Praying Mantis, Primal Roots @ Death Disco, 10/10/25
Έξι χρόνια ήταν αρκετά, η επιστροφή το συντομότερο θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη
Αν λάβει κανείς υπόψιν τη συχνότητα με την οποία μας επισκέπτονται οι Praying Mantis την τελευταία εικοσαετία, τα έξι χρόνια ήταν μάλλον πολλά, ειδικά με τη φήμη που τους ακολουθεί. Κρίνοντας εξ όσων συνέβησαν στο Death Disco, τα έξι χρόνια ήταν αδιανόητα πολλά, όπως ακούσαμε και από μικροφώνου, οπότε ήδη θα πρέπει να μετράμε αντίστροφα για την επόμενη φορά.
Ας πάρουμε όπως τα πράγματα από την αρχή τους και από την εμφάνιση των Primal Roots στον ήδη γεμάτο χώρο. Η μισή αλήθεια είναι ότι το Death Disco δεν χρειάζεται πολύ κόσμο για να φαίνεται γεμάτο, η άλλη μισή είναι πως μπορεί να χωρέσει περισσότερο κόσμο από όσο φαίνεται. Υπό μάλλον ιδανικές συνθήκες λοιπόν, το πολυεθνικό τετραμελές σχήμα παρουσίασε το υλικό του και πιστεύω πως κέρδισε είτε τουλάχιστον την συμπάθεια, αλλά γιατί όχι και τις εντυπώσεις.
Σε πρώτη ανάγνωση, οι Primal Roots παίζουν αυτό που με ευκολία θα ονομάζαμε μοντέρνο metal. Με μια πιο προσεκτική ματιά, δεν είναι δύσκολο να παρατηρήσει κάποιος ότι διαθέτουν αρκετά στοιχεία κλασικού, παραδοσιακού metal. Θα πει κανείς, metal και το ένα, metal και το άλλο, λογικό είναι να έχουν κοινά στοιχεία. Θα πω όμως ότι αυτός ο κοινός τόπος είναι σαφώς πιο ευδιάκριτος σε σχέση με το τυπικό modern metal που έχει ακούσει ο μέσος, παραδοσιακός και μη, μεταλλάς.
Τα δεδομένα πάντως ήταν ξεκάθαρα, εκτός του υλικού που εναπόκειται και στο γούστο του καθενός. Ο ήχος ήταν πάρα πολύ καλός και η απόδοση μεμονωμένα και συνολικά εξαιρετική, με την εντυπωσιακή φωνή της Αγγλίδας Rachel Cassar, η οποία τα κατάφερνε αρκετά καλά και όταν μιλούσε στα Ελληνικά, να ξεχωρίζει, μαζί με το πολύ δυνατά παιξίματα του Αργύρη Κυριάκου στα τύμπανα. Η Amira Debaieb από την Τυνησία στο μπάσο και ο Ισπανός κιθαρίστας Alejandro Lobato συμπλήρωσαν με τον καλύτερο τρόπο το εξαιρετικό σύνολο, όσο και αν μου έλειψαν παραπάνω lead και solo.
Κρατώντας λοιπόν ότι ευχαρίστως θα ξαναέβλεπα σε οποιαδήποτε σκηνή τους Primal Roots, αλλά και ότι ειδικά οι φίλοι του μοντέρνου metal θα πρέπει να τους τσεκάρουν, περνάμε στη μεγάλη ατραξιόν της βραδιάς, δηλαδή τους Praying Mantis. Καθώς το backstage δεν συνδέεται με την χαμηλή σκηνή, οι πέντε μουσικοί πέρασαν χαλαρά ανάμεσά μας, ρύθμισαν τις τελευταίες λεπτομέρειες, έκαναν το τελετουργικό τους και πήραν τις θέσεις τους για να ξεκινήσουν ακριβώς στις δέκα.
Το ξεκίνημα με το ομότιτλο του συγκροτήματος "Praying Mantis" και χωρίς διακοπή στα καπάκια το "Panic In The Streets", αμφότερα του εμβληματικού "Time Tells No Lies" από το πολύ μακρινό 1981 και τις καλύτερες ημέρες του New Wave Of British Heavy Metal, μοιάζει ονειρικό. Τρομερός και δυνατός ήχος, ιδανική απόδοση και ένα κοινό που ανταποκρίνεται σαν να μην υπάρχει αύριο συνθέτουν, με τη βοήθεια του χώρου, ένα σκηνικό βγαλμένο, τουλάχιστον στη σκέψη μας, από την εποχή που τα συγκροτήματα έπαιζαν στα μικρότερα club και δεν έπαιρναν αιχμαλώτους, όντας έτοιμα να κατακτήσουν τον κόσμο.
Οι περισσότερο προσανατολισμένες στο AOR ή το μελωδικό rock συνθέσεις που ακολούθησαν μας έδωσαν τις απαραίτητες ανάσες, με το "Dream On" να ξεχωρίζει με χαρακτηριστική άνεση και για την θαυμάσια ερμηνεία, για να έρθει το ασύγκριτο "Lovers To The Grave" και να βάλει πάλι φωτιά. Το ξεκίνησε ο Chris Troy και στην πορεία, όταν πατήθηκε το γκάζι, ο John Cuijpers επέστρεψε και μας απογείωσε. Το γαμάτο, βιωματικό και θινλιζικό "Keep It Alive" του Tino Troy με τους πολύ ωραίους στίχους έβγαλε γούστα, το πρόσφατο και άκρως χορευτικό "Standing Tall" σίγουρα ξάφνιασε και το "Time Slipping Away" αποτέλεσε την έτερη melodic κορυφή της βραδιάς.
Το main set έκλεισε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το καταπληκτικό "Captured City", ένα από τα πρώτα κομμάτια που έγραψαν τα αδέλφια Troy. Έχοντας στην αρχική κυκλοφορία του προλάβει οριακά τα '70s, περικλείει αρκετή από την μαγεία της μαγικής δεκαετίας και προξενεί κατάσταση εκτροχιασμού στο κοινό. Για να μην εκτροχιαστεί εντελώς η κατάσταση, στο encore ακούσαμε πρώτα μία θαυμάσια εκδοχή του ανατριχιαστικού Simple Man των Lynyrd Skynyrd, για να ολοκληρωθεί μετά από 80 και κάτι λεπτά η βραδιά θριαμβευτικά με τον μέγα ύμνο "Children Of The Earth". Ολόκληρο το μαγαζί βρίσκεται στο πόδι, ζώντας από εκείνες τις στιγμές που θαρρείς ότι το heavy metal είναι η καλύτερη μουσική στο σύμπαν.
Προφανώς τα περισσότερα βλέμματα τράβηξαν οι αδλεφοί Troy, techically half Cypriots όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά, ως ιδρυτικά μέλη και ψυχή του συγκροτήματος για δεκαετίες, ήτοι ο Tino Troy στη μία κιθάρα και ο Chris Troy στο μπάσο. Αψεγάδιαστος ήταν ο John Cuijpers, και ως ερμηνευτής και ως frontman, o έτερος κιθαρίστας Andy Burgess δεν είναι επ' ουδενί συμπληρωματικός, κατέχοντας σαφές μερίδιο του συνόλου, ενώ τέλος ο Hans in't Zandt πίσω από τα τύμπανα αποδεικνύεται παιχταράς, με λεπτομέρειες όπως το αποσπασματικό παίξιμο με traditional grips ή με την μπαγκέτα στο αριστερό ανάποδα να υποδεικνύουν την μεγάλη κλάση του.
Όταν τα πάντα έχουν κυλήσει σχεδόν ιδανικά, δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να σημειώσεις. Ίσως έχει μεγαλύτερη αξία να βλέπουμε opening act που οι περισσότεροι μάλλον δεν έχουμε ξαναδεί και ας μην θεωρηθεί απολύτως συναφές. Μπορεί την επόμενη φορά που δεν πρέπει να αργήσει να θέλουμε να είμαστε πιο άνετα, αλλά η τόσο άμεση επαφή με τη σκηνή έχει άλλη χάρη. Υπάρχουν φορές που το ρεπερτόριο μιλάει από μόνο του και αυτό είναι αρκετό, υπάρχουν επίσης φορές που η απόδοση είναι αντίστοιχη του ρεπερτορίου, και όταν συμβαίνει το δεύτερο, δεν μπορείς να ζητήσεις κάτι περισσότερο. Τελευταία σημείωση, οι Praying Mantis αποδείχθηκαν πολύ ωραίοι τύποι με πολύ ωραία διάθεση, με ιδανική θα έλεγα διάθεση για ένα τέτοιο live, γεγονός που πέρασε στο κοινό. Πάντα τέτοια λοιπόν.
Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Κονταράκης
Praying Mantis
Panic In The Streets
Highway
Borderline
The One
Dream On
Lovers To The Grave
Keep It Alive
Standing Tall
Time Slipping Away
Captured City
Encore:
Simple Man (διασκευή Lynyrd Skynyrd)
Children Of The Earth