Helloween

Helloween

Nuclear Blast (2021)
Από τον Σπύρο Κούκα, 04/06/2021
Το σημαντικότερο άλμπουμ στο ευρωπαϊκό power metal τα τελευταία χρόνια
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Sometimes you're wrong by some things you have done...

Η Άνοδος και η Πτώση του πιο ιστορικού και ίσως κορυφαίου σχήματος του ευρωπαϊκού power metal οικοδομήματος έχει αποκτήσει με τα χρόνια τη δική της σημειολογική σημασία. Βλέπετε, τα σκαμπανεβάσματα που έχει παρουσιάσει η πορεία του ανά τον καιρό συνήθως συνοδεύονται από κάποιες κομβικές αποχωρήσεις μελών και, στην προκειμένη, από δύο πολυαναμενόμενες επιστροφές μουσικών που η παρουσία και οι αποφάσεις τους υπήρξαν κομβικές για την έκβαση της δημιουργικής του ιστορίας έως σήμερα.

Από την αποχώρηση του Kai Hansen και την απομάκρυνση των Michael Kiske και Ingo Schwichtenberg, μέχρι και την απόλυση των Roland Grapow και Uli Kusch, οι Helloween ανέκαθεν παρουσίαζαν μια ενδογενή «αστάθεια» βρισκόμενοι σε σημαντικά σημεία καμπής της δισκογραφίας τους, με αποτέλεσμα το ιστορικό γερμανικό σχήμα να έχει πραγματοποιήσει μια πληθώρα reboots στην αξιοσημείωτη καριέρα του.

Η βίαιη μετάβαση από το δεύτερο "Keeper Of The Seven Keys" στο "Pink Bubbles Go Ape", η επιστροφή στις ρίζες με το "Master Of The Rings" έπειτα από το αλλοπρόσαλλο "Chameleon", η άτακτη υποχώρηση στον "happy, happy Helloween" ήχο κατόπιν του "The Dark Ride" που οδήγησε, σχεδόν αναπόφευκτα, στην κυκλοφορία ενός τρίτου "Keeper…", όλες τους υπήρξαν επιλογές άμεσα συνυφασμένες με τις αλλαγές προσώπων που συντελούνταν στις τάξεις τους, με τον Michael Weikath να φέρει, εμμέσως ή σαφώς, το βάρος των συγκεκριμένων επιλογών. Αποφάσεις που έφεραν μεν τους Helloween εδώ που βρίσκονται σήμερα, με ένα τεράστιο "what if", όμως, να πλανάται μόνιμα πάνω από την ιστορία τους, το οποίο λοξοκοίταζε προς τη μεριά των δύο "Keepers" και, προφανώς, των Kai Hansen και Michael Kiske.

Times of peace, times of fights, constant movement is our life...

Ο καιρός περνάει και αποτελεί τον καλύτερο γιατρό. Τί κι αν οι διαφωνίες του παρελθόντος είχαν οδηγήσει και τους δύο προαναφερθέντες μουσικούς εκτός Helloween με όχι δα και τον καλύτερο τρόπο, ο χρόνος, οι συγκυρίες και οι κοινοί, πλέον, στόχοι, μουσικοί και και πάσης άλλης φύσεως, έκαναν το reunion να μοιάζει μετά από ένα σημείο αναπόφευκτο. Έτσι κι αλλιώς, η πορεία και των τριών συνισταμένων έμοιαζε πτωτική τα τελευταία χρόνια, με την μπάντα να κυκλοφορεί το λιγότερο ενδιαφέρον/πιο τυπικό άλμπουμ που θα μπορούσε (βλέπε "My God-Given Right"), τους Gamma Ray του Hansen να βρίσκονται επίσης στο πλέον χαμηλό/τυποποιημένο δημιουργικά σημείο τους (βλέπε "Empire Of The Undead") και τον Kiske να επιχειρεί μια συνεχιζόμενη επιστροφή στον power metal χώρο ήδη από τις αρχές των ‘00s, η οποία, όμως, είχε ως πιο εξέχον σημείο αναφοράς τα μόνιμα guests του στους Avantasia.

Η προσχώρηση του Hansen στους Unisonic (το 2011) και η κοινή περιοδεία Helloween/Gamma Ray (το 2013) υπήρξαν σαφείς ενδείξεις πως οι σχέσεις των άλλοτε αντιμαχόμενων πλευρών είχαν αποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό, με την επανένωση να φαντάζει πια σαν κάτι που αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε. Το θέμα ήταν κάτω από ποιο καθεστώς, καθώς, αν προβληματισμός δεν υπήρχε για την ύπαρξη τρίτου κιθαρίστα στην μπάντα (ή ακόμη και την αντικατάσταση του Sascha Gerstner), για τη θέση του τραγουδιστή τα πράγματα έμοιαζαν να περιπλέκονται. Με τον Andi Deris να φαντάζει το πρόσωπο - κλειδί της μπάντας από το 1994 κι έπειτα, η θέση του έμοιαζε - και ήταν - ακλόνητη, με το διχασμό μεταξύ νοσταλγών του παρελθόντος και οπαδών της Deris’ era να δείχνει πως μια άλλη λύση έπρεπε να προκριθεί - όπερ και εγένετο.

We're indestructible 'cause we are one...

Φτάσαμε, λοιπόν, στο περιβόητο reunion, με τους Hansen και Kiske να εντάσσονται στο ήδη υπάρχον lineup και την παγκόσμια περιοδεία που ακολούθησε να πιστοποιεί τη live δυναμική της επανενωμένης - κι ανανεωμένης - μπάντας, παρά το «μουδιασμένο» ξεκίνημα. Ταυτοχρόνως, όμως, να ανοίγει και μια συζήτηση για το πότε θα ακολουθήσει ένα studio άλμπουμ, με το single "Pumpkins United" να ρίχνει λάδι στην υπάρχουσα φωτιά. Η κατάσταση που επέβαλλε η γνωστή πανδημία επιτάχυνε κάποιες διεργασίες που αργά ή γρήγορα θα συνέβαιναν και το σχήμα βρέθηκε σε διαδικασία δημιουργίας ενός νέου δίσκου μαζί με τους δύο μουσικούς, για πρώτη φορά μετά το δεύτερο "Keeper Of The Seven Keys".

Με τις προσδοκίες στα ύψη, το πρώτο ομότιτλο άλμπουμ της μπάντας (και δεύτερη κυκλοφορία τους με αυτό το όνομα, μετά το θρυλικό EP του 1985) θα είχε τη μορφή δήλωσης, εκείνης του επαναπροσδιορισμού μιας καριέρας με όλους - σχεδόν - τους συντελεστές που τη διαμόρφωσαν διαθέσιμους. Κι αν η απουσία των Roland Grapow και Uli Kusch, αν και λογική σε μεγάλο βαθμό, ίσως λογίζεται ως foul από μερικούς, εκείνη του αδικοχαμένου Ingo θα έβρισκε μια συγκινητική αναπλήρωση με τη χρήση στο άλμπουμ του δικού του drum kit από την περίοδο των ηχογραφήσεων των δύο "Keeper...".

Έτσι, οι λεπτομέρειες που έρχονταν σταδιακά στο φως, τόσο το πανέμορφο εξώφυλλο του Eliran Kantor, όσο και το εντυπωσιακό δωδεκάλεπτο "Skyfall", η πρώτη σύνθεση που έφερε ξανά την υπογραφή του Kai Hansen στους Helloween, μετά το 1988, μας προετοίμαζαν για μια θριαμβευτική δισκογραφική επιστροφή, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει το εφαλτήριο για το πολυπόθητο revival του ιδιώματος που οι ίδιοι δημιούργησαν, του ευρωπαϊκού power metal. Αντέχει, όμως, το "Helloween" το βάρος αυτών των προσδοκιών;

Yesterday is history - Tomorrow is a mystery

Το άλμπουμ οφείλει να προσεγγιστεί ως μια ανακεφαλαίωση της τεράστιας καριέρας του σχήματος, καθώς συνθετικά το υλικό του επιχειρεί να διασχίσει το σύνολο σχεδόν της δισκογραφικής του παραγωγής. Η προσδοκία, λοιπόν, για ένα νέο "Keeper" φαντάζει ουτοπική εν τη γενέσει της, όπως άλλωστε και για οποιοδήποτε άλλο άλμπουμ, καθώς η ίδια η μπάντα έχει επιλέξει προς τιμήν της να μην εστιάσει μονάχα εκεί, αλλά να δημιουργήσει με γνώμονα μεν το παρελθόν, αλλά το βλέμμα στο μέλλον. Αναμενόμενα, λοιπόν, η αυτοαναφορικότητα των συνθέσεων φέρνει στο νου όχι μόνο στιγμές από τη Helloween δισκογραφία, αλλά και από εκείνη των συγγενών Gamma Ray και Unisonic, παρουσιάζοντας ως φυσική συνέχεια τη διασταύρωση των άλλοτε παράλληλων δημιουργικών τους μονοπατιών.

Βλέποντας, δε, τη συνθετική σφραγίδα που φέρει η εκάστοτε σύνθεση, αντιλαμβανόμαστε πολλά περισσότερα από απλώς τον κύριο συνθέτη εκείνης, αφού το στίγμα και η προσέγγιση είναι αρκετά ευμετάβλητη από τραγούδι σε τραγούδι. Ξεκινώντας από τα κομμάτια του Andi Deris, γίνεται αντιληπτή για ακόμη μια φορά η αναβαθμισμένη συνεισφορά του όλα αυτά τα χρόνια παρουσίας του στο σχήμα, η οποία σμίλευσε το σύγχρονο δημιουργικό του πρόσωπο βάσει των δικών της αισθητικών κριτηρίων.

Γι’ αυτό, λοιπόν, η ποσοτική μερίδα του λέοντος σε ό,τι αφορά τις περιεχόμενες συνθέσεις φαντάζει αναμενόμενη και δίκαιη, με τη συνθετική του προσαρμοστικότητα να αποτελεί εξέχον προσόν. Έτσι, το "Fear Of The Fallen" φαίνεται ένα επιτυχημένο δεύτερο single, με τη φωνητική συνεργασία των Deris και Kiske να είναι αρμονική και το solo section του να ανεβάζει τον πήχη, την ώρα που το θυμικό τρέχει μέχρι και στην εποχή του "Time Of The Oath". Την ίδια στιγμή, το "Best Time", το αποτέλεσμα της συνθετικής του συνεργασίας με τον Sascha Gerstner, φέρει τόσο έντονη αυτήν την classic Helloween αύρα που προσαρμόζεται ιδανικά στο παρόν, αποπροσανατολίζοντας αρχικά για τους πραγματικούς του δημιουργούς. Βλέπετε, εύκολα θα μπορούσε να αποτελεί σύνθεση του Kai Hansen, αφού η μελωδική του έναρξη έχει χρησιμοποιηθεί και παλιότερα στους Gamma Ray, ενώ το μοτίβο ανάπτυξης του ανακαλεί τους Unisonic και το "Exceptional" με επιτυχία.

Το "Mass Pollution" φέρει μια πιο hard & heavy λογική, με τη συναυλιακή του αύρα να προϊδεάζει πως πρόκειται να συμπεριληφθεί στα επόμενα συναυλιακά setlists της μπάντας και την κυρίαρχη φωνητικά παρουσία του Deris να το ορίζει ως ένα τραγούδι που θα μπορούσε να έχει θέση σε σχεδόν οποιοδήποτε άλμπουμ της την τελευταία εικοσαετία. Ομοίως και το "Cyanide", το οποίο μοιάζει ως το πιο αχρείαστο κομμάτι του άλμπουμ, ένα διασκεδαστικό filler με ορισμένες όμορφες κιθαριστικές εξάρσεις - αλλά μέχρι εκεί. Τελευταίο μα όχι και λιγότερο ενδιαφέρον των υπολοίπων το "Rise Without Chains", στο οποίο η χρήση οικείων φωνητικών γραμμών σε συνδυασμό με το απλό αλλά ανατατικό refrain που απογειώνει ο - συγκλονιστικός σε ολόκληρο το άλμπουμ - Kiske το καθιστούν ένα προσωπικό favorite, το οποίο ίσως αδικείται από τη θέση του ακριβώς στη μέση του δίσκου.

Eagle fly free, let people see - Just make it your own way

Περνώντας στη δημουργική προσφορά του έτερου βασικού συνθέτη της μπάντας, ο Michael Weikath ανέκαθεν αποτελούσε εγγύηση συνθετικά. Όντας αναπόσπαστο μέρος των Helloween από την αρχή τους μέχρι και σήμερα, δεν θα ήταν παράλογο να δηλώσουμε πως οι Κολοκύθες είναι η μπάντα του, κάτι που έτσι κι αλλιώς δείχνει η πορεία της ιστορίας τους. Ταυτόχρονα, ο ίδιος διεκδικεί με αξιώσεις την εξ ημισείας πατρότητα του ευρωπαϊκού power metal, γεγονός αναντίρρητο όσο κι αν η «αντιεμπορική» του φιγούρα προδιαθέτει για το αντίθετο. Εδώ, λοιπόν, είναι υπεύθυνος για τρεις συνθέσεις, οι οποίες μαζί με το "Skyfall" αποτελούν τις κορυφές ετούτης της δισκογραφικής προσπάθειας.

Το εναρκτήριο "Out For The Glory" θέλει να μπαίνει στην ίδια πρόταση με το "Eagle Fly Free" και τα καταφέρνει περίφημα να υπενθυμίσει στιγμές που έμοιαζαν μόνιμα χαμένες στην power metal ιστορία. Με την παρουσία του Kiske επιβλητική και τα συνοδευτικά φωνητικά του Hansen να μιλούν για... iron minions, αποτελεί την καλύτερη δυνατή εκκίνηση για το άλμπουμ. Τα ακόμη καλύτερα, όμως, έρχονται με τα "Robot King" και "Down In The Dumps", καθώς το αυθεντικό Helloween συναίσθημα σε συνδυασμό με το ποικιλόμορφο euro-power songwriting βρίσκουν την ολοκληρωτική έκφραση τους. Κι αν το πρώτο επιλέγει μια πιο παράδοξη φωνητική κατανομή που θέλει το refrain του να εμφανίζεται καθυστερημένο, το δεύτερο έχει μια απόλυτα straight forward προσέγγιση, ένα εξαιρετικό solo κιθαριστικό μέρος (με ένα ταυτόχρονο drum break που το ενισχύει καίρια) και τα πιο ακραία/ψηλά φωνητικά που ακούμε σε ολόκληρο το δίσκο, με μοναδικό όριο τον ουρανό.

I don't know if hell or paradise...

Για το τέλος αφήσαμε τις δύο συνθέσεις που φέρουν η κάθε μία την υπογραφή δύο παραγνωρισμένων, το καθένα για τους δικούς του λόγους, μελών της μπάντας. Ξεκινώντας από το "Indestructible" που έτσι κι αλλιώς ήταν γνωστό εδώ και μερικούς μήνες, ακούγοντας το μπορεί να γίνει αντιληπτή η τόσο σημαντική προσφορά του Markus Grosskopf στο σχήμα όλα αυτά τα χρόνια. Ανέκαθεν ήρεμη δύναμη, ο ίδιος δεν εγκατέλειψε ποτέ τις τάξεις των Helloween αλλά ήταν εκεί σε κάθε καλή ή κακή τους στιγμή. Ως μπασίστας, δε, έχει έναν από τους πιο παιχνιδιάρικους τόνους και φαντάζει ικανότατος, ενώ συνθετικά διακρίνεται από την τέχνη της απλότητας, γράφοντας συνήθως όμορφα κι ευκολομνημόνευτα τραγούδια με εμφανή refrain και διακριτές μελωδίες. Η εδώ συνθετική του προσφορά δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση, γράφοντας ένα ευδιάθετο, up tempo κομμάτι με όσο πιο απλοϊκό και προφανές refrain γίνεται, το οποίο θέλοντας και μη, σου κολλάει στο μυαλό.

Σε ό,τι αφορά τώρα τον Sascha Gerstner, τα είπαμε παραπάνω για το "Best Time", οπότε απομένει το "Angels", το πιθανόν πιο ιδιαίτερο κομμάτι του "Helloween". Ίσως το τραγούδι εκείνο που βρίσκεται εγγύτερα στο "Dark Ride" ή το Gambling With The Devil" υφολογικά (λόγω και των έντονων πλήκτρων που έχει ανά στιγμές - με ενδιαφέρον trivia να αποτελεί το γεγονός ότι τα μέρη των πλήκτρων στο άλμπουμ μοιράστηκαν μεταξύ του Jens Johansson των Stratovarius και του Matthias Ulmer των Anyone’s Daughter), θα μπορούσε να αποτελεί highlight του δίσκου, καθώς η ευέλικτη ερμηνεία του Kiske δένει με το πιο ατμοσφαιρικό κι ογκώδες της ύπαρξης του. Δυστυχώς, όμως, το refrain και η τελική κλιμάκωση του λειτουργούν ανασταλτικά στις τελικές εντυπώσεις, τόσο που να κατατάσσεται στις λιγότερο δυνατές στιγμές του άλμπουμ.

We got the right to say we are here to see the light

Φτάνοντας στην τελική ετυμηγορία για το ποιόν του νέου άλμπουμ των Helloween, τα πράγματα φαντάζουν ξεκάθαρα. Προφανώς δεν έχουμε ένα νέο "Keeper", όσο κι αν το εξώφυλλο και η παρουσία των Kiske και Hansen παίζουν έξυπνα με το οπαδικό θυμικό. Η δε μειωμένη τους επίσημη συνθετική συμμετοχή - όσο κι αν οι αναφορές μιλούν για συνεισφορά κάθε μουσικού στο τελικό αποτέλεσμα ασχέτως credits - μπορεί να ξενίζει σε πρώτη ανάγνωση, αλλά βλέποντας την τελική κατανομή σε συνθετικά λεπτά (Deris: περίπου 22’, Weikath: περίπου 20’, Hansen: περίπου 13’) φαίνεται πως υπάρχει μια λογική αναλογία. Από την άλλη, αυτό που λαμβάνουμε είναι το πιθανόν καλύτερο άλμπουμ της μπάντας τα τελευταία 20 χρόνια, τόσο από σημειολογικής κι αισθητικής, όσο και από συνθετικής απόψεως, με τη δική μου μικρή «δεύτερη σκέψη» να ακούει στο όνομα "7 Sinners" αλλά να μην μοιάζει ικανή να μειώσει τον ενθουσιασμό.

Με εξαιρετική δουλειά σε επίπεδο παραγωγής και μίξης από τους Charlie Bauerfeind, Dennis Ward και Ronald Prent, ο ήχος του άλμπουμ φαντάζει ο κορυφαίος που είχαν ποτέ σε κάποια studio κυκλοφορία τους - μεγάλη κουβέντα αν σκεφτεί κανείς για ποια άλμπουμ μιλάμε κατ’ουσίαν. Επιπλέον, υπολογίζοντας το hype που έχει δημιουργήσει η συγκεκριμένη κυκλοφορία προτού καν βρεθεί στα ράφια των δισκοπωλείων, φαίνεται ικανή να ορίσει μια, τρόπον τινά, αναγέννηση του ιδιώματος στο οποίο ανήκει, ασχέτως της δικής της αντικειμενικής αξίας. Και μόνο ως brand name και με το ενδιαφέρον να στρέφεται και πάλι προς το μέρος του ευρωπαϊκού power metal μετά από χρόνια εξαιτίας του, το "Helloween" στέκεται δίχως αμφιβολία ως το σημαντικότερο άλμπουμ του είδους του τον τελευταίο πολύ καιρό, παρά τις επί μέρους συνθετικές του ατέλειες και τη δεδομένα νοσταλγική/επαναληπτική του διάθεση. So make your choice, it's hell or paradise...

  • SHARE
  • TWEET