεταφυσική που περιβάλλει το black/death metal σε επίπεδο ατμόσφαιρας. Το θέαμα του Warrior να οριοθετεί με τη φωνή και τα riffs του εκ νέου μια σκηνή, ήταν απόκοσμο, επειδή καταλάβαινες πως αυτό που ξεκίνησε πριν 40 χρόνια, σήμερα διαθέτει ακόμη μια καταραμένη αίγλη, είναι κάτι ανόθευτο, άφθαρτο, μια αποτύπωση του αιώνιου θράσους του έκπτωτου προς την τάξη του συνετού.

Στο μπάσιμο του “Decapitator”, το headbanging και η ατομική εσωτερίκευση της εμπειρίας από το κοινό, έγιναν συλλογικό κτήμα. Κοινώς, ξεκίνησε το moshpit. Η punk ψυχή, υφολογικά και αισθητικά, αλλά και ο τρόπος που η τριάδα που πλαισίωνε τον frontman απέδιδε τα κομμάτια ψυχωμένα, βρήκαν στο ξέσπασμα του κοινού τον ιδανικό παρτενέρ. Στο αιώνια βασανιστικό “Reaper” οι κραυγές έσκισαν το ταβάνι, στο “Horus / Aggressor” ένιωθες πως συμβαίνει κάτι επικίνδυνο, κάτι της εποχής μας, στο υπεράνθρωπο και εμβληματικό “Messiah” πείστηκαν και οι άπιστοι. Και όμως, ήταν απλά η δυναμική μιας πρωτόλειας σύνθεσης από το 1984. Κοιτούσες δεξιά και αριστερά σου και όλα τα άτομα είχαν παραδοθεί στον ηχητικό εξτρεμισμό των Hellhammer. Στη σύνδεση με τους Celtic Frost που ήταν το “Visions Of Mortality”, όλα έβγαζαν πλέον νόημα. Ήταν μια τελετουργία.

Οι Triumph Of Death μας χάρισαν αβίαστα μια συναυλία που θα θυμόμαστε για όσο αντέχουμε. Σε προσωπικό επίπεδο, ένα βουρκωμένο χαμόγελο με είχε κυριεύσει γιατί πρώτον δεν πίστευα πως αυτό που συνέβαινε αλλού και άλλοτε θα το ζούσα, και γιατί εκτίμησα το πώς ο Warrior εξελίσσεται με τα χρόνια ως άνθρωπος και καλλιτέχνης, όπως και πως προσεγγίζει την κληρονομιά του. Μέχρι το επόμενο δισκογραφικό θαύμα των Triptykon, θα θυμάμαι την επίθεση των τυμπάνων, την σημασία μιας μπασογραμμής και τριών νοτών για να αλλάξει ένα ολόκληρο οικοδόμημα, την εσωτερική δύναμη που μας έκανε να αφεθούμε στο moshing λες και είμαστε έφηβοι.

Θα θυμάμαι αυτό το λίγο παραπάνω από δεκάλεπτο, όπου η ζωντανή απόδοση του “Triumph Of Death”, του κομματιού που όρισε πολλά περισσότερα από όσα μπορούν να καταγραφούν, με έστειλε σε μια παράλληλη διάσταση, μαγνητισμένο από τις κραυγές, τα έρποντα riffs, την καταδίκη, την σαπίλα που εξέπεμπε. Και που όταν γύρισα, κοιτούσα τους φίλους μου και δεν ήξερα πώς να περιγράψω τι ήταν αυτό. Ήταν οι Triumph Of Death του Tom G. Warrior και νεκρανέστησαν τους Hellhammer μπροστά στα μάτια μας. Ήταν μια βραδιά όπου το εγχώριο κοινό ένιωσε τη σκιά ενός μύθου και βρήκε καταφύγιο σε αυτή.

SETLIST

(όλα τα κομμάτια είναι διασκευές σε Hellhammer εκτός από  εκεί που αναφέρεται)

The Third Of The Storms (Evoke Damnation)
Massacra
Maniac
Blood Insanity
Decapitator
Crucifixion
Reaper
Aggressor
Revelations Of Doom
Messiah
Visions Of Mortality (διασκευή Celtic Frost)
Triumph Of Death

  • SHARE
  • TWEET