Σε διαρκή εξερεύνηση μουσικών που εμπίπτουν στην κατηγορία του "Ηχητικού Εξτρεμισμού". Έχει εισέλθει, οικειοθελώς, στην αιώνια φλόγα της αναζήτησης συναισθήματος στον ακραίο ήχο, πάντα ευγνώμων για...
Trounce
The Seven Crowns
Το avant-garde extreme metal που κοινωνεί από το punk και κάνει τους δαίμονες να σιωπούν και τις καρδιές να φλέγονται
Hype. Άτιμο πράγμα. Ακόμα «χειρότερα», όταν ξεδιπλώνεται μέσα από συλλογικά βιώματα, όταν γίνεται word-of-mouth. Όταν τον περασμένο Απρίλιο στα ιερά καλλιτεχνικά χώματα του Tilburg βιώναμε την τιτάνια ζωντανή εμφάνιση των Trounce παραμιλήσαμε. Ακόμα το κάνουμε. Commissioned project για το Roadburn 2023, η απόδοση του "The Seven Crowns And Arias Of The Empty Room", μας πάγωσε. Χαζεύαμε μια avant-garde ορμή που κρατά από το punk και το new-wave και έφτανε μέχρι τα καμώματα της Moonfog Productions. Αλλά σύγχρονη, μεταδομιστική. Περιμέναμε τον δίσκο καρτερικά, να τσεκάρουμε αν όσα άκουσαν τα αυτιά μας και βίωσαν οι αισθήσεις μας ήταν ψευδαίσθηση ή η ηχητική αποκάλυψη η ίδια.
Το μεγαλεπήβολο "The Seven Crowns" κατέφθασε και είναι συντριπτικό. Μάλιστα, διαθέτει την καλλιτεχνική ακεραιότητα και συνάμα ιδιοφυές θράσος, να διαρκεί 100 λεπτά. Γιατί; Επειδή οι Ελβετοί θεώρησαν πως η ζωντανή ηχογράφηση στο Roadburn δεν μπορεί να διαχωριστεί ως αισθητική συνιστώσα από την μετέπειτα μεταφορά της στο στούντιο, πόσο μάλλον δε επειδή αμφότερες είναι διανθισμένες από συνθέσεις ξεχωριστές για κάθε εκδοχή. Πριν όμως ο γκρίζος μονόλιθος του ξερού και θορυβώδους εξωφρενικού riffing πέσει στα κεφάλια μας και πήξει τις ατμόσφαιρες, ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Η καρδιά των Trounce χτυπά δυνατά και ζωντανά στον πυρήνα της Hummus Records. Αυτής που μας έχει προσφέρει δισκάρες από Rorcal, Icare, Yrre, πρόσφατα. Η οποία, είχε και την τιμητική της στο τιμημένο φεστιβάλ, με μια σειρά εμφανίσεων σχετικές με αυτή. Οι Trounce διαθέτουν στις τάξεις τους μέλη από τους προαναφερθέντες Yrre, από Closet Disco Queen, Kruger, Gnarts, Euclidean, Coilguns, τους υπέρτατους πάλαι ποτέ black metal ήρωες Vuyvr, με δύο από τα μέλη της κολεκτίβας, να ήταν μέλη μιας άλλης, αυτής των The Ocean, όταν ηχογραφούσαν τα, κλασικά πλέον, "Heliocentric", "Anthropocentric" και "Pelagial". Ένας εξ αυτών, ο κιθαρίστας Jonathan Nido, είναι συνιδρυτής της Hummus, και ιθύνων νους του καλλιτεχνικού οχήματος των Trounce. Ο έτερος συνιδρυτής, Renaud Meichtry, επέστρεψε στις ηχογραφήσεις για να φέρει ένα απαράμιλο φωνητικό χάος.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο Nido, κατά τη σύνθεση του τέταρτου δίσκου των Coilguns ήθελε να γράψει μουσική εμπνευσμένος από το "Diabolis Interium" των Dark Funeral. Έτσι, παρέταξε πανίσχυρα ταχύτατα black metal riffs και ψηφιακά τύμπανα, μέχρι που κατά τη συλλογική συνθετική διαδικασία, η κατάσταση πήρε άλλη τροπή. Το "The Seven Crowns", διαθέτει την ευθύτητα και την καταραμένη εικονοπλασία του παραδοσιακού μελωδικού black metal, αλλά αποδεικνύεται ευθύς εξαρχής πολλά περισσότερα. Φλερτάροντας με τον πειραματισμό και ενδίδοντας στο σκληρό alternative, οι Trounce παίρνουν τις νορβηγικές (και βρετανικές) avant-garde metal διδαχές και τις παντρεύουν με το punk. Άλλοτε το post-punk ("The Circus"), άλλοτε το post-hardcore/noise ("Walls"), μερικές φορές, και αυτό φαίνεται κυρίως από τη ζωντανή εκδοχή των κομματιών, με το d-beat.
Στις ερμηνείες του Meichtry, εμφανίζονται οι καλλιτεχνικές σκιές άλλοτε του Aldrahn, του Lazare, του ICS Vortex, αλλά και του Michael Gira (με τους Swans ως έμπνευση να έχουν καταλυτικό ρόλο στο ηχητικό τείχος του τελικού αποτελέσματος), του Jaz Coleman και του John Balance. Ο τύπος, μετατρέπει με το έντονο αποκρυφιστικό, αφαιρετικό και αινιγματικό στοιχείο του ακραίου ήχου σε αφαιρετικές εικόνες γαλλικού αστικού avant-garde. Οι δυσαρμονίες δε, όπως στο φρενήρες και αγχωτικό φινάλε του δίσκου με το "The Wheel", που αντηχούν το black metal ισοδύναμο αυτής της παράδοσης, μπλέκονται με tremolo riffing και με εντελώς post κοψίματα και κατεδαφίσεις, τα οποία, εξαιτίας των υψηλών εντάσεων σε κάθε πτυχή του δίσκου, δεν είναι ευδιάκριτα.
Οι έντεκα στουντιακές στιγμές του "The Seven Crowns", συνολικής διάρκειας 43 λεπτών, παρουσιάζουν μια καλλιτεχνική και ηχητική συμπάγεια που δεν αφήνει περιθώρια. Η έναρξη με το "The Seven Sleepers" μονομιάς σκηνοθετεί ένα θέατρο του παραλόγου. Σαν μια ποστ-πανκ εκδοχή των Mayhem επί Blasphemer, σαν ένα απότοκο των όσων άφησαν οι αρχές του αιώνα ξεκρέμαστα στον πειραματικό ακραίο ήχο, και κυρίως, σαν την κοστουμάτη, Akercocke-ική εκδοχή του Εοσφόρου, οι Trounce κυκλοφορούν ένα, καλαίσθητο αριστούργημα που παίζει με την ασφάλεια και την αβολότητα κεντώντας υμνικές συνθέσεις. Το "Faith. Hope. Love", σε περίπου τεσσεράμιση λεπτά εναλλάσσει τόσες εικόνες, ταχύτητες και ιδέες, ώστε να φαντάζει, μέχρι το σπαρακτικό του φινάλε, ως ένα κόσμημα εσωτερικής τέχνης. Στη συνέχεια, το "Stones" φανερώνει τον θορυβώδη πειραματισμό και τις απαγγελίες που δίνουν βάθος στο όραμα των Trounce.
Μέχρι να έρθει το ανεπανάληπτο "Codex". Από το ευφάνταστο, σχεδόν Converge-ικό, εναρκτήριο riff, μέχρι τις post-punk ερμηνείες και αλυχτίσματα πάνω σε αλληγορικούς στίχους, οι Trounce ξετυλίγουν την προαναφερθείσα θεατρικότητα σε σημείο όπου οι διαρκώς φουριόζες ταχύτητες και οι, σχεδόν μόνιμες δίκασες, όχι απλώς δεν κουράζουν, αλλά εξωθούν τη μουσική στο να αποκαλύψει το μεγαλειώδες καταραμένο προσωπείο της. Η συνέχεια με το βλοσυρό "The Goose And The Swan" που στην εναλλαγή στα μέσα τιμά τον τίτλο του σε μια φορτισμένη στιγμή, και το black metal punk υβρίδιο του σκοτεινού "The Crippled Saint" θα αποτελέσει την κορύφωση του έργου.
Η αδιαμφισβήτητη συνθετική ποιότητα του "The Seven Crowns" συνδυάζεται ιδανικά με την μοναδικότητα του ηχητικού τους μάγματος. Η καλλιτεχνική αντίληψη, και η αισθητική ερμηνεία που δίνουν στα επιμέρους συστατικά που προσκόμισαν οι μουσικοί σε σύνθεση, ζωντανή απόδοση και στουντιακές ηχογραφήσεις, όσο και αν τοποθετεί εαυτόν σε μια γοητευτική και ανεξίτηλη πτυχή του παρελθόντος, ηχεί καταδικασμένα σύγχρονη. Οι ορυμαγδοί του "Silene" σε αντίθεση με την ερμηνεία, δημιουργούν αυτή τη σύνθεση που καθιστά τους Trounce ως ένα από τα πλέον αναζωογοννητικά και ανανεωτικά σχήματα του πειραματικού και προοδευτικού ακραίου ήχου.
Φωνές, εικόνες παρακμής, προφητικά οράματα, ισοπεδωτικά μουσικά θέματα και δραματικές ερμηνείες, στίχοι που περικλείουν ζωές ή απλώς μετουσιώνουν το κενό της ύπαρξης. Έπειτα από αρκετές ακροάσεις, θαρρώ πως το "The Seven Crowns" είναι έντονα εμπνευσμένο από τη σημειογραφία της Αποκάλυψης. Γράφω αυτές τις γραμμές ενώ ηχεί το "Death Of Good Men" και αναρωτιέμαι πώς κατάφεραν, ηχώντας πιο ευθείς στο στούντιο από ότι ζωντανά, οι Trounce να αναδείξουν την ίδια άποψη, αλλά με διαφορετική δοσολογία, διατηρώντας το ίδιο αποτέλεσμα. Πέρα όμως από τα επίπεδα της ηχητικής ύπαρξης και τον κυκεώνα εξαιρετικών riffs, εδώ είσαι αντιμέτωπο με ένα από τα πλέον επιβλητικά και τιτάνια avant-garde metal έργα της εποχής μας. Με μια punk καρδιά. Πώς συνυπάρχουν; Αν δεν σε έπεισα, πάτα play.