Βοήθεια, κάποιος να μου εξηγήσει

Ο Νίκος Παπαδογιάννης παρακολούθησε τους Foo Fighters στο φεστιβάλ του Werchter και παραχωρεί, ευχαρίστως, σε κάποιον άλλον τη θέση του στο Ηρώδειο

Από τον Νίκο Παπαδογιάννη, 10/07/2017 @ 12:05

Έκανα προσπάθεια με τους Foo Fighters. Έκανα μεγάλη προσπάθεια για να ανακαλύψω πού ακριβώς κρύβονται τα θέλγητρά τους, αυτά που φέρνουν εκατό χιλιάδες κόσμο στη συναυλία τους.

Άκουσα προσεκτικά τους δίσκους που μου είχαν ξεφύγει, ξαναφόρτωσα στο iPod κάποια σβησμένα, έριξα φως σε μισοσκότεινες γωνιές, διάβασα ανταποκρίσεις και αναλύσεις, ζήτησα από μυημένους φίλους να μου φτιάξουν Τop-30 με τα αγαπημένα τους κομμάτια, ζήτησα από τους ίδιους μυημένους φίλους να μου φτιάξουν Τοp-30 με κομμάτια που θα ταίριαζαν περισσότερο στα δικά μου, διεστραμμένα γούστα, αγόρασα και εισιτήριο για μία από τις μεγαλύτερες συναυλίες τους.

Ωστόσο, τζίφος.

Μπορεί να είμαι εγώ γεροπαράξενος και άμπαλος και μυρωδιάς και κολλημένος, αλλά συμπαθάτε με, δυσκολεύομαι να εντοπίσω πού παραμονεύει, κρυμμένη, η γοητεία τους.

Το hard rock που παίζουν μου φαίνεται υπερβολικά τετραγωνισμένο και ανέμπνευστο, σχεδόν γυμνασιακό. Υποκείμενο, ρήμα, αντικείμενο. Κιθάρα, μπάσο, ντραμς και λίγα άναρθρα ουρλιαχτά, ώστε να κρύβουμε το έλλειμμα ουσίας.

Ο Dave Grohl σκίζει σε κόμμωση και σε βιογραφικό, αλλά δεν είναι ο frontman που θα μπορούσε να καμουφλάρει τα μειονεκτήματα μίας ούτως ή άλλως μέτριας μπάντας, με ούτως ή άλλως μέτριο υλικό.

Τους έβλεπα την περασμένη Κυριακή στο Rock Werchter, όπου ήταν -μακράν του δεύτερου- το δημοφιλέστερο συγκρότημα του φεστιβάλ και πάσχιζα ξανά από την αρχή. Αλλά, τίποτε. Είκοσι λεπτά αδιαφορίας για κάθε τρίλεπτο ισχνού ενδιαφέροντος.

Και, μπροστά μου, κόσμος να χτυπιέται, σαν να μην υπάρχει αύριο. Όχι μόνο οι πιτσιρικάδες που νομίζουν ότι το απαύγασμα του rock είναι οι Linkin Park, αλλά και μεγαλύτεροι, με μπλούζες Springsteen ή Pearl Jam.

Μου ερχόταν να τους πιάσω έναν έναν από τον γιακά, να τους βγάλω το ανάποδο καπέλο και να τους ρωτήσω τι ακριβώς θεωρούσαν ξεχωριστό στη μουσική που άκουγαν.

«Θα έκαναν ποτέ καριέρα αυτά τα τραγούδια, πέρα από δύο-τρία, αν έβγαινε να τα ερμηνεύσει μία άγνωστη μπάντα από την Ευρώπη;» «Θα γινόταν ποτέ αστέρας πρώτου μεγέθους αυτός ο τύπος, με αυτήν τη φωνή, αν δεν προερχόταν από τα σπλάχνα των Nirvana;»

Πετάχτηκα στο μπαρ, πήρα την πέμπτη μπίρα της βραδιάς και παραδόθηκα. Υπάρχουν και πολύ χειρότερα, σκέφτηκα. Άλλωστε οι Foo Fighters είναι έντιμοι και ιδρώνουν τη φανέλα όσο λίγοι. «Να σε δω του χρόνου με τον Εd Sheeran», είπε κάποιος δίπλα μου.

Αφέθηκα στην ωραία μελωδία του ουρανοκατέβατου "Skin And Bones", είδα και το ντουέτο με την Allison Mosshart στο καινούργιο "La Dee Da" και πήρα τον δρόμο της επιστροφής, έχοντας παρακολουθήσει τα 2/3 της συναυλίας.

«Τουλάχιστον θα γλιτώσω την πασαρέλα του Ηρωδείου», σκέφτηκα. Στο Werchter είχε δροσούλα, γρασίδι και φτηνή, κρύα μπύρα. Και, σε κάποιο άλλο μήκος κύματος, Radiohead.


Ακολουθεί το κείμενο με τις -συνοπτικές- εντυπώσεις μου από το Werchter, όπως δημοσιεύτηκε στο gazzetta.gr, με τίτλο «Άσε τα κουμπάκια, μικρέ»:

Στο φεστιβάλ του Werchter, υπήρξαν γραμματάκια που χάλασαν κόσμο: «FF» στα καπελάκια των αναρίθμητων οπαδών των Foo Fighters, «SOAD» στις καρδιές όσων βλέπουν στα πρόσωπα των ατίθασων Αρμένιων ένα ισχυρό αντίδοτο στο δηλητήριο του Τραμπ, «Alt-J» για εκείνους που υποψιάζονται ότι γεννήθηκε μία νέα indie υπερδύναμη, «Blink-182» για κάποιους που επιμένουν στη ροκ των κρουαζιερόπλοιων, «ΟΚΝΟΤΟΚ» από τον κωδικό της επετειακής επανέκδοσης του «OK Computer».

Ωστόσο, ήταν μία σειρά από πέντε πελώρια κεφαλαία γράμματα εκείνη που σκόρπισε ανατριχίλα: «QATAR».

Γραμμένο στην κοιλιά ενός αεροπλάνου, της αεροπορικής εταιρίας της χώρας που υποτίθεται ότι υποθάλπει τη τζιχαντιστική τρομοκρατία, σε χαμηλή πτήση πάνω από τα χωράφια του φεστιβάλ, για να το βλέπουν όλοι και να αγριεύονται.

Βέλγιο; Συναυλία; Τρομοκράτες; Αεροπλάνο; Βρε μπας και...

Το σιδερένιο πουλί συνέχισε την άκακη πορεία του προς το γειτονικό αεροδρόμιο του Ζάβεντεμ και το Werchter ολοκληρώθηκε αναίμακτα. Βοήθησαν, στην ομαλή διεξαγωγή, τα ενισχυμένα μέτρα ασφαλείας.

Η είσοδος των 90.000 φεστιβαλιστών στον χώρο γινόταν μέσα από τριάντα ανιχνευτές μετάλλων, ενώ γινόταν και ξεχωριστός έλεγχος στις τσάντες και στα σακκίδια. Αυτό, φυσικά, έφερε μεγάλες ουρές.

Τα 45-60 λεπτά της αναμονής κατέστρεψαν το μεσημεριανό σκέλος της δικής μας wishlist, αλλά εντάξει, έτσι κι αλλιώς δεν κόβουμε φλέβες για τους Dropkick Murphys ούτε για τους Blues Pills ούτε για τους Cigarettes After Sex (συχνάζουν και στην Ελλάδα άλλωστε).

Όσο για τον Seasick Steve, αυτόν τον είχαμε συνεχώς μέσα στα πόδια μας, όσοι στήναμε στασίδι στα κάγκελα, μπροστά, δεξιά. Βγάλαμε ακόμα και σέλφι, για να μη λέτε ότι σας κοροϊδεύουμε.

Λίγο ακόμη και θα τον βάζαμε να μας τραγουδήσει καμιά πριβέ μπλουζιά στα διαλείμματα ανάμεσα στις συναυλίες...

Μπλουζίστας-ξεμπλουζίστας, ο Στηβάρας, χόμπο-ξεχόμπο, μια χαρά καθόταν και άκουγε τις γοητευτικές (αν και ανιαρές) ηλεκτρονικούρες του James Blake.

Άλλοι στη θέση του θα εκτόξευαν πατσαβούρες. «Άσε τα κουμπάκια μικρέ και πούλα την ψυχή σου στον διάβολο να καταλάβεις τι εστί βερύκοκο».

Το πρώτο και το τελευταίο πράγμα που έχω να καταθέσω μετά το φετινό Werchter (δεύτερο για την αφεντιά μου, μετά από εκείνο του 2015), είναι ότι οι Radiohead ζουν γύρω στους 90 πλανήτες πιο πέρα από κάθε άλλο συγκρότημα.

Η 20ή επέτειος από την έκδοση του ορόσημου «OK Computer» τους βρίσκει σε τρομακτική φόρμα και σε σπάνια κρίση εξωστρέφειας: «Χαίρετε, έχουμε στις αποσκευές μας το κορυφαίο άλμπουμ των τελευταίων δεκαετιών και ήρθαμε να σας πάρουμε τα κεφάλια».

Λίγη ώρα νωρίτερα, προσπάθησαν με αρκετή αποτυχία να μας πάρουν τα ίδια κεφάλια οι Royal Blood, οι οποίοι φαίνονται ικανοί να ξωπετάξουν τους Black Keys από τον παλιό θρόνο των White Stripes. Δύο τύποι χωρίς κιθάρες από τη Λούτσα της Αγγλίας, δηλαδή το Μπράιτον!

Αποδείχθηκε σχεδόν απαράβατος, ο κανόνας του τετραημέρου: ό,τι προερχόταν από την ένθεν ακτή του Ατλαντικού είχε ενδιαφέρον, ενώ όσα προέρχονταν από την απέναντι περνούσε χωρίς να ακουμπάει. Για τα δικά μας γούστα, τουλάχιστον.

Ίσως, βέβαια, να μας επηρέασαν οι ορδές των μεθυσμένων κουφιοκέφαλων με τα ανάποδα καπελάκια και το προεκλογικό πρόγραμμα του Τραμπ στην κωλότσεπη.

Συγγνώμη, όμως, ποιος αντέχει δύο ώρες Linkin Park με τη μηδενική έμπνευση και τη στείρα αναχρονιστική αγριάδα; Από πού και ως πού κερδίζουν θέση headliner μπροστά από τους Arcade Fire oι Κings Of Leon;

Για ποιον ακριβώς λόγο θα πρέπει να θεωρήσουμε κορυφαίο συγκρότημα τους Foo Fighters, με το τετραγωνισμένο, σχεδόν σχολικό ροκ και την ισχνή σε όλα τα επίπεδα πλην κόμμωσης παρουσία του Dave Grohl;

Yποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο, κιθάρα-μπάσο-ντραμς-μουγκρητά ad nauseam. Ίσως απλώς να μεγαλώσαμε εμείς.

Στους Kings of Leon αντέξαμε μέχρι το 5ο τραγούδι, στους Linkin Park μέχρι το 4ο, ενώ τους Foo Fighters τους εγκαταλείψαμε στα 2/3 της συναυλίας, μετά την ευπρόσδεκτη μπαλάντα "Skin And Bones" και το ντουέτο με την Allison Mosshart των Κills (και άλλοτε του Jack White).

Οι Κills ήταν πάρα πολύ καλοί, ιδίως σε ρόλο απογευματινής ατραξιόν για να ζεσταθεί το κοινό στη μεγάλη σκηνή, την ώρα που πρέπει κάπως να πολλαπλασιαστούν οι στροφές.

Οι Alt-J έθελξαν όσους τους αντιμετώπισαν για υπομονή, αλλά τα φεστιβάλ των 90.000 θεατών δεν είναι ο ιδανικός βιότοπος για ροκ που απευθύνεται αποκλειστικά στον εγκέφαλο, σαν διδακτορική διατριβή.

Tη Lorde δυστυχώς τη χάσαμε επειδή έπρεπε να πιάσουμε έγκαιρα θέση για τους Arcade Fire. Από τη Βeth Ditto προλάβαμε λίγο, αλλά ήταν αρκετό για να μας κάνει να θέλουμε περισσότερο, όπως και η περιορισμένη δόση Savages.

H σόουλ του Rag 'n' Bone Man μας γλύκανε την ψυχή, όπως και η σχολική αθωότητα της Maggie Rogers. Οι Future Islands έμοιαζαν σαν αυτό που προκύπτει αν πάρεις τους Editors και αφαιρέσεις την έμπνευση και το χάρισμα.

Οι White Lies έχουν ωριμάσει απίστευτα από τότε που τους πρωτοείδαμε στην Αθήνα και αντέχουν πια το βάρος μίας μεγάλης σκηνής.

Χάσαμε και τους Warpaint, αλλά θα το ξεπεράσουμε. Toυς Pretenders τους πετύχαμε κάποτε στο Νιου Τζέρσεϊ στο παλιό στέκι του Springsteen (Stone Pony), οπότε προτιμήσαμε να μείνουμε με εκείνη τη -θαλασσινή- αύρα.

Τους System Of A Down δεν τους χρεώνω στην Αμερική, αλλά στην Ευρώπη, λόγω Αρμενίας. Το πιθανότερο, άλλωστε, είναι να βρεθούν σύντομα σε κάποια μαύρη λίστα του ακατανόμαστου πλανητάρχη και να απελαθούν, ως μετανάστες ή ως, ξέρω γω, τρομοκράτες.

Ήταν ένα από τα συναυλιακά μου απωθημένα και δεν βρίσκω κακή κουβέντα να πω, τώρα που ικανοποιήθηκε. Υποθέτω ότι έχουν χάσει κάτι από την καταιγιστική ορμή της νιότης, αλλά αυτό μπορεί να είναι και καλό, αφού γλυκαίνει λίγο τη μουσική τους και αναδεικνύει τις μελωδίες, δίχως να στρογγυλεύει τις γωνίες.

Το ίδιο περίπου στοίχημα είχαν να αντιμετωπίσουν οι Prophets Of Rage, δηλαδή ο πυρήνας των πρώην Rage Against The Machine, με τον ισπανόφωνο άλλοτε frontman των Cypress Hill B-Real αντί του τραγουδιστή Zach de la Rocha, αλλά με δύο μέλη των Public Enemy σε πρώτο πλάνο.

Το αποτέλεσμα θυμίζει ομάδα μπάσκετ με κακή χημεία, αλλά οι ρυθμοί παραμένουν τσουνάμι και το ξύλο ανελέητο.

«Θα κλείσουμε με ένα από τα πιο επικίνδυνα τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ», είπε ο Chuck D πριν ο Τοm Morello παίξει με την κιθάρα που έγραφε Fuck Trump τις πρώτες νότες του «Killing In The Name Of». Ποιος να φέρει αντίρρηση σε τέτοιο επιχείρημα;

Η απογοήτευση του Werchter, για εμάς που θέλαμε να δούμε πάνω απ’όλα αυτούς, ήταν οι μεγαλόσχημοι Arcade Fire. Όχι ότι ήταν κακοί, ποτέ δεν θα γίνουν κακοί, αλλά το ίχνος τους δεν έχει πια παρά ελάχιστη επαφή με την ξεχωριστή indie που τους έκανε ήρωες.

Το vibe θύμιζε περισσότερο ευρωκλάμπινγκ και ABBA, παρά το εμβληματικό «Neon Bible» ή τις πιο δύσβατες στροφές του «Reflector». Έχει ξανατύχει άραγε άλλη σετλίστ των AF με τόση έμφαση στο αδιάφορο «Suburbs»;

Λίγο πριν ξεκινήσει το live τους έγραφα στο Twitter ότι ανυπομονούσα να δω «την καλύτερη, ίσως, μπάντα του κόσμου». Σήμερα, πια, δεν έχω διάθεση να ακούσω ούτε τον καινούριο δίσκο τους.

Το εισιτήριο για όλα αυτά τα καλούδια, μαζί με αμέτρητα άλλα που ήταν μαθηματικά αδύνατο να προλάβει ένας (τρελο)πενηντάρης χωρίς να καταρρεύσει, κόστιζε 236 ευρώ. Το ημερήσιο, περίπου μία 100άρα.

Ένα μικρό ποτήρι συμπαθητικής βελγικής μπίρας έκανε 2,5 ευρώ με προαγορασμένα κουπόνια ή 2,75 πληρωμένο επί τόπου με κάρτα ή 3 ευρώ μετρητοίς. To φαγητό ήταν μάλλον ακριβό, αλλά και η ποικιλία αφάνταστη.

Kαι ο καιρός, ιδανικός: 10-20 βαθμοί, δίχως σταγόνα βροχής τα βράδια. Η Ελλάδα, στο μεταξύ, καιγόταν.

Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, το Werchter με τις 3 σκηνές και τα ευρύχωρα κάμπινγκ είναι το καλύτερα οργανωμένο φεστιβάλ στον κόσμο, όπως αποδεικνύεται και από τα μόλις 50 λεπτά που σπαταλούσα κάθε βράδυ για να μετακινηθώ από το pit της σκηνής ως το κεντρικό του Leuven, 25 χιλιόμετρα μακριά. Σε φεστιβάλ με 90 χιλιάδες κόσμο!

Εμείς οι γερόλυκοι δεν είμαστε βέβαια για κάμπινγκ, αλλά με λίγη τύχη βρήκαμε δίκλινο δωμάτιο στην πανέμορφη μεσαιωνική φοιτητούπολη με 125 ευρώ, τσιμπημένη τιμή για τις συγκεκριμένες μέρες φυσικά.

Σημειωτέον, τέλος, ότι ήδη ανακοινώθηκε ο headliner για το Werchter του 2018 και βγαίνουν σε κυκλοφορία τα εισιτήρια. Ευτυχώς δεν είναι του γούστου μου ο Εd Sheeran, διότι χρειάζομαι 1-2 χρόνια για να ξαποστάσω.

  • SHARE
  • TWEET