Χαμένος ανάμεσα σε όρια και συναρτήσεις αναζητά το σταθερό του σημείο στη μουσική που ακούει. Θαυμαστής μοναχά της μελωδίας, αδιαφορεί μεν για το είδος του πλαισίου που την παρέχει, όχι όμως και για...

Jinjer
Duel
Δύσκολο και απαιτητικό έργο, αλλά γεμάτο singles που είναι σίγουρο ότι θα σκίσουν
Πέμπτος δίσκος συνολικά για τους Ουκρανούς modern extreme progressive metalers, τρίτος με το ίδιο, σταθεροποιημένο μάλλον πια, lineup. Μεγαλύτεροι σε μέγεθος από ποτέ, καλούνται το 2025 να κάνουν το επόμενο, ή μάλλον άλλο ένα επόμενο, βήμα. Κοίταζα, από περιέργεια, το όνομα τους στα poster των μεγάλων φεστιβάλ πριν τρία χρόνια, το 2022 δηλαδή που εμφανίστηκαν και στην πλατεία της γειτονιάς μας, κι ήταν με μικρά γράμματα στις κάτω θέσεις των τεράστιων ρόστερ. Σήμερα στα ίδια μέρη (που θα ξαναβρεθούμε) παίζουν σα logo band ή ακόμα κι ως headliner σε σκηνή, άνοδος σοβαρή ε; Προσπαθώντας να ερμηνεύσω αυτή τη τόσο γρήγορη αναρρίχηση τους, μιας και δεν έχει μεσολαβήσει ακόμα δίσκος από τότε κατέληξα στις εξής παρακάτω υποθέσεις. Πρώτον, το hype τους στα social media δεν έχει κοπάσει, αντιθέτως συνεχίζει να χτίζεται και να απλώνεται. Δεύτερον, το υλικό τους χρειάζεται πολύ χρόνο για να εκτιμηθεί, σε αυτό θα επανέλθουμε παρακάτω αλλά ναι, το υλικό τους χρειάζεται πολύ χρόνο για να εκτιμηθεί και τρίτον, οι live εμφανίσεις τους είναι τόσο ισοπεδωτικά καταιγιστικές που ανεβαίνουν κατακόρυφα στην εκτίμηση σου όταν τους δεις ζωντανά. Αυτό το επιβεβαιώνουμε, από την πρώτη τους εμφάνιση αλλά ακόμα περισσότερο από τη δεύτερη στο χωριό μας.
Έχοντας στο μυαλό μου ότι ο πέμπτος δίσκος τους αποκτά πολύ σημαντικό, σχεδόν καθοριστικό ρόλο στο ρυθμό μεταβολής της πορείας των Jinjer, ώστε να κεφαλαιοποιήσουν όλο το χαμούλη που τρέχει γύρω από το όνομά τους, έπιασα το promo όταν έφτασε στα χέρια μου με σαφώς περισσότερη περιέργεια από τις προηγούμενες δουλειές τους. Λοιπόν ας ξεκινήσουμε από τα απλά και ξεκάθαρα σημεία. Το άλμπουμ έχει κρυστάλλινη παραγωγή με τόνους όγκου, φτιαγμένη από τους ίδιους και τον Max Morton. Οι τρεις οργανοπαίχτες, Roman Ibramkhalilov (25άχορδη κιθάρα, τουλάχιστον), Eugene Abdukhanov (μπάσο) και Vladislav Ulasevich (τύμπανα) είναι από τους καλύτερους που υπάρχουν εκεί έξω, και ώρες ώρες δίνουν την εντύπωση ότι έχουν έρθει από πολύ, πολύ «εκεί έξω». Η Tatiana Shmayluk είναι ηγέτης, frontwoman τεραστίων διαστάσεων, και στο studio και στη σκηνή είναι εντελώς και απολύτως εντυπωσιακή, με κάθε δυνατό τρόπο. Μπροστάρης, σε μια νέα γενιά μεγάλων γυναικών που οδηγούν καταξιωμένες μπάντες του σήμερα και του αύριο στη σκληρή μουσική που ακούμε. Τα κομμάτια είναι έντεκα στο σύνολο, σούπερ τεχνικά, πολύπλοκα με έναν σκασμό πληροφορίες που έρχονται ασταμάτητα κι από παντού. Είναι τόσα πολλά αυτά που λέει στα 43 λεπτά του, που μετά τις πρώτες (και τις δευτέρες, και τις τρίτες… και τις εικοστές μη σου πω) ακροάσεις όταν τελειώνει νιώθεις το κεφάλι σου να έχεις γίνει πουρές. Ωχ, δε ξεκινάμε καλά θα πεις, κάτσε περίμενε μη βιάζεσαι, ούτε εγώ βιάστηκα με το δίσκο (ούτε και οι Jinjer βασικά, τέσσερα χρόνια δεν τα λες και λίγα), του έδωσα πολλές, μα πολλές επαναλήψεις για να γράψω αυτές εδώ τις γραμμές πιστεύοντας ότι πλέον ψιλοξέρω για τί πράγμα μιλάω.
Ο τρόπος τελικά που εγώ ευχαριστήθηκα περισσότερο το άλμπουμ είναι όταν το χώρισα, νοητά, σε δύο EP. Το πρώτο στα έξι πρώτα κομμάτια, το δεύτερο στα υπόλοιπα πέντε. Εκεί, έχοντας το σα δύο διαφορετικές οντότητες στο μυαλό μου, ξεδίπλωσε περισσότερο τις αρετές του χωρίς να προλάβει να μου λιώσει τον εγκέφαλο και να χάσω ότι μάζεψα όση ώρα τ’ άκουγα. Δηλαδή έκανα ουσιαστικά το εξής, όταν πια είχα προχωρήσει αρκετά πάτησα ένα save, σταμάτησα και συνέχισα μετά από το checkpoint. Έχει μουσική λογική ο διαχωρισμός που έκανα; Καμία. Μάλιστα αν έπρεπε να χωρίσω το δίσκο μουσικά, μάλλον θα πήγαινα ως εξής, τα τρία πρώτα τραγούδια είναι το πιο σύνθετο απαιτητικό σκέλος του άλμπουμ, με το εναρκτήριο "Tantrum" να σε πιάνει από τα μούτρα αλλά να έχει και αυτά τα μελωδικά γυρίσματα που τόσο μαεστρικά ερμηνεύει η Tatiana. Γρήγοροι ρυθμοί και djent κιθάρες το σπρώχνουν στα άκρα. Το "Hedonist", αν και βασίζεται σε πιο αργό τέμπο είναι από τα πιο απαιτητικά ακούσματα στο άλμπουμ, ευτυχώς έρχεται νωρίς πριν κουραστεί ο εγκέφαλος. Το "Rogue" διατηρεί ψηλά το επίπεδο δυσκολίας, όσο κι αν ήλπιζα ότι η επόμενη πίστα θα είναι πιο βατή, θα μου πεις πότε έγινε αυτό, όχι μόνο με τους Jinjer αλλά κυρίως με τους Jinjer. Στο κομμάτι αυτό βρήκα μερικές από τις πιο εντυπωσιακές, ακραίες, φωνητικές γραμμές του άλμπουμ. Πάντως προς το τέλος εμφανίζεται και groove διάθεση με πιο απτές κιθάρες που σου δίνουν λίγο χώρο να κοπανηθείς σαν άνθρωπος, με την ησυχία σου, τόσο όσο, ώστε να μη φτάσεις να αναφωνήσεις τελικά «Στα-μα-τα-ααα».
Τα επόμενα τρία κομμάτια είναι τα πιο μελωδικά, για το συγκεκριμένο πάντα πλαίσιο που θέτει ο δίσκος. Προσωπικά προτιμώ τη δεύτερη τριάδα από την πρώτη, τα "Tumbleweed" και "Kafka" στηρίζονται σε πολύ πιο κατανοητές δομές με μέρη που κυριαρχεί το συναίσθημα αλλά και μερικά πολύ βαριά, αργόσυρτα ριφ. Στο "Kafka" εμφανίζονται διάσπαρτες κάποιες σαφείς επιρροές από τον τεράστιο Chuck Schuldiner, που ακριβώς επειδή είναι τόσο οικείος κάνει το άκουσμα σχεδόν αναμενόμενο, έχει μάλιστα και ρεφρέν που οριακά μπορεί να χαρακτηριστεί μπαλάντα. Ανάμεσα στα δύο αυτά κομμάτια υπάρχει το "Green Serpent", προσωπικά το κομμάτι που βάζω πάνω από όλα τα άλλα στο δίσκο. Κυριαρχουν κι εδώ οι μελωδίες, χωρίς προφανώς να γίνεται σε καμία περίπτωση γλυκανάλατο ή απλοϊκό, αλλά έχει πιο σαφείς γραμμές που σου μένουν. Το σπάσιμο πριν το τέλος του κομματιού θέλω να το ακούσω live, είναι τέτοιο που παίζει για σκοτωμό. Η επόμενη τριάδα περνάει σε περισσότερο groovy συνθέσεις, συναυλιακές, πολύ πιο κατανοητές με κέντρο τους το κοπάνημα. Το "Dark Bile" διατηρεί τις αναφορές στον ηγέτη των Death (και του Death), ενώ το "Fast Draw" που έρχεται μετά το λες και αγριεμένη μουσική για pit. Είναι μάλιστα το πρώτο κομμάτι του δίσκου που διάβασα και Slipknot στοιχεία να συνδυάζονται με thrash στήνοντας ένα περιβάλλον εκρηκτικό. Ακολουθεί το "Someone's Daughter", το δεύτερο που ξεχώρισα πάνω από τα υπόλοιπα στο δίσκο. Αν και είναι πιο απαιτητικό από τα προηγούμενα, έχει κι αυτό πολλά ριφ που παραπέμπουν στους γίγαντες από την Iowa μαζί με πολύ ωραίες φωνητικές γραμμές κι ένα μικρό hint από Gojira. It's an absolute banger. Τα δύο τελευταία του δίσκου επιστρέφουν σε πιο δύσπεπτες δομές που αν έρθουν στο τέλος μιας ολοκληρωμένης ακρόασης ίσως είναι η χαριστική βολή που θα σε κάνει να παραιτηθείς. Αν έχεις χωρίσει όμως την ακρόαση όπως είπαμε είναι απόλυτα καλοδεχούμενη η αύξηση του επιπέδου δυσκολίας. Σε μια πιο λογική προσέγγιση από την άλλη ίσως να ήταν καλύτερα αν έλειπαν, όσο κι αν είναι πολύ καλά κομμάτια ως αυτόνομες συνθέσεις. Στο "A Tongue So Sly" οι πιο παρατηρητικοί θα δουν ότι κι οι Tesseract έχουν εισβάλει στο δίσκο, ενώ στο ομώνυμο, εκτός από τους Slipknot που επανέρχονται θα βγουν και λίγοι Nevermore μπροστά.
Συνολικά ο δίσκος είναι πιο μεγάλος απ' ότι πρέπει για να αφομοιωθεί, κι αυτό μπορεί να δημιουργεί πρόβλημα σε έναν ακροατή που ψάχνει το γρήγορο και εύκολο συμπέρασμα. Δεν ξέρω πόσο εμπορικός μπορεί να γίνει ως ενιαία κυκλοφορία αλλά είμαι σίγουρος ότι μεμονωμένα τα single θα σκίσουν, καθώς επίσης είμαι σίγουρος ότι όποια, και όσα, αποφασίσουν να εισέλθουν στο setlist θα είναι απλά τέλεια σε live. Εν κατακλείδι δύσκολος και ίσως υπερβολικός δίσκος που όμως, αν τον κόψεις, θα φτιάξεις δύο άριστα EP, μάλιστα χωρίς να αφήσεις ούτε νότα έξω από το περιεχόμενό του.