Αφιέρωμα στους Deep Purple

05/08/2003 @ 07:12
Deep Purple... ’Οσα και να γραφτούν για αυτό το συγκρότημα ίσως να μην αρκούν, ίσως και να είναι άδικο για αυτούς, για τα πράγματα που δεν είναι σε θέση να ειπωθούν. Και αυτό διότι η ιστορία που έγραφαν και συνεχίζουν να γράφουν αποτελεί από μόνη της αστείρευτη πηγή γνώσεων. Σημάδεψαν γενιές, μεγάλωσαν μαζί τους εκατομμύρια άνθρωποι και, ακόμη και σήμερα, μεγαλώνουν νέοι μαζί τους. Μία μικρή διαφορά των μεν από τους δε είναι κάποια χρόνια διαφοράς στην ηλικία. Αλλά αυτό είναι κάτι αμελητέο, διότι όπως οι Purple χαρακτηρίζονται από μία φρεσκάδα και λαμπερότητα, έτσι και οι οπαδοί τους, ανεξαρτήτου ηλικίας, διατηρούνται πάντα νέοι μέσα τους. Και η μουσική τους δείχνει πως είναι το ελιξήριο αυτής της νεότητας...

Τα ιδρυτικά μέλη του εκ των ιστορικότερων συγκροτημάτων στον χώρο της παγκόσμιας ροκ σκηνής ήταν οι εξής: Ritchie Blackmore (14.04.1945, κιθάρα), Jon Lord (09.06.1941, πλήκτρα), Nick Simper (1946,μπάσο), Ιan Paice (29.06.1948, ντραμς) και Rod Evans (19.01.1945, φωνητικά). Αυτοί πριν από 36 χρόνια περίπου έδωσαν πνοή, όχι στους Deep Purple αλλά στους Roundabout, οι οποίοι μετονομάστηκαν σε Deep Purple. Η συγκεκριμένη ονομασία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ο τίτλος από ένα τραγούδι των 60’s, των Nino Tempo,April Stevens, το οποίο και γνώρισε μεγάλη επιτυχία.



Το 1968 έγινε το επίσημο ντεμπούτο των Deep Purple με την κυκλοφορία του single “Hush”, διασκευή του δημιουργήματος του Joe South. H αρχή είχε γίνει... Μπορεί η δουλεία αυτή να μην ήταν δική τους, ωστόσο πούλησε 190.000 αντίτυπα στις Ηνωμένες Πολιτείες και σκαρφάλωσε στο νούμερο 5 του αμερικάνικου chart, μεταξύ 100 τραγουδιών. Ένα μήνα αργότερα, τον Ιούλιο του 1968, κυκλοφόρησε το “Shades of Deep Purple”, το πρώτο τους LP. Άλμπουμ ελαφρώς άναρχο, με ψυχεδελικές τάσεις, αποτελούμενο από μπαλάντες και κάποιες διάσκευες. Τον Φλεβάρη του 1969 κυκλοφόρησε το single “Emaretta” και το single “Kentucky woman”, διασκευή του τραγουδιού του Neil Diamond. Toν ίδιο χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε και το “Book of Taliesyn”, η δεύτερη δισκογραφική τους δουλειά. Το Νοέμβριο του 1969 κυκλοφόρησε η τρίτη δισκογραφική τους δουλειά με τίτλο “Deep Purple”. Tόσο απλά... Παραδόξως, παρότι δίσκο με δίσκο ο ήχος τους ωρίμαζε και γινόταν ολοένα και καλύτερος, ο τρίτος τους δίσκος δεν γνώρισε την ίδια επιτυχία με τους προηγούμενους. Την ίδια περίοδο αποχώρησαν από την μπάντα οι Rod Evans, Nick Simper, γυρίζοντας έτσι μία σελίδα της ιστορίας αυτής και σφραγίζοντας ένα κεφάλαιo...



Έπειτα από ακρόαση, οι Ian Gillan (19.08.1945) και Roger Glover (30.11.1945) ανέλαβαν τα φωνητικά και το μπάσο αντίστοιχα. Ρακένδυτοι και δίχως μέλλον και παρόν έως τότε ανέλαβαν ένα πραγματικά μεγάλο φορτίο, όπως εξελίχτηκε μετά. Η ένταξη των δύο αυτών μελών δημιούργησαν την δεύτερη σύνθεση των Purple, η αλλιώς ΜΑRK II(MKII)...




H προσωπική δουλειά του Jon Lord, η βασιλική φιλαρμονική ορχήστρα και η χημεία των Deep Purple ”γέννησαν” την τέταρτη δισκογραφική τους δουλειά, το “Concerto for group and orchestra”, δουλειά εξαιρετικά πρωτοποριακή, η οποία αποτέλεσε και πιλότο για αρκετά συγκροτήματα ακόμη και στις μέρες μας. Παρά το συντηρητικό κλίμα του βασιλευόμενου αγγλικού συστήματος, (ας μην ξεχνάει κανείς πως το κοινό που παρακολούθησε αυτό το κονσέρτο ζωντανά στο Royal Albert Hall ήταν κοινό ανάμεικτο. Θαυμαστές του συγκροτήματος και μεσήλικες, ακόμη και ηλικιωμένοι θαυμαστές της κλασσικής μουσικής) υπήρξαν κριτικές και θετικές και αρνητικές, οπότε όλα έβαιναν καλώς...



Και φτάνουμε στο 1970, στον Ιούνιο συγκεκριμένα, οπότε με το “In Rock”, την έκτη κατά σειρά δισκογραφική τους δουλειά, έρχεται και η καθιέρωση στην Ευρώπη, με το “Black Night” να φτάνει στο νούμερο 2 του chart. Kάπου εκεί ξεκίνησαν οι παγκόσμιες περιοδείες (Αμερική, Ευρώπη, Αυστραλία). Τον Σεπτέμβρη του 1971 κυκλοφόρησε η έβδομη δισκογραφική τους δουλειά, το “Fireball”, ένα άλμπουμ όχι προβληματικό, αλλά προβληματισμένο. Με νέο ήχο, πιο σκληρό, πιο σκοτεινό μπορεί να πει κάποιος. Κοινώς αποδεκτό είναι πως αυτός ο δίσκος είναι ο καλύτερος στιχουργικά και μαζί με το προηγούμενο τους album, οι καλύτερές τους απόπειρες. Τον Δεκεμβριο του 1971 στο Μontreux της Ελβετίας και έπειτα από μία μεγάλη περιπέτεια καθώς ο χώρος όπου επρόκειτο να ηχογραφήσουν τη νέα τους δουλεία τυλίχτηκε στις φλόγες, γεννήθηκε το ”Μachine head”, η όγδοη κατά σειρά δισκογραφική τους δουλειά. Χαρακτηριστική περιγραφή των γεγονότων της Eλβετίας μπορεί να βρει κανείς (να ακούσει μάλλον) στο “Smoke on the water”, τραγούδι αυτού του δίσκου, σίγουρα το εμπορικότερο όλης της δισκογραφίας των Purple: Aπό την πυρκαγιά στο Μontreux μέχρι το Grand Hotel, όπου και κατέληξαν για ηχογράφηση.



Με λίγα λόγια το “Machine Head” ήταν το πιο επιτυχημένο άλμπουμ των Purple από την άποψη ότι έγινε χρυσό στις πωλήσεις, συνοδεύτηκε από απόλυτα επιτηχημένες συναυλίες και το σημαντικότερο, αποτέλεσε το “διαβατήριο” για μία “αγορά” παρθένα, την Ιαπωνία. Ηταν το πρώτο rock ή heavy metal συγκρότημα που πέρασε ποτέ αυτά τα σύνορα. Οι Deep Purple λατρεύτηκαν στην Ιαπωνία και έδωσαν έτοιμη τροφή για όσα συγκροτήματα προσπάθησαν να ακολουθήσουν, αφού φοβόντουσαν προηγουμένως. Το συγκρότημα έβγαλε ένα live album από συναυλίες στην Ιαπωνία, το ”Live in Japan” ή “Made in Japan”.



Kάπου εκεί οι Purple είχαν φτάσει στο απώγειο της τότε δόξας τους και επειδή αν το καλοσκεφτεί κανείς είχαμε να κάνουμε και με ανθρώπινες σχέσεις, ήταν λογικό κάποια στιγμή να επέλθει κορεσμός και απώλεια κινήτρων. Έτσι το 1973 κυκλοφόρησε το “Who do we think we are” ένας δίσκος, που μόνο με την ονομασία του προμήνυε το τέλος, οριστικό ή όχι, κανείς δεν ήξερε τότε. Και έτσι έγινε τελικά. Η MK II “πέθανε” αλλά μονάχα αυτό, όχι οι Purple... Aφού λοιπόν αποχώρησαν ο Ian Gillan κουρασμένος και κορεσμένος και ο Roger Glover, έπειτα από ασταμάτητους καυγάδες με τον Ritchie Blackmore, η μπάντα έψαχνε πλέον για τραγουδιστή και μπασίστα (ξανά). Ήταν η αρχή της ΜΚ ΙΙΙ...



Ο David Coverdale (22.09.1951) και ο Glenn Hughes (21.08.1951) ανέλαβαν “χρέη” τραγουδιστή και μπασίστα αντίστοιχα, ο μεν προερχόμενος από τους Goverment, o δε από τους Trapeze. Το Νοεμβριο του 1973 το συγκρότημα μπήκε ξανά στο studio για τη νέα του δουλειά, το “Burn” και το αποτέλεσμα ήταν σίγουρα κάτι καινούριο. Πιο soul, πιο soft, πιο ερωτιάρικο ίσως, με τον Coverdale να αφήνει γρήγορα το σημάδι της συναισθηματικής φωνής του αλλά και με τον Hughes να παίρνει και αυτός μερίδιο μπροστάρη με τα υψηλόνοτα φωνητικά του. Η μεγαλύτερη στιγμή της ΜΚ ΙΙΙ ήταν όταν έδωσαν παρόν σε ένα φεστιβάλ-μύθο,τ ο California Jamming, παρέα με τους Βlack Sabbath, Eagles, E.L.P και 200.000 αφιονισμένους οπαδούς όλων των παραπάνω. Τον Δεκέμβριο του 1974 κυκλοφόρησε το “Stormbringer” και πλέον τα πράγματα άρχισαν να ξεφεύγουν ξανά από τον έλεγχο, αυτήν την φορά όμως με διαφορετικούς πρωταγωνιστές. Από την μία το ρεύμα της ανανέωσης που μπορεί να έδωσε πνοή για λιγο καιρό ακόμα στο συγκρότημα, ωστόσο άλλαξε άρδην και ολοκληρωτικά, τώρα προς το καλύτερο ή το χειρότερο, αυτό μπορεί να το κρίνει ο καθένας μέσα του. Από την άλλη όμως, ένας άνθρωπος πραγματικά δάσκαλος στο όργανό του, με τις ιδιοτροπίες του και τον λογικό εγωισμό του, ο Blackmore, έβλεπε πως αυτό που είχε ξεκινήσει πριν από κάποια χρόνια δεν έμοιαζε σε τίποτα με αυτό που έβλεπε τότε. Σκέφτηκε ίσως ότι δεν άνηκε σε αυτούς τους Purple. Έτσι μετά από τη συναυλία στο Οlympia της Γαλλίας και αρνούμενος να παραμείνει έστω για κάποια λεφτά από έσοδα (μειωμένα ωστόσο σε αυτήν την περίοδο) αποχώρησε...



Με τον Tommy Bolin πλέον στις κιθάρες (19.04.1951) οι Purple έβγαλαν έναν ακόμη δίσκο, το “Come tase the band”, ενθουσιώδης και ζωντανός (12/1975), όμως ουσιαστική χημεία δεν υπήρξε. Εξακολουθούσαν να υφίστανται οι ίδιες διαφωνίες περί της προσωπικότητας που θα έπρεπε να έχει το συγκρότημα. Οι συναυλίες τους από μέτριες έως κακές. Ένα επεισόδιο κατά την διάρκεια μιας ζωντανής εμφάνισης τους στην Αγγλία έμελλε να είναι και το τέλος αυτής της περίοδου. Συνάμμα με τον αιφνίδιο θάνατο του Βolin από χρήση ναρκωτικών λίγο καιρό έπειτα της διάλυσης των Purple τόνισε και τραγικά την όλη κατάσταση...



Προσπάθειες επανασύνδεσης έγιναν αρκετές, σε φιλολογικό επίπεδο περισσότερο, και από τα μέλη της ΜΚ ΙΙ, καθώς οι Purple ήταν κάτι που δεν μπορούσε να πεθάνει τόσο εύκολα και με το πέρασμα των χρόνων οι εγωισμοί πήγαιναν σιγά σιγά στην άκρη. Αυτό και μόνο αποτελούσε κίνητρο και πρόκληση. Όμως περάσαν αρκετά χρόνια, συγκεκριμένα φτάσαμε στο 1984 με το “Perfect Strangers”, oπότε και η επανασύνδεση ήταν γεγονός, σκορπίζοντας χαρά στους εκατομμύρια θαυμαστές της μπάντας ανά τον κόσμο. Με εμφανή τα σημάδια του χρόνου στα πρόσωπά τους, οι Purple ξεκίνησαν μία νέα προσπάθεια, αξιοπρόσεκτη και με την νέα,τους τότε δουλειά και με την επόμενη, το “House of the blue light” του 1987. Και πάλι όμως, ίσως κουραστικές λεπτομέρειες αντιδικιών οι οποίες δεν αξίζει να αναφερθούν,το συγκρότημα οδηγήθηκε για μία ακόμη φορά στην διάλυση...



Μία ακόμη επανασύνδεση το 1990 με frontman τον μέχρι πρότινος τραγουδιστή των Rainbow, Joe Lynn Turner, προσέφερε μία ακόμα δουλειά, αξιόλογη μεν, τίποτα το εξαιρετικό δε, το “Slaves and Masters”... Kαι όπως εύκολα φαντάζεται κανείς έπειτα από αυτόν τον δίσκο, είχαμε μία ακόμη αλλαγή στη σύνθεση του συγκροτήματος, με την αποχώρηση του Τurner (καθότι το πείραμα δεν αποδείχτηκε πετυχημένο) και την επάνοδο του Gillan (στην γνωστή δοκιμασμένη συνταγή). Το αποτέλεσμα και αυτής της προσπάθειας ήταν το “Battle rages on” το 1993. Κάπου εκεί αποχώρησε ξανά ο Blackmore και έκανε και ένα πέρασμα ο Joe Satriani, πραγματοποιώντας μαζί τους κάποιες ζωντανές εμφανίσεις με ημερομηνία λήξης...



Πέρασαν 3 χρόνια μέχρι το 1996 με το άλμπουμ “Purpendicular” και με κιθαρίστα πλέον τον Steve Morse (πρώην κιθαρίστα των Dixie Dregs, Kansas) για να αποδείξουν επιτέλους οι Purple ότι ποτέ δεν είχαν τελειώσει μουσικά, απλά προσπαθούσαν να οικοδομήσουν ξανά κάτι που ο χρόνος και οι ανθρώπινες αδυναμίες το απαγόρευαν: Tους παλιούς Purple. Aπαλλαγμένοι από τα λάθη και τα φαντάσματα του παρελθόντος και με έναν κιθαρίστα ο οποίος δεν είναι Βlacmore (αλλά όπως αναφέρθηκε παραπάνω δεν χρειάζεται να είναι Βlackmore), ωστόσο έδωσε το φιλί της ζωής χάρη στην απλότητά και την αντι-σταρ προσωπικότητά του. Με τη διάθεση και το κέφι του, γνωρίζοντας πως μόνο με το να σεβαστεί την ιστορία του συγκροτήματος, θα έπαιρνε και αυτός το μερίδιο της δοξας. Το “Purpendicular” ήταν μία πολύ καλή δουλειά οι εμπνέυσεις του Morse αυθεντικές και φρέσκες και έτσι η προσαρμογή του ήταν τουλάχιστον εύκολη...



Η τελευταία έως τώρα δισκογραφική δουλειά του συγκροτήματος είναι το “Abandon” (1998) και όλοι οι θαυμαστές των Purple απλά περιμένουν την προαναγγελθείσα δουλειά τους, ”Bananas”, η οποία αναμένεται τον Άυγουστο που μας έρχεται να κοσμεί τα δισκοπωλεία...



Είναι αναμφισβήτητο πως οι Deep Purple έχουν ιστορία πάρα πολύ μεγάλη, γεμάτη δόξα, αλλά και κακές στιγμές. Έιναι μία πολυτάραχη ιστορία και το συγκρότημα πέρασε από όλα τα στάδια: γέννηση, άνοδος, καταξίωση, καθιέρωση, παρακμή, πτώση. Ακόμα και όταν έδειξε ότι “πεθαίνει” η ιδέα ήταν πάντα ζωντανή. Τώρα απλά όλοι οι θαυμαστές τους εύχονται αυτό το παραμύθι να τελειώσει όσο πιο αργά γίνεται, διότι κακά τα ψέμματα, τα χρόνια έχουν περάσει…







Deep Purple... ένα εκ των ενδοξότερων συγκροτημάτων της ροκ μουσικής σκηνής από πλευράς προσφοράς στον χώρο, από την άποψη ότι άφησαν τα σημάδια της μουσικής τους ανεξίτηλα στον χρόνο, ακόμη και σήμερα, έπειτα από 36 χρόνια. Και τελειώνοντας να σημειώσω ότι τα συγκροτήματα τα οποία σχετίζονται με τους Purple προήλθαν από τις κατά καιρούς διαλύσεις τους. Συγκροτήματα όπως οι Rainbow και Whitesnake άφησαν και αυτά με την σειρά τους βαριά κληρονομία με δίσκους όπως το "Rising" (Rainbow), "Saints and sinners" (Whitesnake) τα οποία και αναφέρω ενδεικτικά.



MARK I: Blackmore, Lord, Evans, Simper, Paice


MARK II: Blackmore, Lord, Glover, Gillan, Paice


MARK III: Blackmore, Lord, Coverdale, Hughes, Paice


MARK IV: Bolin, Lord, Coverdale, Hughes, Paice


MARK II b: Blackmore, Gillan, Glover, Lord, Paice


MARK V: Blackmore, Turner, Glover, Lord, Paice


MARK II c: Blackmore, Gillan, Lord, Glover, Paice


MARK VI: Satriani, Gillan, Lord, Glover, Paice


MARK VII: Morse, Gillan, Lord, Glover, Paice



Γιάννης Λεντάρης

  • SHARE
  • TWEET