Steven Wilson

Hand.Cannot.Erase

Kscope (2015)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 05/02/2015
Ένα ακόμα αριστούργημα, φτιαγμένο με υλικά που μοιάζουν αειθαλή και με την στόφα ενός μουσικού που στο μέλλον θα μνημονεύεται ως κλασικός της γενιάς του
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Το τεράστιο καλλιτεχνικό εκτόπισμα του "The Raven That Refused To Sing (And Other Stories)" πριν δυο χρόνια, μας άφησε άφωνους και μας ανάγκασε να αποφανθούμε πως από τη στιγμή που ο Steven Wilson μπήκε στον χορό του αχαλίνωτου prog, δύσκολα θα μπορούσε τον ξεπεράσει ο οποιοσδήποτε. Παράλληλα, όμως, προκύπτει αναπόφευκτα κι η ερώτηση του πως ο ίδιος θα μπορέσει να διαδεχθεί την εν λόγω δουλειά και πως θα διαχειριστεί την επιτυχία της.

Αφού περιόδευσε πολύ με αυτούς τους εξωπραγματικούς μουσικούς που απαρτίζουν την μπάντα του, είναι φυσιολογικό να ήρθε πιο κοντά μαζί τους, γεγονός που σίγουρα επηρέασε τη διαμόρφωση της νέας του δουλειάς, αλλά δεν οδήγησε στην δημιουργία ενός δεύτερου "Raven", καθότι η λογική της επανάληψης δεν εξέφρασε ποτέ τον Wilson ως καλλιτέχνη. Στη νέα του δουλειά επιλέγει να απομακρυνθεί εν μέρει από τις '70s επιρροές και φτιάχνει ένα πιο «σύγχρονο» νέο άλμπουμ, το οποίο στέκεται όσο κοντά και όσο μακριά πρέπει από τον προκάτοχό του.

Η πρώτη βασική διαφορά έγκειται στην θεματολογία, κάτι που είναι πολύ σημαντικό για έναν καλλιτέχνη όπως ο Wilson, ο οποίος προσεγγίζει κάθε νέα του δουλειά ως συνολικό έργο τέχνης, όπου οι στίχοι, το artwork και όλοι τα λοιπά συναφή συστατικά αποτελούν κομμάτια του πάζλ με βαρύνουσα σημασία στο τελικό αποτέλεσμα. Αυτή τη φορά, οι μεταφυσικές ιστορίες και τα παραμύθια τρόμου αντικαθίστανται από ένα πιο ανθρώπινο σκηνικό, μια ιδιαίτερη ιστορία καθημερινότητας, μια ιστορία αποξένωσης ενός ανθρώπου που θα μπορούσε να μένει στη διπλανή πόρτα. Μολαταύτα, τα δύο άλμπουμ δείχνουν να μοιράζονται κοινά συναισθήματα και ψυχολογικές καταστάσεις κατά τη διάρκειά τους, όπως οι σκοτεινές σκέψεις, η μελαγχολία και κυρίως οι τύψεις. Για περισσότερα στοιχεία γύρω από στην ιστορία πίσω από το άλμπουμ, υπάρχουν αρκετές αναφορές του Steven Wilson, ενώ ταυτόχρονα μπορείτε (και αξίζει) να διαβάσετε το «blog για το άλμπουμ» στο Hand.Cannot.Erase.com, το οποίο θα σας βάλει στο κλίμα του άλμπουμ, περιλαμβάνοντας ακόμα και αυτούσια μέρη από τους στίχους του άλμπουμ.

Παράλληλα, στο μουσικό κομμάτι, αυτή τη φορά ο Wilson δεν δίστασε να συμπεριλάβει συνθέσεις που μοιάζουν να έχουν ελάχιστη σχέση με το prog ιδίωμα, ακόμα και με pop ή ηλεκτρονική υφή, έχοντας ως κύριο κριτήριο τα τραγούδια να εξυπηρετούν την ιστορία και να εκφράζουν τα κατάλληλα συναισθήματα. Παραδείγματος χάριν, το ομώνυμο τραγούδι είναι μια απλή, σχεδόν pop σύνθεση και το καταπληκτικό "Perfect Life" είναι χτισμένο πάνω σε μια απλή λούπα στα drums, με μια γυναικεία αφήγηση αρχικά και στην συνέχεια τον μοναδικό στίχο «We've got the perfect life» να ακούγεται κατ' επανάληψη. Εντούτοις μέσα από την απλότητά της επαναλαμβανόμενης μελωδίας του, οδηγείται σε μια κορύφωση, ξεχειλίζοντας από συναίσθημα.

Οι progressiveάδες ας μην τρομάζουν! Το prog που περιλαμβάνει το άλμπουμ, όχι μόνο θα τους καλύψει, αλλά θα τους αφήσει με το στόμα ανοιχτό! Από το «Rush» riff του "3 Years Older", ως το μαγευτικό ορχηστρικό "Regret #9" που οι Govan και Holzman ξεφεύγουν (προς τέρψιν όσων περιμένουν μεγάλα πράγματα κι από τους δυο), το άλμπουμ βρίθει τεχνικών στιγμών που θα τους παρασύρει. Είναι, όμως, στο απόγειο του "Ancestral" που αναγκάζει τον ακροατή να υποκλιθεί στην μουσική ιδιοφυία του Steven Wilson και στην τεχνική αρτιότητα των μελών μπάντας του. Ειδικά, το φινάλε του τραγουδιού σε καθηλώνει, αφού νωρίτερα ο Govan σπάει καρδιές με το solo του, σε μια σύνθεση που θέτει από τώρα σοβαρή υποψηφιότητα για τραγούδι της χρονιάς.

Οι μουσικοί είναι όλοι αναμενόμενα εκθαμβωτικοί, όπου απαιτείται η συνεισφορά τους, καθώς  υπάρχουν τραγούδια τα οποία έφερε εξ ολοκλήρου εις πέρας μόνος του ο Wilson. Το παίξιμο του Marco Minnemann είναι ιδανικό και μαζί με τον Nick Beggs αποτελούν εγγύηση στο rhythm section, ενώ ο ρόλος του Theo Travis στα πνευστά είναι πιο περιορισμένος, αλλά πάντα υπέρ-πολύτιμος όταν επιστρατεύεται. Θα μου επιτραπεί να ξεχωρίσω την απόδοση του Guthrie Govan στις κιθάρες και του Adam Holzman στα πλήκτρα, καθώς ο πρώτος στις τρεις-τέσσερις φορές που καλείται να προσθέσει ένα  solo σε καθηλώνει και ο δεύτερος παρέχει μια ποικιλία από ήχους κι ένα classy παίξιμο που δίνουν άλλο αέρα στο άλμπουμ.

Υπάρχουν και κάποια νέα στοιχεία, όπως τα γυναικεία φωνητικά και οι αφηγήσεις που βοηθούν την προσέγγιση του concept, όπως πολύ ωραία είναι τοποθετημένα τα φωνητικά από την χορωδία αγοριών που επιστρατεύει ο Wilson στο "Routine". Φυσικά, ο ίδιος είναι το μυαλό, ο συνθέτης, ο ενορχηστρωτής κι ο βασικός ερμηνευτής, οπότε και ο απόλυτος πρωταγωνιστής για μια ακόμα φορά. Με την πάντα υψηλή αισθητική του προσέγγιση σε όλα τα επίπεδα, γράφει στίχους που σου μένουν στο μυαλό και στους οποίους αξίζει να προσπαθήσεις να εμβαθύνεις. Εν τέλει, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα άλμπουμ που στέκεται ανάμεσα στις καλύτερες στιγμές της ως τώρα καριέρας του.

Για όποιον αναζητεί εναγωνίως απάντηση αν το "Hand.Cannot.Erase" είναι καλύτερο από το "The Raven That Refused To Sing", η εύκολη απάντηση «όχι», αλλά όλη η προσέγγιση είναι μάταιη και οδηγεί σε εσφαλμένες εντυπώσεις, καθότι μιλάμε για αρκετά διαφορετικές δουλειές. Το νέο άλμπουμ του Steven Wilson είναι ένα ακόμα αριστούργημα, φτιαγμένο από υλικά που είναι αειθαλή, βγαλμένο από την στόφα ενός μουσικού, τον οποίο στο μέλλον θα μνημονεύουμε ως κλασικό της γενιάς του. Εμείς απλά το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να αφεθούμε στο αστείρευτο ταλέντο του και να απολαμβάνουμε κάθε νέο του έργο.

  • SHARE
  • TWEET