Το Αιώνιο Είδωλο ενός παραγνωρισμένου μουσικού μνημείου

Το In The Heat Of The Night προσεγγίζει την ξεχασμένη προφητεία του "Eternal Idol"

Από τον Σπύρο Κούκα, 19/02/2025 @ 16:17

Στο λυκόφως μιας λησμονημένης αυτοκρατορίας, εκεί όπου οι σκιές απλώνονταν μακρόσυρτες και οι φωνές του παρελθόντος ξεθώριαζαν σε απόμακρους αντίλαλους, το "Eternal Idol" αναδύθηκε σαν ένας οβελίσκος από οψιδιανό, σμιλευμένος από τα ίδια τα χέρια της μοίρας και των συγκυριών. Οι Black Sabbath, πληγωμένοι αλλά αγέρωχοι, στέκονται στο χείλος της λήθης, επικαλούμενοι έναν νέο προφήτη. Το όνομα αυτού, Tony Martin.

Ο Glenn Hughes και το αποτυχημένο εγχείρημα του “Seventh Star

Μετά το μάλλον αποτυχημένο πείραμα του “Born Again”, στο οποίο πίσω από το μικρόφωνο του σχήματος στάθηκε ο Ian Gillan, οι Black Sabbath βρέθηκαν και πάλι σε αναζήτηση ενός νέου, σταθερού frontman. Ο Tony Iommi, εκείνη την περίοδο, επεδίωκε ένα προσωπικό project και όχι ένα κανονικό άλμπουμ της μπάντας, με το “Seventh Star” να προοριζόταν να έχει αυτόν το ρόλο. Ωστόσο, λόγω δισκογραφικών πιέσεων, τελικά θα κυκλοφορούσε υπό την ονομασία “Black Sabbath Featuring Tony Iommi”, έχοντας στα φωνητικά τον Glenn Hughes, ένα ακόμη πρώην μέλος των Deep Purple.

Παρόλο που ο Hughes δεδομένα αποτελεί έναν εξαιρετικό τραγουδιστή, η θητεία του υπήρξε βραχύβια κι έληξε απότομα μετά από λίγες μόνο ζωντανές εμφανίσεις, λόγω προσωπικών προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένων ζητημάτων εθισμού. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σωθεί η παρτίδα, η μπάντα θα προσλάμβανε τον Ray Gillen, έναν ανερχόμενο Αμερικανό τραγουδιστή που είχε πρωτοανακαλύψει ο Bobby Rondinelli. Με αυτόν στη σύνθεση, η μπάντα γύρω από τον Tony Iommi θα ολοκλήρωνε όπως – όπως τις υποχρεώσεις της και θα ξεκινούσε να δουλεύει πάνω στον διάδοχο του “Seventh Star”.

Μια περίοδος αστάθειας κι ανακατατάξεων

Κατά τη διάρκεια αυτών των ηχογραφήσεων, η αστάθεια που ταλάνιζε τους Sabbath για χρόνια συνέχισε, αφού ο μπασίστας Dave Spitz, ο οποίος είχε συμβάλει στο “Seventh Star”, αποχώρησε και αντικαταστάθηκε από τον Bob Daisley, γνωστό από τη δουλειά του με τους Uriah Heep και τον Ozzy Osbourne. Ο Daisley έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη στιχουργική του άλμπουμ, αλλά, όπως είχε συμβεί και με άλλους μουσικούς στην ασταθή αυτή περίοδο των Sabbath, αποτέλεσε γρήγορα παρελθόν κι αντικαταστάθηκε από τον Jo Burt για τις ανάγκες της επερχόμενης περιοδείας.

Καλώς ή κακώς, το ίδιο θα συνέβαινε και με τον ικανότατο Ray Gillen, αφού οι εντάσεις με τον Iommi, η αρκετά άστατη ζωή που ακολουθούσε και η απογοήτευση για την πορεία και τη σταθερότητα του σχήματος, θα τον ωθούσαν στην έξοδο λίγο πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ. Άλλωστε, οι ηχογραφήσεις του σε αυτό διασώζονται κι έχουν έρθει στο φως (στην επανέκδοση του άλμπουμ, το 2010), με τις φωνητικές γραμμές να του ανήκουν και να αποτελούν τον μπούσουλα για το διάδοχο του, ώστε να ηχογραφήσει την τελική μορφή του δίσκου.

Άλλωστε, καθ' όλη την περίοδο, οι Black Sabbath αντιμετώπισαν σοβαρές οικονομικές και υπαρξιακές δυσκολίες. Το συγκρότημα υπέστη πιέσεις από τις συνεργαζόμενες δισκογραφικές εταιρείες (βλ. Vertigo και Warner Bros), ενώ η αστάθεια οδήγησε σε καθυστερήσεις και αβεβαιότητα. Οι ηχογραφήσεις πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες τοποθεσίες, συμπεριλαμβανομένων των Air Studios στο Λονδίνο και στη νήσο Montserrat, με αποτέλεσμα υπερβάσεις στον προϋπολογισμό. Ο παραγωγός Jeff Glixman αρχικά ανέλαβε την παραγωγή, αλλά αποχώρησε λόγω δημιουργικών διαφορών, αφήνοντας τον Vic Coppersmith-Heaven να ολοκληρώσει το έργο, ενώ την ίδια περίοδο απολύθηκε και ο manager της μπάντας, Patrick Meehan.

Η προσχώρηση του Tony Martin και η γενική εικόνα του δίσκου

Στις auditions που ακολούθησαν άμεσα, και στις οποίες συμμετείχαν ονόματα όπως ο Jon Oliva, εμφανίστηκε και ο Anthony Philip Harford, ευρύτερα γνωστός ως Tony Martin, ένας σχετικά άγνωστος Βρετανός τραγουδιστής, που θα γινόταν από τους μακροβιότερους τραγουδιστές των Black Sabbath. Πριν την ένταξή του σε αυτούς, είχε συνεργαστεί με διάφορα μικρότερα σχήματα, όπως οι The Alliance και οι Orion, αναδεικνύοντας τις φωνητικές του ικανότητες, με επιρροές από τραγουδιστές όπως ο Ronnie James Dio, ο David Coverdale και ο Paul Rodgers. Ο Martin κλήθηκε να επανηχογραφήσει άμεσα όλα τα φωνητικά του Gillen για το “Eternal Idol”, καθιστώντας το άλμπουμ το πρώτο του επίσημο με το συγκρότημα, ενώ, παρά την καθυστερημένη άφιξή του, η χαρακτηριστική του, ευπροσάρμοστη φωνή και η μεγάλη του έκταση βοήθησαν στη διαμόρφωση του ήχου του δίσκου, καθιστώντας τον ένα παραγνωρισμένο classic του Sabbath back catalogue.

Ο ήχος του άλμπουμ είναι ποτισμένος με μια γοτθική ατμόσφαιρα, διαθέτοντας την αύρα και τη βαρύτητα του doom metal και τη μελωδική αισθητική του heavy metal των ‘80s. Κομμάτια όπως τα "The Shining" και "Born To Lose" προσφέρουν δυνατά hooks, με τη χαρακτηριστική εκτελεστική προσέγγιση του Iommi να λάμπει. Στο “Ancient Warrior” βρίσκουμε ακόμη μια σύνθεση σπουδαία, με μελωδία θριαμβευτική και συνάμα μελαγχολικά καθηλωτική, ενώ το “Glory Ride” αποτελεί μια ξέφρενη επέλαση στο πεπρωμένο, εκεί όπου το ατσάλι συναντά τον ουρανό, ένας ύμνος για μεγαλειώδεις μάχες που δεν έχουν ακόμη ευοδωθεί.

Γενικότερα, η τραγουδοποιία του άλμπουμ κρίνεται αλάνθαστη, επαναφέροντας τον Iommi σε επίπεδα έμπνευσης που προσεγγίζουν την Dio περίοδο, και που θα τον οδηγούσαν και στο απόλυτο peak των επόμενων δύο δίσκων (βλ. “Headless Cross”, “Tyr”). Η παραγωγή, δε, ωμή αλλά επιβλητική, τυλίγει το άλμπουμ σε μια ομίχλη και το αναδεικνύει μέσα από τα ψεγάδια της. Δυστυχώς, εμπορικά δεν «έβγαινε» τίποτα στην μπάντα σε εκείνη τη φάση, με συνεργασίες να ναυαγούν λόγω συγκυριών ή κακών χειρισμών – με χαρακτηριστική την περίπτωση του “Nightmare”, που για λεπτομέρειες δεν βρέθηκε στο soundtrack του “Nightmare On Elm Street”.

Αποκορύφωμα του δίσκου, πάντως, αποτελεί το τιτάνιο ομότιτλο κομμάτι που ολοκληρώνει τη ροή του. Ένα θρηνητικό άσμα σμιλεμένο από σκιές, σερνόμενο σαν πένθιμη πομπή μέσα από τις αίθουσες των ξεχασμένων θεών. Κάθε νότα του βαραίνει το φορτίο της αιωνιότητας, κάθε στίχος του μια επωδός ψιθυρισμένη μέσα από τις ρωγμές του χρόνου. Εδώ, το αρχέγονο doom συναντά το επικό μεγαλείο, με τον Tony Martin να βάζει φαρδιά – πλατιά την υπογραφή του στο τελικό αποτέλεσμα.

Ένα δημιουργικό trivia και η τελική ετυμηγορία

Ενδιαφέρον έχει και η ιστορία πίσω από το εμβληματικό του εξώφυλλο, ένα από τα πλέον καλλιτεχνικά που θα επιχειρούσαν ποτέ οι Black Sabbath. Εμπνευσμένο από το γλυπτό “L'Éternel Idole” του Auguste Rodin, αρχικά είχε προγραμματιστεί να χρησιμοποιηθεί μια φωτογραφία του ίδιου του γλυπτού, αλλά για νομικούς λόγους, η μπάντα αναγκάστηκε να δημιουργήσει μια νέα εκδοχή του. Έτσι, δύο μοντέλα προσλήφθηκαν, τα οποία καλύφθηκαν με μπρούτζινο χρώμα και τοποθετήθηκαν σε μια στάση που μιμείται το πρωτότυπο έργο. Η φωτογράφιση ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς το χρώμα γινόταν κολλώδες και οι συνθήκες ήταν αρκετά δυσάρεστες για τα μοντέλα, ενώ η αφαίρεσή του αποδείχθηκε ιδιαίτερα επίπονη.

Υπάρχουν φήμες ότι ένα από τα μοντέλα αντιμετώπισε δερματικά προβλήματα μετά τη φωτογράφιση, ενώ παρόμοιες τεχνικές βαφής σώματος είχαν δημιουργήσει προβλήματα και σε άλλες περιπτώσεις στη βιομηχανία του θεάματος - με πιο διάσημο παράδειγμα την ηθοποιό Margaret Hamilton, του “The Wizard Of Oz” των late ‘30s.

Σε κάθε περίπτωση, το “Eternal Idol” υπήρξε ένα σημείο καμπής για την πορεία των Black Sabbath, όντας ένα παραγνωρισμένο έργο, με το δικό του, φανατικό cult following. Η αρχή της Tony Martin περιόδου υπήρξε δύσκολη, αλλά, 38 χρόνια μετά και με ακόμη μια επανέκδοση του να αναμένεται για τη φετινή Record Store Day, είναι επίκαιρη όσο ποτέ κι ενδεικτική των δυναμικών αυτής της θρυλικής μπάντας, ανεξαρτήτως ενσάρκωσης και προσώπων του lineup της.

  • SHARE
  • TWEET