Peter Hammill: 10 σταθμοί ενός μοναχικού ταξιδιού
Αχανής και πολυσχιδής η προσωπική δισκογραφία του Peter Hammill. Ξεκινάει παράλληλα με τη δραστηριότητά του στους Van Der Graaf Generator και συνεχίζει αδιάκοπη μέχρι σήμερα. Στα σχεδόν σαράντα αυτά χρόνια προλαβαίνει να καλύψει από το progressive rock μέχρι το new wave, παραμένοντας όμως πάνω από όλα ένας τραγουδοποιός και ερμηνευτής και, το σημαντικότερο από όλα, διατηρεί ένα επίπεδο ποιότητας που όμοιό του σπάνια συναντάς.
Είναι δύσκολο για το απαίδευτο αυτί να εντρυφήσει στο έργο του και τα περισσότερα πονήματά του απαιτούν συγκέντρωση και επιμονή για να αναδειχθούν στην πραγματική τους διάσταση. Για να το θέσουμε απλά, δεν είναι δίσκοι της μίας ακρόασης. Για το λόγο αυτό, το Rocking.gr καταθέτει το θαυμασμό του και τo σεβασμό του και επιχειρεί να βάλει μία «τάξη» στη δισκογραφία του, επιλέγοντας και προτείνοντας έναν από τους πολλούς τρόπους για το πώς να αγαπήσετε τον Peter Hammill...
Σημεία εκκίνησης
Over (1977)
Ηχογραφημένο σε μία περίοδο αλλαγών για τον Hammill, τόσο με τους VDGG, όσο (σημαντικότερα) και στην προσωπική του ζωή, το "Over" αποτελεί τον απόλυτο δίσκο χωρισμού, ίσως για το rock ολόκληρο. Σκοτεινός, μελαγχολικός και απόλυτα συναισθηματικός, εκφράζει την απογοήτευση που γεννά η προδοσία μίας σχέσης και η δυσκολία να την ξεπεράσεις. Αντιπροσωπευτικός του ύφους είναι ο στίχος «songs are exercises in solitude», ενώ από τους τίτλους των τραγουδιών και μόνο φαίνεται η ατμόσφαιρα που κυριαρχεί. Μουσικά αλλά και στιχουργικά ξεχωρίζουν τα "Alice (Letting Go)" και "Betrayed". Υποβλητικά κατάλληλο αν ποτέ βρεθείτε σε αντίστοιχες καταστάσεις, αλλά απομακρύνετε τα ξυράφια πριν την ακρόασή του!
The Future Now (1978)
Κατά πολλούς το magnum opus του. O πρώτος δίσκος μετά τη δεύτερη (και πολύχρονη αυτή τη φορά) διάλυση των VDGG αποτελεί ίσως την πιο συμπυκνωμένη απόδειξη του τί εστί ο Hammill ως solo καλλιτέχνης. Δραματοποιημένες ερμηνείες πατάνε σε δουλεμένους στίχους, σκοτεινό περιβάλλον φωτίζεται από χιουμοριστικές αναλαμπές, αλλά πάνω από όλα εμπνευσμένα και απρόσμενα στην εξέλιξή τους τραγούδια αποτελούν το σκηνικό πάνω στο οποίο βασίστηκε η καριέρα του και εδώ αποκτούν την απόλυτη μορφή τους. Ακόμα και ένα σχεδόν χιτάκι, το συγκινητικό "If I Could", προσθέτει αυτό που λείπει από μελλοντικές προσπάθειες. Μοναδικό σημείο που μπορεί να απωθήσει τον πιθανό αγοραστή αποτελεί το εκκεντρικό εξώφυλλό του.
Απαραίτητη συνέχεια:
Fool's Mate (1971)
Ο πρώτος προσωπικός του δίσκος έχει ακόμα τις ρίζες του στη μουσική των VDGG. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα μέλη του συγκροτήματος συμμετέχουν στην ηχογράφησή του (μία σχέση που θα συνεχιστεί σχεδόν σε όλη τη δισκογραφία του), όπως και ο Robert Fripp των King Crimson. Ο ήχος είναι ακόμα εντός ορίων του progressive rock, τόσο ενορχηστρωτικά, όσο και ερμηνευτικά, με τους ακροβατισμούς της φωνής του Hammill παρόντες. Το εναρκτήριο "Imperial Zeppelin", για παράδειγμα, δε θα ήταν εκτός θέσης στο "Pawn Hearts" που είχε κυκλοφορήσει την ίδια χρονιά. Από την άλλη, όμως, συνθετικά διαφαίνεται η τάση για απλούστερες μελωδίες που εστιάζουν στο συναίσθημα, όπως εξάλλου και η ερμηνεία του. Ένα από τα πιο φημισμένα τραγούδια του και χαρακτηριστικό της προσωπικής του δισκογραφίας είναι το "Vision". Μία υπέροχη ερωτική αποθέωση, παιγμένη στο πιάνο.
Chameleon In The Shadow Of The Night (1972)
Θα μπορούσε να είναι ένας folk rock δίσκος, αφού το δίπολο κιθάρα-πιάνο κυριαρχεί (εξαίρεση το έξυπνα τιτλοφορούμενο "Rock And Role"). Οι συνθέσεις όμως του Hammill καταφέρνουν να έχουν τις απαραίτητες «γωνίες», ώστε να ξεφεύγουν από το χαρακτηρισμό. Από την άλλη, η δύναμη της ερμηνείας της φωνής του (τραγουδάει σα να μην υπάρχει αύριο) υψώνεται στις κορυφαίες της καριέρας του και αιχμαλωτίζει τον ακροατή σχεδόν από μόνη της. Αν υπάρχει κάποιος δίσκος που από μόνος του νομιμοποιεί το δημιουργό του να περιοδεύει μόνο με μία ακουστική και ένα set πλήκτρων και παρ' όλα αυτά να θεωρείται βέβαιο ότι θα μαγέψει το κοινό του, είναι αυτός εδώ. Πέραν των παραπάνω, περιέχεται και το αγαπημένο του γράφοντα "German Overalls" και το "In The Black Room", που αποτελεί ένα «χαμένο» τραγούδι των VDGG.
Nadir's Big Chance (1975)
Η πρώτη από τις δύο persona που χρησιμοποίησε στην πορεία του ο Peter Hammill υπήρξε ο Nadir. Στον τέταρτο δίσκο του, αυτό του το alter ego έρχεται για να ανακατέψει αρκετά τα συστατικά της μουσικής του, φέρνοντάς τον πιο κοντά στο glam rock της παρακμής και το (εκκολαπτόμενο, ακόμα, τότε) punk, παρά στο progressive παρελθόν του. Θυμίζει ίσως κατά στιγμές Lou Reed ή τη βερολινέζικη περίοδο του Bowie - με τη διαφορά ότι αυτή η τελευταία δεν είχε ακόμα ξεκινήσει. Σε κάθε περίπτωση φαίνεται σαν ένας διαφορετικός καλλιτέχνης και μία διαδρομή που είναι κρίμα που δεν εξερεύνησε περισσότερο. Ή ίσως και αυτή ακριβώς να είναι η αξία της.
Enter K (1982)
Η δεύτερη persona που δημιούργησε ο Peter Hammill ήταν ο μυστηριώδης κύριος K και το συγκρότημά του. Η ενσάρκωση του ρόλου αυτού κράτησε για δύο μόλις studio άλμπουμ, με το παρουσιαζόμενο να είναι και το καλύτερο. Εξαιρετικά προσαρμοσμένος στις απαιτήσεις της νέας δεκαετίας, συνεχίζει την πορεία που ξεκίνησε με το "A Black Box". Παρόλο που οι ερμηνείες του είναι πιο συγκρατημένες και η μουσική πιο στρωτή, τα τραγούδια δεν πάσχουν καθόλου από ουσία. Αντίθετα, ακόμα και το μεγάλης διάρκειας "Happy Hour" είναι με ένα διεστραμμένο τρόπο σχεδόν εμπορικό, ενώ τα "Paradox Drive" και "The Great Experiement" έχουν ακριβώς ό,τι χρειάζονταν για να ακουστούν στο ραδιόφωνο των '80s και κάτι παραπάνω: δημιουργική ποιότητα.
Για άκου και αυτό:
The Silent Corner And The Empty Stage (1974)
Ίσως το πιο progressive rock από όλα τα άλμπουμ του, τουλάχιστον με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Ένα ακόμα κομμάτι που δε βρήκε ποτέ το δρόμο του προς ένα δίσκο των VDGG, το "A Louse In Not Home", το "Red Shift" με τον Randy California των Spirit στην lead κιθάρα και η πολύπλοκη μελωδία του "Modern" θεμελιώνουν την παραπάνω υπόθεση. Βρίσκεται χώρος και για μία ακόμα συναισθηματική και σκοτεινή μπαλάντα, το "Rubicon", που προσπαθεί και πάλι να κλέψει την παράσταση. Για τους επίμονους θαυμαστές του prog που θα τον βλέπουν για πάντα ως τον ηγέτη μιας από τις αυθεντικότερες μπάντες του είδους, αυτός παραμένει ο αγαπημένος τους δίσκος από τη solo καριέρα του.
A Black Box (1980)
Η απαρχή της επαφής του με το new wave. Παραμένει πειραματικός και σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις δύστροπος. Η πρώτη πλευρά περιέχει από straight forward rock συνθέσεις μέχρι avant garde πειραματισμούς. Η δεύτερη πλευρά όμως καταλαμβάνεται ολόκληρη από το θαυμάσιο "Flight", που είναι και μοναδική αντίστοιχη περίπτωση στη solo δισκογραφία του. Υπήρξε ο δεύτερος δίσκος του, μετά το "PH7" που ηχογραφήθηκε σχεδόν αποκλειστικά από τον Hammill. Υπήρξε, επίσης, ο πρώτος που κυκλοφόρησε από τη δική του εταιρία, μία προσπάθεια που θα συνεχιστεί και στο μέλλον με διάφορες εταιρίες. Αν μη τι άλλο ο δίσκος αυτός υπήρξε η καλύτερη απόδειξη ότι οι βετεράνοι του progressive μπορούσαν να κινηθούν στη «δύσκολη» δεκαετία του '80 πολύ πιο ποιοτικά, μοντέρνα αλλά ταυτόχρονα και διαχρονικά από ό,τι οι περισσότεροι επέλεξαν να κάνουν.
Fireships (1992)
Είπαμε ότι φλέρταρε με την έννοια του τραγουδοποιού από την πρώτη ημέρα, εδώ πλέον κάνει την υποψία πραγματικότητα. Εννέα τραγούδια στα οποία μπροστά ηγείται η σύνθεση και η ερμηνεία ακολουθεί για να την υπηρετήσει, παρουσιάζονται σε ένα πρωτότυπο για τα δεδομένα του ίδιου εγχείρημα. Χώρισε τα τραγούδια που είχε έτοιμα σε δύο κατηγορίες: τα ήρεμα και τα επιθετικά. Και ενώ τα επιθετικά κατέληξαν στο επίσης πολύ καλό δίσκο "The Noise", τα άλλα βρέθηκαν στο "Fireships". Η ιδέα (περιέργως;) δουλεύει και ο δίσκος αποτελεί ένα ξεχωριστό δημιούργημα στη δισκογραφία του, ικανό να αγγίξει και αδιάφορους προς το υπόλοιπο έργο του μουσικόφιλους.
Singularity (2006)
Η δεκαετία του 2010 υπήρξε γενναιόδωρη με τον Peter Hammill, σε μουσικό τουλάχιστον επίπεδο. Όχι μόνο κατάφερε με διαδοχικές ποιοτικότατες κυκλοφορίες να διατηρήσει τους οπαδούς του, αλλά έφτασε στο σημείο να κάνει και καινούριους. Με διαφορά βραχείας κεφαλής ξεχωρίζει το "Singularity". Όπως συνήθως συμβαίνει στον συγκεκριμένο καλλιτέχνη, ο δίσκος σημαδεύεται από τις προσωπικές του εμεπιρίες. Ετσι έχουμε από τη μία την (πρόσφατη τότε) επανένωση των VDGG και από την άλλη (ακόμα σημαντικότερο) την καρδιακή προσβολή την οποία είχε μόλις ξεπεράσει. Ιδιαίτερα το δεύτερο δε θα μπορούσε να μην τον επηρεάσει στη μουσική του και κυρίως στους στίχους του, που πραγματεύονται τη ζωή και το θάνατο. Η έκπληξη εδώ έρχεται από το πόσο άμεσο είναι το εναρκτήριο "Our Eyes Give It A Shape" και πόσο καθαρό «ροκάκι» είναι το "Vainglorious Boy", παρόλο που το σκοτάδι επανέρχεται στα επόμενα σημεία του άλμπουμ με αποκορύφωμα το ανατριχιαστικό "White Dot", που είναι ηχογραφημένο ανάστροφα.
Κώστας Σακκαλής