Up The Hammers Festival - Day 2: Liege Lord, Hittman, Brocas Helm, Solstice κ.ά. @ Gagarin 205, 16/03/19
Διατηρώντας το ενδιαφέρον αμείωτο εξ αρχής και με συνολικά πιο ανταγωνιστικό line-up, η δεύτερη φεστιβαλική μέρα του Up The Hammers κέρδισε τις εντυπώσεις
Έπειτα από μια πρώτη μέρα που μας προσέφερε αρκετές συγκινήσεις (κατά κύριο λόγο εξαιτίας των τρομερών εμφανίσεων των Armored Saint και Eternal Champion), η δεύτερη και τελευταία μέρα του δέκατου τέταρτου Up The Hammers μπορεί να μην είχε ένα ανάλογα μεγάλο όνομα ως headline act, αλλά χάρη στο σαφώς βελτιωμένο καιρό και - κυρίως - στο συνολικά πιο ενδιαφέρον και ισορροπημένο του line-up, κατάφερε να σταθεί κάτι παραπάνω από ανταγωνιστικά σε ό,τι αφορά τον τομέα των συγκρίσεων κι εντυπώσεων.
Άλλωστε, με πολύ κόσμο να συρρέει από νωρίς στο γνωστό μαγαζί της Λιοσίων, ώστε να προλάβει την εμφάνιση των Sanhedrin, η ανωτερότητα του line-up δεν θα αργούσε να αποδειχθεί κι επί του πρακτέου, με το εξ Αμερικής power trio να πραγματοποιεί μια από τις δυνατότερες εκκινήσεις στο εν λόγω φεστιβάλ που προσωπικά μπορώ να θυμάμαι.
Ξεκινώντας το set τους με το "Meditation (All My Gods Are Gone)" από το ολοκαίνουργιο, φανταστικό δεύτερο άλμπουμ τους και παρουσιάζοντας κομμάτια από τις δύο μέχρι τώρα δουλειές τους, οι Νεοϋορκέζοι heavy metallers κατάφεραν, δίχως ιδιαίτερο κόπο και όντας απλοί, λιτοί κι απέριττοι επί σκηνής, να επιβεβαιώσουν τα όσα θετικά λέγονται για εκείνους και σε ό,τι έχει να κάνει με τις ζωντανές τους εμφανίσεις.
Ο εξαιρετικός (πόσο μάλλον για openers) ήχος τους, σε συνδυασμό με την επί μέρους απόδοση καθενός από τα τρία τους μέλη (όπου εκτελέστικα ξεχώρισε ο Jeremy Sosville στην κιθάρα κι από άποψης παρουσίας η - από μακριά λίγο ομοιάζουσα στον Brian Tatler των Diamond Head - Erica Stoltz σε φωνή και μπάσο) υπήρξε ακόμη μια ευχάριστη και καθ’ όλα ευπρόσδεκτη πινελιά σε μια εμφάνιση που άρχισε να συζητείται στα διάφορα «πηγαδάκια» αμέσως σχεδόν με το τέλος της, ενώ το "No Religion" φάνταζε ως το πιο επίκαιρο τραγούδι σχετικά με ό,τι συμβαίνει στον εγχώριο μικρόκοσμο τις τελευταίες μέρες - έστω και μονάχα ως προς τον τίτλο του.
Meditation (All My Gods Are Gone)
Demoness
Riding On The Dawn
A Funeral For The World
The Gateway
No Religion
Die trying
Επόμενους σε σειρά εμφάνισης θα βλέπαμε τους Gatekeeper, την καναδική μπάντα που, παρέα με τους Eternal Champion, αποτελούν το ολοένα ανερχόμενο μέλλον του επικού metal. Για το ποιόν των μέχρι τώρα κυκλοφοριών τους φαντάζει αχρείαστο να μιλήσουμε ξανά, οπότε, εστιάζοντας καθαρά και μόνο στα όσα μας έδειξαν το απόγευμα του Σαββάτου, θα τολμήσω να πω πως κάπου μας τα χάλασαν.
Αλίμονο, μονάχα κακή δεν υπήρξε η παρουσία τους, τόσο από πλευράς πάθους, πόρωσης και αποδοχής του κοινού (που ξεκάθαρα ξεσηκώθηκε ουκ ολίγες φορές εντός του σαρανταπεντάλεπτου set τους), όσο κι εκτελεστικά, μα, λίγο ο πήχης που βρέθηκε απρόσμενα ψηλά με την εμφάνιση των Sanhedrin, λίγο ο μέτριος/ακατέργαστος ήχος τους και η υπερβολικά πληθωρική παρουσία του Jean-Pierre Abboud, έδωσαν πατήματα για την όποια κριτική μπορεί να γίνει.
Όπως και να 'χει, όμως, δεν παύουμε να στηρίζουμε, προσδοκώντας να μας αποζημιώσουν σύντομα συναυλιακά ή έστω στουντιακά, με την όποια «γκρίνια» να υπάρχει τελικά μάλλον λόγω υπερβολικών προσδοκιών για κάτι συγκλονιστικό, παρά για κάποιον ουσιώδη λόγο. Έτσι κι αλλιώς, με τον Abboud οι δρόμοι μας σύντομα θα συναντηθούν ξανά, καθώς η ήδη επιβεβαιωμένη εμφάνιση των Traveler στο επόμενο Up The Hammers και η παρουσία του σε εκείνους δεν αφήνει πολλά περιθώρια για κάτι διαφορετικό.
Vigilance Part II
Grey Maiden
Bell Of Tarantia
Swan Road Saga
Chains Of Fire (Virgin Steele cover)
Tale Of Twins
East Of Sun
Αλλάζοντας ήπειρο και διαθέσεις, οι Old Season θα τιμούσαν και με το παραπάνω τη δοξασμένη καταγωγή τους, καθώς με τις μελωδίες και το συνολικό τους επικό/νοσταλγικό feeling θα μας μετέφεραν νοητά στα καταπράσινα αλλά κι αιματοβαμμένα λιβάδια της ιρλανδικής γης.
Το σεξτέτο από το σμαραγδένιο νησί πραγματοποίησε αδιαμφισβήτητα μια από τις κορυφαίες εμφανίσεις που είχαμε την τύχη να απολαύσουμε εντός του φεστιβαλικού διημέρου, καθώς τόσο οι συνθέσεις τους καθεαυτές, όσο και η συνολική τους επί σκηνής απόδοση μοιάζει υπεράνω οποιασδήποτε κριτικής.
Με κρυστάλλινο ήχο που κάθε όργανο ακουγόταν όπως και όσο πρέπει, έναν φανταστικό τραγουδιστή να ερμηνεύει άψογα συνθέσεις τόσο από το το «δικό του» "Beyond The Black" άλμπουμ τους, όσο και από το "Archaic Creation" full length ντεμπούτο τους και το θρυλικό πρώτο τους EP κι ένα κοινό αρκούντως εκδηλωτικό και πολυπληθές για την ώρα εμφάνισης τους, οι Ιρλανδοί δεν κέρδισαν μονάχα το στοίχημα των εντυπώσεων, αλλά δεδομένα και το ενδιαφέρον όσων από τους παρευρισκομένους πιθανόν να μην τους γνώριζαν από πριν.
A New Dawn
Scavenger
Meet Me On The Battlefield
Mortals Of Mettle
A Dwindling Seed
The Void
Nevermore
At The Hollow
Είναι, πάντως, κομβικής σημασίας η ύπαρξη ενός έστω αξιοπρεπούς τραγουδιστή στην εκάστοτε μπάντα, που να «νιώθει» από τη μουσική της και να μπορεί να παρουσιάσει πειστικά κάποιες βασικές ερμηνευτικές δεξιότητες, καθώς στην αντίθετη περίπτωση συμβαίνουν καταστάσεις όπως αυτές κατά την εμφάνιση των αγαπημένων Solstice.
Πραγματικά, είναι κρίμα, καταρχάς για την ίδια την μπάντα κι ακολούθως για το κοινό της, να εκτίθεται ανεπανόρθωτα λόγω της ερμηνευτικής ανεπάρκειας του «τραγουδιστή» που έχει επιλέξει, γκρεμίζοντας ό,τι καλό μπορεί να χτίζει στις συναυλιακές τις εμφανίσεις. Προφανώς, δεν έχω κάτι προσωπικό με τον Paul Kearns, ενώ στο πρόσφατο "White Horse Hill" άλμπουμ της μπάντας υπήρξε μάλλον τίμιος στα καθήκοντα του, δίχως να κάνει τη διαφορά αλλά και χωρίς να προβληματίζει ιδιαίτερα.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, δεν μπορώ να μην σχολιάσω τα όσα ακούσαμε κατά την εμφάνιση τους, με τα δεδομένα να μιλούν για μια εξαιρετική εκτελεστικά μπάντα με ένα αξιολογότατο set παρουσιαζόμενων τραγουδιών κι έναν τραγουδιστή που δεν ήξερε που πατά τονικά και που βρίσκεται ερμηνευτικά. Χωρίς υπερβολή, μια instrumental εκδοχή των όσων παρουσιάστηκαν θα αποτελούσε από τα highlight ολόκληρης της βραδιάς, καθώς ο Kearns κατάφερε να φανεί ερμηνευτικά «λίγος» ακόμη και στις «δικές του» συνθέσεις από τα "Death's Crown Is Victory" και "White Horse Hill", ενώ αν συζητήσουμε για τα "Cimmerian Codex" και "Cromlech" οι σχετικοί χαρακτηρισμοί μάλλον θα ξεφύγουν.
White Horse Hill
To Sol A Thane
The Sleeping Tyrant
Death’s Crown Is Victory
Cimmerian Code
Cromlech
Αυτό που χρειαζόμασταν για να επανέλθουμε ήταν μια γερή δόση παλιομοδίτικου heavy metal και οι τρεις μορφάρες που απαρτίζουν τους cult ημίθεους Brocas Helm - ευτυχώς - θα μας την προσέφεραν απλόχερα για όσο θα βρίσκονταν επί σκηνής.
Ξεκινώντας κάπως μουδιασμένα με το ομότιτλο κομμάτι από το "Black Death" άλμπουμ τους, το αμερικανικό power trio θα ανέκαμπτε άμεσα στο επόμενο κιόλας "Drink And Drive", κερδίζοντας το κοινό μεμιάς και αποδίδοντας με την άνεση μεγάλου παίχτου.
Άλλωστε, με ένα άχαστο setlist γεμάτο κομματάρες ("Ghost Story", "Into Battle", "Cry Of The Banshee", "Skullfucker"), μια παρουσία που από μόνη της ήταν επιβλητική (θεός Jim Schumacher με outfit που κατατάσσεται ασυζητητί στο top-3 των πιο πρόσφατων Up The Hammers) και τις κιθαριστικές ομοβροντίες του Bobbie Wright να κυριαρχούν (πραγματικά, ένας κιθαρίστας με τρομερή αίσθηση της μελωδίας και ιδανικά δομημένα σόλο μέρη) δεν υπήρχε περίπτωση να μην περάσουμε καλά, πόσο μάλλον όταν πρακτικά η μπάντα έπαιζε «εντός έδρας».
Έτσι, οι κύριοι Bobbie Wright, Jim Schumacher και Jack Hays, βγαλμένοι από τα βάθη του αμερικάνικου underground και σαφώς μουσικοί μιας άλλης, αγνότερης εποχής, δίδαξαν πως παίζεται το απλό, σωστό heavy metal, ιδρώνοντας και με το παραπάνω τη φανέλα και τιμώντας μας με τον καλύτερο τους εαυτό σε ακόμη μια επίσκεψη τους εδώ.
Black Death
Drink And Drive
Defender Of The Crown
Blood Machine
Ghost Story
Into Battle
Dark Rider
Time Of The Dark
Fly High
Guitar Solo
Ravenwreck
Children Of The Nova Dawn
Drink The Blood Of The Priest
Cry Of The Banshee
Skullfucker
Ποτέ δεν φανταζόμουν, όταν ξεκινούσα να ανακαλύπτω σιγά-σιγά τους θησαυρούς ενός μουσικού υποϊδιώματος που θα αποδεικνυόταν ως ένα από τα πλέον αγαπημένα μου (US power metal) ότι θα μου δίνονταν η ευκαιρία να παρακολουθήσω ζωντανά τους θρυλικούς Hittman. Μιλάμε, άλλωστε, για μια από τις πολλές US power μπαντάρες που βγήκαν εκεί, προς τα τέλη των ‘80s, μας έδωσαν έναν, το πολύ δύο αλαβάστρινους δίσκους και χάθηκαν για χρόνια από προσώπου γης, προτού το πρόσφατο κύμα αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος για το είδος (που προκάλεσε και την πρόσφατη δισκογραφική επιστροφή των Fifth Angel και Heir Apparent, μεταξύ άλλων), τις επαναφέρει στο προσκήνιο και στη δράση.
Έτσι, η μπάντα που μας προσέφερε έναν από τους αρτιότερους δίσκους του προαναφερθέντος ιδιώματος, με δισκογραφικό συμβόλαιο και πλάνα για νέο δίσκο στο άμεσο μέλλον, θα παρατασσόταν μπροστά στα μάτια μας, έτοιμη να διεκδικήσει το δικαίωμα στο όνειρο που έχασε πριν χρόνια. Οι πρώτες νότες του "Metal Sport" βγαίνουν από τα ηχεία εν μέσω αποθέωσης και ο χρόνος σταματά, καθώς είμαστε μάρτυρες μιας ιστορίας που αρχίζει να ξαναγράφεται.
Τα πρόβλήματα, βέβαια, δεν έλειψαν, καθώς μπορεί το sing-along των στίχων να βοήθησε την κατάσταση, αλλά θέματα με το μικρόφωνο του Dirk Kennedy υπήρξαν εμφανή από την έναρξη κιόλας της εμφάνισης τους και συνεχίστηκαν αραιότερα καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής. Λίγο μας ένοιαξε, όμως, καθώς η μπάντα έβγαζε τρομερή ενέργεια και φαινόταν να απολαμβάνει αυτή τη νέα ευκαιρία που της δόθηκε, ενώ οι ύμνοι από το παρελθόν της αποδόθηκαν σχεδόν όπως τους άρμοζε.
Για μπάντα τέτοιου βεληνεκούς, η ύπαρξη στο set από κομματάρες όπως τα "Dead On Arrival", "Caught In The Crossfire", "Backstreet Rebels" και του προσωπικά αγαπημένου "Breakout" προσέφερε ένα μαξιλαράκι ασφαλείας, με το κουαρτέτο των οργάνων να στέκεται εκτελεστικά στο ύψος του και τον Dirk Kennedy να σβήνει τις όποιες σκέψεις για το αν μπορεί να αποδώσει ισάξια με τα προ τριακονταετίας επίπεδα (από άποψη έκτασης, αφού η χροιά του παραμένει αναλλοίωτη) να σβήνουν με την απόδοση των τσιρίδων του τελευταίου.
Όσο, δε, για τα νέα τραγούδια που μας παρουσίασαν ("The Ledge", "No Time To Die", "Total Amnesia"), αν και ασφαλή συμπεράσματα δεν μπορούν να εξαχθούν ακόμη, φάνηκαν αρκούντως ενδιαφέροντα, με ύφος που ξεκινούσε από το μελωδικό hard & heavy και τους μεσο-ύστερους Queensryche της 1983-1994 περιόδου κι έφταναν μέχρι τους Judas Priest του "Painkiller" και δείχνοντας αρκετό θάρρος και τσαγανό για την απόφαση τους να μην βασιστούν μονάχα σε παλαιότερες τους συνθέσεις. Τι μας έμεινε, λοιπόν; Μια επανασύνδεση των Gargoyle και των Oliver Magnum, νέοι δίσκοι από Lethal και Titan Force καλωσήλθαμε πίσω στο 1989. Πολλά ζητάω;
Metal Sport
Dead On Arrival
Behind The Lines
Breakout
The Ledge
Will You Be There
No Time To Die
Backstreet Rebels
Encore:
Total Amnesia
Secret Agent Man (Johnny Rivers cover)
Encore 2:
Caught In The Crossfire
Φτάνοντας στους headliners της δεύτερης μέρας του Up The Hammers, είναι γεγονός πως η παρουσία των Liege Lord αποτελούσε εγγύηση για το επίπεδο των όσων θα παρακολουθούσαμε, ενώ η αναβάθμιση του line-up τους με τον Van Williams (ex-Nevermore) έδινε ένα επιπλέον ενδιαφέρον στην εμφάνιση τους. Έτσι κι αλλιώς, οι Αμερικάνοι metallers έχουν κυκλοφορήσει τουλάχιστον ένα αδιαμφισβήτητα κλασικό άλμπουμ ("Master Control" - και με τα "Freedom’s Rise" και "Burn To My Touch" να μην υπολλείπονται ιδιαίτερα αυτού του χαρακτηρισμού) και αποτελούνται από παιχταράδες μουσικούς σε κάθε θέση, οπότε η μόνη «ανησυχία» μάλλον υπήρχε στο κατά πόσο ο Joe Comeau θα μπορέσει να αποδώσει τα δέοντα στο φωνητικό κομμάτι - μια ανησυχία που εξαφανίστηκε μάλλον άμεσα.
Βλέπετε, το μπάσιμο της μπάντας με το "Fear Itself" ήταν τέτοιο που δεν άφηνε υπόνοιες για την επί σκηνής κυριαρχία της, με τον μπομπάτο ήχο και την άμεσα πυρακτωμένη απόδοση του κουιντέτου να «θερίζει» και να μην παίρνει αιχμαλώτους στο διάβα της. Από εκεί κι έπειτα, θα ξεκινούσε η περιήγηση στις τρεις δουλειές του σχήματος, περνώντας από το φοβερό "Eye Of The Storm" στο τρομερό "Cast Out" κι από εκεί στο "Dark Tale" του ντεμπούτου και στη διασκευάρα στο "Kill The King", χωρίς να προλάβουμε καλά-καλά να πάρουμε ανάσα.
Ο - σωματικής διάπλασης παλαιστή επαγγελματικής πάλης - Joe Comeau έδειξε πως αποτελεί έναν από τους πιο παραγνωρισμένους τραγουδιστές εκεί έξω, καθώς δεν έχασε νότα ακόμη και στα τραγούδια των δύο πρώτων τους άλμπουμ (που τραγουδούσε ο - σαφώς πιο «τσιριδάτος» - Andy Michaud), ενώ τι να πούμε για το κιθαριστικό δίδυμο του Tony Truglio και του «νέου» Danny Wacker; Ίσως μονάχα ότι ο τελευταίος αποτελεί μια κορυφαία προσθήκη, αφού εκτελεστικά φαντάζει ως ένας αλάνθαστος shredder που έχει «κουμπώσει» ιδανικά με την υπόλοιπη μπάντα.
Στο "Feel The Blade" και τον ύμνο "Rage Of Angels" φτάσαμε μάλλον στο αποκορύφωμα της βραδιάς από άποψη πόρωσης και συμμετοχής του κοινού, μονάχα για να το ξεπεράσουμε κατά τη διάρκεια του ομότιτλου κομματιού από το "Master Control" - και μάλιστα εις διπλούν, με ακόμη μια, ακόμη πιο γρήγορη εκτέλεση του να κλείνει το set εμφατικά, κατόπιν «απαίτησης» του κοινού αλλά και του διοργανωτή, Μανώλη Καραζέρη, για την τήρηση της «παράδοσης» του φεστιβάλ να αποδίδουν οι headliners δύο φορές κάποιον από τους ύμνους τους.
Έτσι, και με ένα encore να έχει προηγηθεί (κατά το οποίο ο γράφων περίμενε - εις μάτην - το "Broken Wasteland") και να μας έχει αποτελειώσει με τις κομματάρες "Wielding Iron Fists" και "Fallout" (η μισή καριέρα των Iced Earth σε ένα τραγούδι), η βραδιά ολοκληρώθηκε πανηγυρικά έπειτα από οκτώ και πλέον γεμάτες ώρες παραδοσιακών metal ήχων, ολοκληρώνοντας για τους πολλούς (μιας και θα ακολουθούσε, μια μέρα μετά, το after party με τις εμφανίσεις των Wrathblade και Eternal Champion) ακόμη μια επιτυχή χρονιά ενός από τα μακροβιότερα και πλέον αξιόλογα εγχώρια φεστιβαλικά δρώμενα.
Φωτογραφίες: Χρήστος Λεμονής / Chris Lemonis Photography
Fear Itself
Eye Of The Storm
Cast Out
Dark Tale
Kill The King (Rainbow cover)
Transgression
Rapture
Feel The Blade
Rage Of Angels
Speed Of Sound
Guitar Solo
Vials Of Wrath
Cold Sweat (Thin Lizzy cover)
Master Control
Encore:
Prodigy/Wielding Iron Fists
Fallout
Encore 2:
Master Control