Σφηνάκι από κυάνιο

Ο Νίκος Παπαδογιάννης μελετάει το φύλλο της στατιστικής και ανακαλύπτει νούμερα που ξαφνιάζουν. Και δεν αναφέρεται στο Ευρωμπάσκετ

Από τον Νίκο Παπαδογιάννη, 02/09/2015 @ 10:16
To κείμενο που έγραψα πριν από δύο εβδομάδες, για τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τις ευαισθησίες του και το εκπληκτικό κομμάτι για «τον Χομαγιούν και τον Βακάρ» έφτασε σε πολύ περισσότερες οθόνες απ' όσες υπολόγιζα.

Ελπίζω ότι άγγιξε ισάριθμες -ή και περισσότερες- καρδιές. Όχι το άρθρο, αλλά το ίδιο το τραγούδι και η ιστορία των δύο μεταναστών που θυσίασαν τη ζωή τους για να σώσουν δύο άγνωστους ηλικιωμένους Έλληνες στις γραμμές του τρένου.

Ο Παπακωνσταντίνου σκάρωσε ένα υπέροχο blues βγαλμένο θαρρείς από κάποιο ελληνικό «δέλτα», αλλά το κατοίκησε με φευγάτες ψυχές. Θα μπορούσε να γράψει στίχους για αγάπες, λουλούδια, αερικά και ξωτικά.

Όχι. Τη μουσική του την κατοικούν άνθρωποι. Και ανθρωπιά, που καθρεφτίζει το ιερό βλέμμα του ικέτη.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που μου έδωσαν οι αγαπητοί συνάδελφοι που γενναιόψυχα με φιλοξενούν στο Rocking.gr, το άρθρο μάζεψε 12.500 «κλικ» (τετραπλάσια από τον δικό μου μέσο όρο) και 2.800 «like» (ενώ σπανίως μαζεύονται έστω εκατό).

Και δεν ήταν καν καλό. Τα «λάικ» ανήκουν στον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Ακόμα περισσότερο στον Χομαγιούν Άνγουαρ και στον Βακάρ Αχμέντ. Εμείς, η γενιά των επαναστατών του πληκτρολογίου, δεν θα γίνουμε ποτέ αντάξιοί τους.

Είδα για πρώτη φορά συναυλία του «Θανασάρα» (όπως τον αποκαλούν φίλοι, οπαδοί και συνεργάτες) την Παρασκευή 14 Αυγούστου, στο φεστιβάλ της Αρβανίτσας στον Ελικώνα.

Ως αδαής, ξαφνιάστηκα από την πυκνότητα του ήχου και του στίχου. Από την ευρηματική ενορχήστρωση και από την ποιότητα του υλικού. Από τη χαρισματικότητα του σεμνού δημιουργού.

Περισσότερο, όμως, ξαφνιάστηκα από τις αντιδράσεις του εκστατικού κοινού. Από το αίσθημα διονυσιακής ευφορίας που πλημμύριζε το δάσος.

Το αποτελούσαν, μάλιστα, πιτσιρικάδες, το κοινό. Αν πρέπει να μαντέψω τον μέσο όρο ηλικίας, εγώ ο σχεδόν 50άρης που τον ανέβαζα ξεδιάντροπα, θα έλεγα 25.

Τα περισσότερα αγόρια είχαν χιπστεράδικο μούσι και έμεναν σε αντίσκηνα, αλλά είδα και αμούστακους. Και κοπελίτσες που σίγουρα πηγαίνουν ακόμη σχολείο.

Τι στην ευχή βρίσκει αυτή η γενιά στον Θανάση Παπακωνσταντίνου;

Μιλάμε για έναν καλλιτέχνη που δεν μπορεί να τραγουδήσει ούτε για να σώσει τη ζωή του. Για στριφνά τραγούδια των 5-6 λεπτών που δεν ακολουθούν την κλασική συνταγή κουπλέ-ρεφρέν. Για στίχους που είναι περίπου αδύνατο να απομνημονευθούν και για λέξεις που θα δυσκόλευαν ακόμα και τον Μπαμπινιώτη.

Για έντεχνο, με όλη τη σημασία του όρου. Εάν η μπάντα του ήταν Άγγλοι, θα ήταν οι Radiohead.

Πώς ακριβώς μιλάει ο Θανάσης στην καρδιά των 20άρηδων; Το σουξέ του Χαρούλη ή του Μίλτου, κουτσά στραβά το καταλαβαίνω. Ή και του Μάλαμα και του Βασίλη. Σύμφωνοι, ο «άλλος Παπακωνσταντίνου» είναι απλός και ανθρώπινος και καταφανώς «ένας από εμάς».

Αρκεί όμως αυτό για να του χαρίσει τέτοια απήχηση; Εάν η απάντηση είναι θετική, αρχίζω ξανά να ελπίζω για το μέλλον και για το συλλογικό γούστο αυτής της χώρας.

Κι ας είναι λίγο παράφωνος ο Θανασάρας. Δικά του είναι τα τραγούδια και έχει κάθε δικαίωμα να τα τραγουδήσει όπως γουστάρει.

Προσωπικά, θα έπρεπε να ανήκω στους αμφισβητίες. Δεν είμαι χιπστεράς, έχω αλλεργία στα κρεμαστά μούσια και δεν συχνάζω στην πλατεία Αγίας Ειρήνης.

Είναι πιθανότερο να κλειστώ για πάντα στο σπίτι μου, παρά να κάνω κάμπινγκ. Οποιον έχει μαλλί τζίβα, τον αποφεύγω σαν πανούκλα.

Επίσης, μου είναι εξαιρετικά δυσάρεστος ο ήχος του μπουζουκιού, του μπαγλαμά και του ζουρνά. Τους αντέχω μόνο σε δόσεις των 5 λεπτών και μόνο αλυσοδεμένος. Κανονικά, θα έπαιρνα δρόμο μπροστά στο όνομα «Λαϊκεντέλικα».

Ωστόσο, κάθισα ν' ακούσω την "Πρόσκληση Σε Δείπνο Κυανίου" και ζαλίστηκα. Βεβαίως, ο ήχος είναι πολύ πιο rock και εξωστρεφής απ' όσο φοβόμουν. Μπουζούκι δεν έπιασε πουθενά το αυτί μου, ούτε κανονάκι και κλαρίνο.

Το ακούω συνεχώς εδώ και δύο εβδομάδες. Και το μούσι μου δεν λέει να μεγαλώσει. Τόσο νόστιμο είναι το κυάνιο;

Η «γνωριμία» με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου ήταν -για μένα τον ερασιτέχνη μουσικόφιλο- το καλύτερο νέο του καλοκαιριού. Όχι μόνο για την ποιότητα και το ήθος του ανδρός, αλλά κυρίως επειδή μου έμαθε τον Χομαγιούν και τον Βακάρ.

Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκέπασε, τους δύο αδικοχαμένους μετανάστες, σε τούτο τον παγερό ξένο τόπο.
  • SHARE
  • TWEET