Wiegedood

There's Always Blood At The End Of The Road

Century Media Records (2022)
Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 13/01/2022
Το τραύμα ως μέσο ενδυνάμωσης, ή πώς να συνθέσεις επικίνδυνο και σύγχρονο black metal ξεπερνώντας τον εαυτό σου
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Παραδόξως, τέσσερα χρόνια χρειάστηκαν οι Wiegedood για να επιστρέψουν δισκογραφικά. Παραδόξως, διότι, οι τρεις πρώτοι εξαιρετικοί τους δίσκοι, κυκλοφόρησαν μέσα στην τριετία 2015-2018. Έκτοτε, σιωπή για το σχήμα με μέλη (πρώην και νύν) από Amenra και Oathbreaker. Το ακραίο τέκνο της Church Of Ra όμως δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Οι Βέλγοι, έχοντας ξεδώσει στο μεσοδιάστημα με το old school death metal side-project των Living Gate, αποφάσισαν να κυκλοφορήσουν τον τέταρτο δίσκο τους, ανανεώνοντας το ηχόχρωμά τους.

Η "De Dodden Hebben Het Goed" τριλογία ανέδειξε ένα συγκρότημα που αντιλαμβάνεται στον μέγιστο βαθμό τις παραδοσιακές σκανδιναβικές διδαχές του ήχου. Με κάθε επόμενο δίσκο, η σήψη και η λάσπη πάνω στις οποίες είναι κτισμένο το οικοδόμημα της καλλιτεχνικής κολλεκτίβας που υπηρετούν οι μουσικοί αυτοί, φιλτραριζόταν υπό το ψύχος και τον αρνητισμό της κλασικής black metal τεχνοτροπίας. Πλέον, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι Wiegedood επέλεξαν να συστηθούν εκ νέου, σε μια νοητά παράλληλη τροχιά με το "De Doorn" των Amenra. Ο κύκλος έκφρασης θρήνου και σκοτεινών συναισθημάτων εξαιτίας του θανάτου του Florent Pevee, φίλου των μουσικών, ολοκληρώθηκε δραματικά και ατμοσφαιρικά. Το ταξίδι όμως δεν έφτασε στο τέλος του, υπάρχουν μερικά ακόμη χιλιόμετρα στο μονοπάτι των Wiegedood.

Πλέον, οι Φλαμανδοί επιλέγουν να αφήσουν στην άκρη τον θρήνο και να αναλάβουν δράση. Παρελθόν αποτελούν, πέραν της χαρακτηριστικής τιτλοφόρησης, οι μακροσκελείς συνθέσεις και τα υποβλητικά μουσικά χωρία. Το νέο black metal των Wiegedood είναι υπέρ του δέοντος μανιακό, φλερτάροντας με την παράνοια. Οι εννέα συνθέσεις συνολικής διάρκειας 45 λεπτών, μπορεί να φαντάζουν επιφανειακά πιο «εξορθολογισμένες» αλλά η πραγματικότητα διαψεύδει. Η μουσική τους εδράζει στο δεύτερο κύμα του ιδιώματος αλλά διακατέχεται από μια αστική χροιά. Δεν καινοτομεί ως προς την εισαγωγή ξενικών ηχοχρωμάτων, διαθέτει όμως αρκετό βιτριόλι ώστε κάθε απρόσμενη τροπή της να συγκλονίζει. Οι μικρόκοσμοι των τραγουδιών είναι αδυσώπητοι, εφιαλτικοί και κλειστοφοβικοί.

Οι Wiegedood επέλεξαν να δημιουργήσουν ένα άλμπουμ που επουλώνει. Η ανορίοτη εξωτερίκευση οργής και μαυρίλας, η δίχως μέτρο ή φίλτρο εκτόξευση ενδόμυχου αρνητισμού, αποσκοπεί στην κάθαρση. Όπως σημείωσε ο, κιθαρίστας και τραγουδιστής, Levy Seynaeve, αυτό είναι ένα άλμπουμ ίασης πληγών, το απαραίτητο βήμα προς το μέλλον. Ο ωμός σουρρεαλισμός των Βέλγων (κάτι ξέρουν εκεί πάνω σε αυτό) απαιτεί αντοχές. Η πίεση με την οποία τα ιλλιγιώδη riffs και κομμάτια αποκαλύπτουν τις καλλιτεχνικές τους αρετές, ενώ παράλληλα εξωθούν την ένταση στα άκρα, είναι ασφυκτική. Η παραγωγή αναδεικνύει την χάρη μπάσου και τυμπάνων που οικοδομούν υγρούς τοίχους και βοώδη βασανιστήρια. Τα φωνητικά, είτε ως λαρυγγισμοί, είτε ως φρικιαστικά ουρλιαχτά, δεν ακολουθούν απλώς κατά πόδας τις κιθάρες, αλλά στοιχειώνουν με την πειστικότητά τους.

Το σύγχρονο αποτύπωμα των Wiegedood, σβήνει μονομιάς κάθε αναστολή σχετικά με την κρισιμότητά τους. Σε αυτό το σημείο όφειλα να ομολογήσω πως η απόσταση ανάμεσα στο "De Dodden Hebben Het Goed I" και το "III" ήταν αρκετή για να ελπίζω σε αλλαγή πορείας από το σχήμα. Η στροφή του "There's Always Blood At The End Of The Road", είναι ένα καταραμένο χωνευτήρι ιδεών. Οι πρώιμοι Satyricon συναντούν τους στριφνούς Mayhem, το ορθόδοξο black metal το δυσαρμονικό. Τα κομμάτια επιδίδονται ως αγέλη σε μια καταδίωξη, θέλοντας εισέλθουν σε σοκάκια και σε δωμάτια για να σε αφαιμάξουν από την ψευδεπίγραφη «ασφάλειά» σου.

Η αδιανόητη έναρξη με το "FN SCAR 16" θα ντροπίασει αρκετούς δήθεν ηγέτες της σκηνής. Οι ύστεροι Mayhem θα εύχονταν να είχαν συνθέσει το "Now Will Always Be". Η ενέδρα μέσα από την οποία ξεπροβάλλει η καταληκτική μελωδία του "Noblesse Oblige Richesse Oblige" δεν αφήνει επιζόντες εν γνώσει της, αφού σβήνει μέσα σε ambient κακοφωνίες. Το σπαστικό "Nuages" εσωτερικεύει αρκετά "avant-garde" κιθαριστικά τερτίπια ώστε να οφείλω να τονίσω την τεχνική κατάρτιση των μελών. Το φινάλε του άλμπουμ με το "Carousel" είναι μέσα στην ματαιότητά του λυτρωτικό, με την κυκλική μελωδία να σπάει τα δεσμά της πνευματικής κενότητας στην οποία προηγουμένως ο δίσκος σε είχε εξωθήσει.

Οι Wiegedood έχουν κατανοήσει πλήρως πως τίποτα δεν έρχεται άκοστα. Ο απροκάλυπτοες τρόπος που διοχετεύουν τον πόνο έχει μια υπαρξιακή χάρη. Η επιλογή τους να επικεντρωθούν στο κορυφαίο και διεστραμμένο "And In Old Salamano's Room, The Dog Whispered Softly" στον εν λόγω χαρακτήρα από τον «Ξένο» του Καμύ, μόνο τυχαία δεν είναι. Στον αντίποδα, στέκει το, σαν από βγαλμένο από το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι, "Theft And Begging". Η απομόνωση, η αδιαφορία, η παρακμή, τα κατώτερα ένστικτα όλα φωνάζουν όπως τα, σποραδικά μα άριστα, leads και solos. Επανέρχονται, μέχρι να σε καταπιούν ή να τα υπερβείς. Το αίμα στο τέλος της διαδρομής, είναι ο απαιτούμενος φόρος καθώς και το επινίκιο της εσωτερικής αναμέτρησης που ξυπνούν οι ακροάσεις. Οι Wiegedood σε προειδοποίησαν. Δεν μπορείς να ισχυριστείς πως δεν ήξερες.

  • SHARE
  • TWEET