The Darkness

Hot Cakes

Wind Up (2012)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 30/07/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Do you believe in a thing called love?

Το εγγλέζικο το mentality ή το αγαπάς ή σου προκαλεί ναυτία. Ή θες να πας στα Λονδίνα για να πιείς τσάι στις 6:00 ή σιχτιρίζεις το 3λιρο που έδωσες στα Costa Café και αναρωτιέσαι πόσα λεφτά θα έβγαζες αν άνοιγες ένα μαγαζί με καφέ της προκοπής. Αν σε προβληματίζει τι σχέση έχουν αυτά με μια δισκοκριτική, μάλλον δεν έχεις ακούσει The Darkness.

Πρόκειται για την μπάντα με την οποία πίστεψαν οι Άγγλοι πως θα (ξανά)κατακτήσουν τις παγκόσμιες rock κορυφές, καθώς με το ντεμπούτο τους, "Permission To Land", έγιναν, σχεδόν εν μια νυκτί, αστέρες στο νησί και η υπερβολή έφτασε στο σημείο το έγκριτο περιοδικό Classic Rock να ανακηρύξει το "I Believe In A Thing Called Love" ως το καλύτερο τραγούδι της προηγούμενης δεκαετίας! Οϊμέ, με κάτι τέτοια κατάφεραν να κάνουν μια πραγματικά καλή μπάντα αντιπαθητική σε μια σημαντική μερίδα του κόσμου. Βεβαίως, αυτή την αντιπάθεια προσπάθησε σε ένα βαθμό να προσελκύσει και ο εκκεντρικός τραγουδιστής Justin Hawkins, τόσο λόγω της ντίβας που κρύβει μέσα του (και έξω του), αλλά και λόγω του εκνευριστικού (για κάποιους) τρόπου με τον οποίο αξιοποιεί τη δυνατότητα που του έδωσε ο Θεός να ανεβοκατεβαίνει τις οκτάβες, διαθέτοντας το καλύτερο φαλσέτο της πιάτσας. Πρόκειται για μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις love or hate, όπως τέτοιο φαινόμενο είναι κατά βάση και οι The Darkness.

Η συνέχεια του συγκροτήματος δεν υπήρξε το ίδιο λαμπρή, καθώς μετά από ένα δεύτερο πολύ πιο ώριμο, αλλά λιγότερο εντυπωσιακό και πολύ πιο αποτυχημένο εμπορικά άλμπουμ, ο Justin χώρισε τα τσανάκια του με τους υπόλοιπους (στους οποίους περιλαμβάνεται και ο αδερφός του), δημιουργώντας ο μεν τους Hot Leg και οι δε τους Stone Gods. Αμφότερες οι  δύο μπάντες κυκλοφόρησαν ωραιότατα άλμπουμ, αλλά επειδή στον άδικο κόσμο τούτο μετράει η μαρκίζα περισσότερο της ουσίας, λίγος κόσμος ενδιαφέρθηκε πραγματικά. Ήρθε, λοιπόν, το σωτήριο έτος 2011, όπου μέσω του περίφημου Download Festival ανακοινώθηκε η επανένωσή τους και φυσικά συμμετοχή τους σε αυτό. Και ήμουν εκεί. Και σας λέω ότι δεν έχετε δει πολλές τέτοιες μπάντες ζωντανά.

Από τότε προσμένω αυτό το άλμπουμ, ώσπου φέτος το "Hot Cakes" εν μέσω καύσωνα και κρίσης, προσπαθεί να με κάνει να περάσω καλά, ακούγοντας μουσική. Και μπορώ να πω πως τα καταφέρνει σε ικανοποιητικό βαθμό. Δεν είμαι σίγουρος αν πρόκειται για το θριαμβευτικό comeback που οι συμπατριώτες προσμένουν, καθώς οι γραφικότητες του πρώτου άλμπουμ -που τόσο αγαπάνε στο νησί- δεν είναι παρούσες εδώ και δεν θα μπορούσαν να είναι, διότι άλλο να είσαι τριαντάρης κι άλλο σαραντάρης, κακά τα ψέματα. Όμως, το αποτέλεσμα έχει φαρδιά πλατιά την σφραγίδα των The Darkness σε όλη τη διάρκειά του.

Το άλμπουμ ξεκινάει με το πιασάρικο, mid tempo και «αυτοβιογραφικό» "Every Inch Of You", όπου ο Justin μεταξύ άλλων μας αναφέρει πως το "Communication Breakdown" άλλαξε τις προτεραιότητες της ζωής, ενώ ακολουθεί το up tempo "Nothing's Gonna Stop Us", με τις σαφέστατες αναφορές σε Queen και ένα πολύ μέτριο video που αποτέλεσε τον προπομπό του άλμπουμ. Τα πραγματικά ωραία όμως ξεκινάνε με το riff του "With A Woman" και γίνονται ακόμα ωραιότερα στο "Keep Me Hangin' On", σε δυο εκ των δυνατότερων συνθέσεων του άλμπουμ, με πρωταγωνιστή φυσικά τον Justin και τις φωνητικές ακροβασίες του. Ειδικά το δεύτερο, αποτελεί μάλλον την αγαπημένη μου σύνθεση στο άλμπουμ.

Η μπάντα έχει δώσει στο παρελθόν τα διαπιστευτήριά της στις πιο slow συνθέσεις (βλέπε "Love Is Only A Feeling") και η μοναδική τέτοια στιγμή του άλμπουμ, το "Livin' Each Day Blind", χωρίς να αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο, είναι συμπαθητική, ενώ το "Everybody Have A Good Time" ξανανεβάζει tempo, όντας όσο πιο AC/DC μπορεί να γίνεται. Από τα υπόλοιπα τραγούδια ξεχωρίζουν το μελωδικό (και διαφορετικό σε προσέγγιση) "Forbidden Love", καθώς και με το "Concrete" στο οποίο επιστρατεύεται όλο το φαλσέτο του Justin και τα ανώτερα επίπεδα της εξαιρετικών δυνατοτήτων φωνής του. Ειδική μνεία όμως, πρέπει να γίνει στην -σχεδόν metal- διασκευή στο "Street Spirit", με την οποία οι The Darkness επιτυγχάνουν κάτι που ξέρουν να κάνουν πολύ καλά: να διχάζουν τον κόσμο και να θίγουν τον καθωσπρεπισμό, στοιχείο το οποίο προσωπικά πάντα λάτρευα σε αυτούς και ως εκ τούτου εγκρίνω και αυτή την απόπειρα.

Στην πραγματικότητα ξέρεις τι πρέπει να περιμένεις. Μουσική για parties με rock υπόκρουση και τραγούδια δομημένα πάνω σε κλασικά συστατικά αυτής της μουσικής. Riff από AC/DC, δισολίες που παραπέμπουν σε Thin Lizzy, φωνητικές μελωδίες (και επιδείξεις) της σχολής των Queen και αισθητική αμερικάνικου rock, όπως το πρεσβεύουν οι Aerosmith και οι Van Halen. Για αυτό και η παλιά καραβάνα Bob Erzin κάθισε πίσω από την κονσόλα του "Hot Cakes", γνωρίζοντας ακριβώς πως να αναδείξει όλα αυτά τα συστατικά, αξιοποιώντας φυσικά τη βρετανική ιδιοσυγκρασία και ιδιομορφία που πάντα χαρακτήριζε τους The Darkness.

Η τρίτη δισκογραφική δουλειά του συγκροτήματος δεν θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να προκαλέσει την ίδια φασαρία με αυτή που προκλήθηκε όταν πρωτοεμφανίστηκαν, αλλά δεν θα απογοητεύσει κανέναν οπαδό που περίμενε αυτή την επιστροφή. Από την άλλη πλευρά, δύσκολα θα αλλάξει την άποψη όσων δεν τους έχουν σε εκτίμηση, κάτι που σίγουρα έχει πολλές περισσότερες πιθανότητες να γίνει αν τους δει κάποιος live, μιας και είναι ελάχιστοι αυτοί που μπορούν να δώσουν το ζωντανό rock party που δίνουν οι The Darkness, ενώ ο Justin Hawkins είναι one of a kind τραγουδιστής και performer.

Το "Hot Cakes" αποτελεί ένα πειστικό επιστέγασμα της επιστροφής των The Darkness στα μουσικά δρώμενα και ανυπομονώ να ακούσω ζωντανά κάποια από τα πολύ ωραία τραγούδια που περιέχει.

I may not believe in a thing called love, but I believe in a band called The Darkness...
  • SHARE
  • TWEET