Marc Almond @ Gazarte, 17/10/25
Μια εξαιρετική εμφάνιση από έναν σπουδαίο καλλιτέχνη που συνεχίζει να συγκινεί μέχρι και σήμερα
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που ήθελα να δω ζωντανά τον Marc Almond. Από τη μία, χωρίς να είμαι ο μέγιστος fan του, αγαπώ πολύ αρκετά κομμάτια του. Από την άλλη, εκτιμώ φοβερά την πορεία του και τον τρόπο που έχει διαχειριστεί την κληρονομιά του, συνεχίζοντας να πειραματίζεται μέχρι σήμερα, και, τέλος, όσοι τον έχουν δει ζωντανά μιλάνε με τα καλύτερα λόγια για τις εμφανίσεις του. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν βρέθηκα στο Gazarte την Παρασκευή το βράδυ, με μια σχετική επιφύλαξη όσον αφορά τι θα δούμε.
Το κοινό βέβαια, που στο μεγαλύτερο μέρος του αποτελούνταν από ανθρώπους άνω των 50 ετών - παρόλο που υπήρχαν και νεότεροι που στις περισσότερες περιπτώσεις βέβαια συνοδεύονταν από άτομα μεγαλύτερης ηλικίας - είχε ήδη γεμίσει το χώρο πριν το ξεκίνημα της συναυλίας. Λογικό κι επόμενο βέβαια, καθώς ο Almond και οι Soft Cell άφησαν έντονο στίγμα στη γενιά που βίωσε έντονα τα 80s και τα 90s και, όπως έγινε σύντομα κατανοητό, ο καλλιτέχνης έχει φανατικούς οπαδούς στη χώρα μας.
Κι αυτό το λέω γιατί, τη στιγμή που ο Almond ανέβηκε στη σκηνή, έγινε αποδεκτός με επευφημίες, κραυγές και δυνατά χειροκροτήματα. Και με το σχήμα του σε εξαιρετική φόρμα, μας παρουσίασε μια σειρά από κομμάτια που έδειξαν αμέσως την ικανότητα του να κινείται ανάμεσα σε synth-pop, new wave και rock μονοπάτια, συνδυάζοντας πτυχές από τις σπουδαιότερες στιγμές της 40χρονης διαδρομής του.
Η αρχή έγινε με το ομώνυμο κομμάτι από τον δίσκο "The Stars We Are" που, με βεβαιότητα, παραμένει μία από τις πιο λαμπρές στιγμές της διαδρομής του, περνώντας, στη συνέχεια, στο "A Lover Spurned" από το "Enchanted" του 1990, και στα "Beautiful Brutal Thing" και "My Hand Over My Heart" από το "Tenement Symphony". Το κοινό ήταν ιδιαίτερα ζεστό από την αρχή, τραγουδώντας τους στίχους και χτυπώντας παλαμάκια, ακόμη και στα πιο πρόσφατα κομμάτια όπως π.χ. το " Zipped Black Leather Jacket" από το "The Velvet Trail" του 2015.
Αντίστοιχα, ο Almond ήταν χαλαρός, επικοινωνιακός και απολαυστικός, σχολιάζοντας ανάμεσα στα τραγούδια, κάνοντας χιούμορ, και λέγοντας μας συνεχώς πόσο απολαμβάνει να έχει ένα τόσο υπέροχο κοινό μπροστά του. Μάλιστα, αστειεύτηκε ότι συνήθως παίζει μπροστά σε καθήμενους καθώς ο κόσμος που πάει να τον δει είναι και μιας ηλικίας. Αλλά για να είμαι απολύτως ειλικρινής ούτε ο μέσος όρος ηλικίας του κοινού, ούτε τα 68 χρόνια που κουβαλά στην πλάτη του ο Almond έγιναν ιδιαίτερα αντιληπτά καθώς η ενέργεια της συναυλίας ήταν σχεδόν νεανική με τον κόσμο να χορεύει και να χοροπηδά ασταμάτητα. Σε αυτό βέβαια βοήθησέ και το απολαυστικό σχήμα που είχε πίσω του αλλά και η φωνή του Almond η οποία, λιγότερο αιχμηρή απ’ ό,τι στα χρόνια των Soft Cell, αλλά πιο εκφραστική από ποτέ, έβγαζε μια ζεστασιά και μια γλυκιά pop βρετανίλα που δεν επιδίωκε να εντυπωσιάσει αλλά να αφήσει χώρο για συναίσθημα. Και το κατάφερε περίφημα.
Κι όσο προχωρούσε η ώρα και περάσαμε το πρώτο μισό της συναυλίας, τότε ξεκίνησε και το πραγματικό party καθώς τα "Black Heart", "Something’s Gotten Hold of My Heart", και "The Days of Pearly Spencer" διαδέχθηκαν το ένα το άλλο, δημιουργώντας μια πραγματικά πανηγυρική ατμόσφαιρα με τα κινητά να σηκώνονται ψηλά και όλο τον κόσμο να τραγουδάει. Και, όπως ήταν φυσικό, το υπέροχο "Bedsitter" και το αγέραστο "Torch", δύο τεράστιες κομμαατάρες των Soft Cell, σκόρπισαν ενθουσιασμό προτού το πολυαναμενόμενο " Tainted Love" μας αποτελειώσει. Ή μάλλον όχι, καθώς η εμφάνιση του έκλεισε με το "Jacky" του Jacques Brel το οποίο ο Almond είχε διασκευάσει το μακρινό 1991.
Με τον κόσμο να φωνάζει και να χειροκροτά, το συγκρότημα επέστρεψε στη σκηνή για μια τελευταία διασκευή, πιο rock αυτή τη φορά, με το "Children of The Revolution" των τεράστιων T-Rex να ταρακουνά συθέμελα το Gazarte. Ιδανικό τέλος αν με ρωτάτε καθώς χωρίς τον Marc Bolan όλη αυτή η ιστορία του glam rock που, στη συνέχεια, επηρέασε τα πάντα και τους πάντες, συμπεριλαμβανομένου και του Marc Almond, θα ήταν πολύ διαφορετική.
Αν κάτι κρατάω, είναι η αίσθηση ότι ο Almond αντιμετωπίζει τη μουσική του όχι ως μνημείο αλλά ως κάτι που συνεχίζει να εξελίσσεται. Δεν υπήρχε τίποτα μουσειακό ή ψυχρό στην εμφάνισή του καθώς, ακόμα και τα πιο γνωστά τραγούδια παρουσιάστηκαν μέσα από το πρίσμα ενός δημιουργού που ζει στο σήμερα. Εξάλλου, ο Almond, σε αυτή τη φάση της καριέρας του, δεν έχει να αποδείξει και τίποτα. Όμως, με την ίδια ευγένεια που είχε από τα πρώτα χρόνια των Soft Cell, συνεχίζει να στέκεται ανάμεσα στην pop και τον alternative ήχο, ισορροπώντας ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, χωρίς να φοβάται να μας φανερώσει κάποια από δύο πλευρές του. Κρίμα που δεν προλάβαινα να τον δω την Πέμπτη γιατί, μετά από μια τέτοια εμφάνιση, είναι σίγουρο πως θα πήγαινα και την επόμενη μέρα. Σίγουρα πάντως θα είμαι εκεί την επόμενη φορά, είτε όρθιος, είτε καθιστός, ό,τι αυτός προτιμάει.