Μανιακός ακροατής, με αδυναμίες που ξεκινάνε από το ακραίο metal και καταλήγουν σε ξεδιάντροπα χορευτικά άσματα, αναζητά διαρκώς, σε παρελθόν και παρόν, μουσικά διαμαντάκια ώστε να τα εντάξει σε κάποια...
The Chameleons
Arctic Moon
Σκοτεινές επιστροφές υπό το φως του αρκτικού φεγγαριού
24 χρόνια είναι αρκετός καιρός για να δοκιμάσει κανείς μια επιστροφή. Από την άλλη, αν με ρωτούσατε πριν μερικά χρόνια αν θα ακούσουμε ποτέ καινούργιο δίσκο από τους The Chameleons, η απάντησή μου θα ήταν πως αποκλείεται. Βέβαια, η σωστή ερώτηση είναι: "δίσκος χωρίς τον Dave Fielding είναι δίσκος των The Chameleons;", αλλά εδώ θα σας πω πως έχουμε δει και πολύ χειρότερα και, καλώς ή κακώς, η παρουσία του Reg Smithies σώζει και την παράσταση αλλά και την αξιοπιστία του συγκροτήματος.
Με αυτά και αυτά λοιπόν, αφού τους είδαμε ζωντανά και μείναμε με ανοιχτό το στόμα, φτάσαμε στο σημείο να μιλάμε για το "Arctic Moon", τον πρώτο τους δίσκο από το 2001, όχι μόνο ως μία νέα κυκλοφορία αλλά ως ένα παράδοξο πολιτισμικό γεγονός. Κι αυτό γιατί, καλούμαστε να ανακαλύψουμε από την αρχή ένα σχήμα-τοτέμ του βρετανικού post-punk με μια πλούσια ιστορία πίσω του, που επιστρέφει το 2025 όχι για να διεκδικήσει ρόλο στο παρόν, αλλά για να αποδείξει ότι δεν υπάρχει παρόν χωρίς αυτό.
Και μπορεί αυτό να ακούγεται υπερβολικά αλλά, όπως γίνεται σαφές από τις πρώτες ακροάσεις, ισχύει απολύτως αυτό που υποστήριζε και ο Mark Burgess στη συνέντευξη που μας έδωσε. Ότι δηλαδή το συγκρότημα δεν δίνει δεκάρα ούτε για νοσταλγίες, ούτε για "ένδοξες επιστροφές", κυκλοφορώντας έναν δίσκο βαθιά συνειδητοποιημένο όσον αφορά το βάρος της κληρονομιάς του που βρίσκει το σχήμα πιο χαλαρό και, συνεπώς, και πιο απελευθερωμένο.
Γιατί, μπορεί ηχητικά ο δίσκος να πατά ξεκάθαρα στο DNA του συγκροτήματος με τις χαρακτηριστικές κιθάρες - με εκείνο το ονειρικό, σχεδόν υδάτινο delay - να εξακολουθούν να αποτελούν τον βασικό αφηγηματικό άξονα του συγκροτήματος, όμως, παράλληλα, ο ήχος τους ξεφεύγει από τις ταμπέλες, ακόμη και του alternative, αγκαλιάζοντας το σύνολο της rock παράδοσης. Δεν υπάρχει εδώ καμία διάθεση εκσυγχρονισμού με όρους σύγχρονης παραγωγής ή αισθητικής. Αντίθετα, οι The Chameleons επιλέγουν έναν ήχο καθαρό, ευκρινή αλλά όχι γυαλισμένο, που αφήνει χώρο στις μελωδίες να αναπνεύσουν και στα τραγούδια να ξεδιπλωθούν.
Η φωνή του Burgess παραμένει βασικό πλεονέκτημα του σχήματος. Φυσικά, χωρίς τη νεανική ένταση των ένδοξων ημερών του ‘80, αλλά κουβαλώντας βάθος, ωριμότητα, και βαρύτητα. Παράλληλα, οι συνθέσεις χτίζονται σταδιακά, βασιζόμενες στη δυναμική μεταξύ των κιθαρών και το διακριτικό αλλά ουσιαστικό rhythm section, δημιουργώντας στον ακροατή μια αίσθηση συλλογικότητας σε όλο τον δίσκο, σαν τα τραγούδια να έχουν προκύψει μέσα από κοινή δουλειά και συνεργασία. Και, κυρίως, σαν να ακούς ένα συγκρότημα που περνάει καλά, παίζοντας αυτά τα κομμάτια.
Φυσικά, όπως είναι απολύτως λογικό, το "Arctic Moon" δεν επιχειρεί να σταθεί απέναντι στα κλασικά άλμπουμ των The Chameleons και να συγκριθεί μαζί τους. Και καλώς συμβαίνει αυτό καθώς κάποια πράγματα απλώς δεν μπορούν να επαναληφθούν. Δεν θυμίζει το angst του "Script of the Bridge", ούτε την καλλιτεχνική ένταση του "What Does Anything Mean? Basically", όμως μοιράζεται κάτι πολύτιμο μαζί τους καθώς κουβαλά την ίδια ειλικρίνεια και την αίσθηση πως είναι ένα άλμπουμ που ξέρει ακριβώς τι είναι και τι δεν θέλει να γίνει.
Και αυτό, σε μια εποχή όπου οι επιστροφές παλιών σχημάτων συχνά λειτουργούν ως ασκήσεις ύφους ή ως νοσταλγικά (υπο)προϊόντα, κάνει τους The Chameleons να ξεχωρίσουν. Και ίσως αυτή να είναι η μεγαλύτερη επιτυχία τους. Ότι δηλαδή εξακολουθούν να δημιουργούν μουσική που τελικά μπορεί να μην ανήκει ούτε στο παρελθόν, ούτε στο παρόν, αλλά σε εκείνο το σπάνιο ενδιάμεσο μέρος όπου η τέχνη ξεπερνά τα όρια και αποκτά διαχρονικότητα.
