Closure In Moscow

Soft Hell

Bird's Robe Records (2023)
Εννιά χρόνια μετά, οι Αυστραλοί επιστρέφουν θριαμβευτικά επιβεβαιώνοντας το ρητό που λέει «το καλό πράγμα αργεί να γίνει»
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Για πολλά χρόνια, η σχέση μου με τους Closure In Moscow περιοριζόταν σε ένα άτυπο PTSD από το 2014, μιας και οι προσπάθειές μου ως φοιτητής να βρω πειρατικά το δεύτερο άλμπουμ τους "Pink Lemonade", είχαν ως αποτέλεσμα να κατεβάσω ιό στο λάπτοπ. Η φαντασία μου οργίαζε, το λάπτοπ μου δεινοπαθούσε με λοίμωξη, κι εγώ έμεινα με την ματαίωση που δεν θα συμμετείχα στο hype της χρονιάς. Πέρα από προσωπικές ιστορίες τεχνολογικού αναλφαβητισμού, όμως, τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά. Ένα από τα πιο ιδιαίτερα και ταλαντούχα συγκροτήματα της γενιάς του επιστρέφει μετά από εννιά χρόνια, με έναν δίσκο που μπορεί να ανταποκριθεί στις πλέον υπερβολικές προσδοκίες. Πόσο υπέροχο είναι αυτό;

Δίπλα στην βιωματική πλαισίωση, θα βάλω και την ηχητική. Το alternative prog έχει πολλούς και άξιους εκπροσώπους, με διαφορετικές καταβολές και προσανατολισμούς. Οι Closure In Moscow θα έμπαιναν στα ίδια κουτάκια με μπάντες όπως οι The Mars Volta (ειδικά της ύστερης περιόδου), οι The Dear Hunter, οι The Fall Of Troy (συγκεκριμένα στο πρώτο τους άλμπουμ "First Temple"), αλλά και με πιο σύγχρονα συγκροτήματα όπως οι FES. Μπλέκουν, δηλαδή, μία math λογική, με πολλά ακόρντα, ρυθμικά παιχνίδια, και ορμητικότητα, με pop φωνητικές μελωδίες, θεατρικότητα, και ως επί το πλείστον σαφείς δομές. Ως προς το "Soft Hell", οι Closure In Moscow στεγνώνουν τις συνθέσεις τους από το περιττό λίπος - όπως επιθυμούσε κάποτε ο Χρήστος Καραδημήτρης – και φτιάχνουν ένα άλμπουμ που για πενήντα συναπτά λεπτά παραμένει banger.

Συγκρινόμενο κυρίως με τον προκάτοχό του ως ηχητική συνέχειά του, το "Soft Hell" αναδεικνύεται οριακά ανώτερό του, παρ’ όλο που ο υποκειμενικός παράγοντας πάντα θα παίζει ρόλο σε αυτό. Ναι, του λείπει ο ανερυθρίαστος πειραματισμός, όμως στο τέλος της ημέρας, νομίζω ότι αυτό λειτουργεί υπέρ του, καθώς δεν κουράζει ούτε στο ελάχιστο – κάτι που το "Pink Lemonade" ίσως δεν κατάφερνε πάντα με την διασκορπισμένη του αντίληψη. Κι αν είναι μία προσωπική βελτίωση βάσει ορισμένων κριτηρίων, είναι ταυτόχρονα και ένας δίσκος που δείχνει μία κατεύθυνση σύμφυσης του alternative με το prog rock, όχι πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι έκανε πριν λίγους μήνες το "The Worm" των HMLTD, αν αντί για rock opera στόχευαν σε κάτι πιο bluesy και funk.

Ακούς το "Primal Sinister" με την τραγανιστή μπασογραμμή, και το κιθαριστικό σόλο που θα μπορούσε να το έχουν ξεσηκώσει από κάποια post-punk revival μπάντα. Ακούς μετά το "Absolute Terror Field" με τη βρωμιά στο μπάσο και τα γυναικεία φωνητικά να θυμίζουν Nova Twins. Κι ύστερα έρχεται ο καταιγισμός του "Better Way", που λύνει τα χαλινάρια και εκτροχιάζεται σε κιθάρες και ντραμς, παρ’ όλο που υπάρχει η ασφάλεια του μεγάλου ρεφραίν. Αυτή η τριάδα αρκεί να αποκαλύψει την ταυτότητα του συγκροτήματος και του δίσκου, αφήνοντας όμως εκπλήξεις, όπως το πιο Rn’B "Lock & Key", ή τις διακριτικές ‘80s ευαισθησίες του "Lovelash". Όταν η αυλαία πέσει με το μινιμαλιστικό "My Dearest Kate", η φωνή του Christopher De Cinque αρπάζει την προσοχή σου με το ζόρι, σε περίπτωση που ως τότε δεν είχες καταλάβει πόσο υπέροχος τραγουδιστής είναι.

Το "Soft Hell" έρχεται στο τελευταίο τμήμα της χρονιάς, και χαρίζει απλόχερα μελωδίες, τεχνική, και συναίσθημα. Η ιστορία του δεν είναι ούτε κατά διάνοια τόσο περίπλοκη όσο του "Pink Lemonade", μιας και, αν δεν το καθιστά αρκετά σαφές το εξώφυλλο, πρόκειται για ένα άλμπουμ χωρισμού και πικρίας, αν και υπάρχει και το υπόβαθρο της ψυχικής εξάντλησης, των λάθος επιλογών, και του προσωπικού αδιέξοδου. Ό,τι του λείπει, όμως, από (ενδεχομένως faux) διανοητικό βάθος, το αναπληρώνει με εύρος έμπνευσης, καθώς μέσα στις δώδεκα συνθέσεις του χωράει αρκετή πληροφορία και ταλέντο ώστε να αποτελεί ένα από τα πιο διασκεδαστικά και πλήρη άλμπουμ της χρονιάς.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET