ProgSession #50: Taste

Progressive blues ηχοχρώματα από τα τιμημένα χώματα της Ιρλανδίας

Από τον Σπύρο Κούκα, 05/07/2018 @ 11:08

Υπάρχουν φορές που το δεδομένα ποιοτικό μένει στις σκιές της λήθης, καταφέρνοντας να βρει μονάχα μια μικρή μερίδα της απήχησης που πραγματικά θα δικαιούταν. Στην μουσική βιομηχανία τέτοιες περιπτώσεις είναι κάτι το σύνηθες, καθώς μονάχα το ταλέντο και η σκληρή δουλειά μοιάζουν να μην αρκούν πάντα. Ωστόσο, με το χρόνο να αποδεικνύεται ο αντικειμενικότερος κριτής, τα μουσικά έργα των αφανών ηρώων υπάρχουν, περιμένοντας να αποκαλύψουν την μαγεία τους σε αυτούς που θα τα ανακαλύψουν.

Στα πλαίσια αυτής της «διαστροφής», θα παρουσιάζουμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέσω μίας στήλης που καθόλου τυχαία επέλεξε να παίξει με τις λέξεις progress και obsession, ένα δίσκο από το ευρύτατο φάσμα και την κληρονομιά του progressive rock, που δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει ενός cult συλλεκτικού επιπέδου.

Days of progressive past Vol. 50: 

Taste - On The Boards
(Polydor, 1970)

Taste - On The Boards

Να 'μαστε, λοιπόν, και πάλι εδώ, κατόπιν ενός μήνα αγρανάπαυσης, επιστρέφοντας με το αισίως πεντηκοστό κείμενο της στήλης και προχωρώντας για τα όσα περισσότερα μας επιφυλάσσει το μέλλον. Έτσι, παρά τα μικρά (αλλά και λίγο μεγαλύτερα) διαλείμματα μέσα σε αυτά τα επτά χρόνια αναζητήσεων και παρουσιάσεων ενός εναλλακτικού, λιγότερο λαμπερού και αναγνωρισμένου, αλλά οπωσδήποτε μαγευτικού παρελθόντος, μέσα από τις δουλειές και το προσωπικό πρίσμα τόσων και τόσων ετερόκλητων μεταξύ τους καλλιτεχνών, η «εμμονή» για την ανάδειξη ακόμη περισσότερων «κρυμμένων θυσαυρών» καλά κρατεί.

Καλώς ή κακώς, ο χρόνος αποτελεί τον πλεόν αδυσώπητο κριτή, δίχως να χαρίζεται σε κανέναν, και καθώς περνά οδηγεί βέβαια και σταθερά στη λησμονιά. Λησμονιά για πρόσωπα κάποτε αγαπημένα, για μέρη πολυσύχναστα και συνήθειες που έμοιαζαν πως θα διαρκέσουν για πάντα, λησμονιά για το παρόν που έγινε, θαρρείς σε μια στιγμή, μακρινό παρελθόν και, τελικά, για μουσικές που κάποτε έμοιαζαν ως το soundtrack μιας ζωής που ποτέ δεν έζησες.

Για κάποιους καλλιτέχνες, βέβαια, τα συναισθήματα που προκάλεσε η μουσική τους μοιάζουν να δημιουργούν μια ψευδαίσθηση αιωνιότητας, έστω κι αν οι ίδιοι έχουν αποχωρίσει καιρό πριν από τον υλικό κόσμο, μια, τρόπον τινά, διαιώνιση των όσων πρεσβεύαν καθαρά μέσω της μουσικής τους ύπαρξης, με τον θρυλικό William Rory Gallagher να αποτελεί ένα τρανό παράδειγμα επ’ αυτού.

Ωστόσο, όσο μυθικός κι αγαπητός φαντάζει ο σπουδαίος Ιρλανδός κιθαρίστας λόγω των πεπραγμένων που παρουσίασε στην τεράστια προσωπική του καριέρα, η περίοδος που τον ήθελε μπροστάρη της πιο ελπιδοφόρας ιρλανδικής μπάντας των late '60s, των περίφημων Taste, φαντάζει - και είναι - σχεδόν άγνωστη για πολλούς. Παρότι, λοιπόν, το status του δημοφιλίας του ίδιου του Rory Gallagher δεν δικαιολογεί την παρουσία του σε ετούτη εδώ τη στήλη, εκείνο της μπάντας που τον εισήγαγε στο ευρύ κοινό της εποχής αλλά και οι παραδοχές που θα μας επιτραπούν λόγω του «επετειακού» της περίστασης αλλά και καθαρά προσωπικών λόγων του γράφοντα, μας δίνουν την ευκαιρία να φωτίσουμε μερικές άγνωστες πτυχές της τετραετίας δράσης (1966-1970) των Taste, αλλά και να αναφερθούμε στο δισκογραφικό κύκνειο άσμα τους, το υπέροχο "On The Boards".

Βρισκόμαστε στο Cork, στο νοτιοδυτικό τμήμα της Ιρλανδίας, εκεί όπου το 1966 ο δεκαοκτάχρονος κιθαρίστας και τραγουδιστής Rory Gallagher, παρέα με τους Eric Kitteringham και Norman D’Amery (πρώην μέλη των The Axills) σε μπάσο και τύμπανα, αντίστοιχα, θα δημιουργούσαν τους The Taste. Εκείνοι, όσο γρήγορα θα αποχωρίζονταν το άρθρο από το όνομα τους, άλλο τόσο θα αποκτούσαν μια σημαντική φήμη σε Γερμανία και Ιρλανδία, εδραιώνοντας το όνομα τους στο Belfast από το 1967 κιόλας, και χτίζοντας μια θρυλική υπόσταση σε ό,τι αφορά το περιβόητο Marquee, λόγω των συχνών και περιζήτητων εμφανίσεων τους στο λονδρέζικο club. Έτσι, μέχρι το 1968 οι Taste φάνταζαν ως το πλέον ανερχόμενο όνομα της εποχής, με τις ζωντανές τους εμφανίσεις να δημιουργούν το δικό τους μύθο και το δισκογραφικό τους ντεμπούτο να αναμένεται με περίσσεια ανυπομονησία.

Κάπου εκεί μπαίνει για τα καλά στην όλη εικόνα ο Eddie Kennedy, ο οποίος και είχε αναλάβει τα καθήκοντα του manager της μπάντας έπειτα από την πρώτη της εμφάνιση στο Belfast και το Sammy Houston's Jazz Club. Εκείνος, μάλιστα, ήταν ο υπεύθυνος της συμφωνίας της μπάντας για την μόνιμη παρουσία της στο Maritime Hotel rhythm & blues club, ένα μαγαζί όπου οι Taste αποτέλεσαν την μόνιμη ατραξιόν του για ένα εύλογο χρονικό διάστημα στα τέλη των '60s.

Οι διασυνδέσεις του Kennedy στη μουσική πιάτσα θα ήταν κι εκείνες που θα προσέφεραν στους Taste τις συνθήκες να εμφανιστούν στο περίφημο Marquee, με την μπάντα να τραβάει τα βλέμματα κοινού και λοιπών σημαντικών καλλιτεχνών της εποχής, μεταξύ των οποίων οι Eric Clapton και John Lennon και να βρίσκει την ευκαιρία για δισκογραφικό συμβόλαιο με την κραταιά Polydor. Τα προβλήματα, ωστόσο, δεν άργησαν να εμφανιστούν, με την εταιρεία να ζητά (μέσω του Kennedy) την αντικατάσταση του rhythm section των D'Amery/Kitteringham με εκείνο των John Wilson και Richard McCracken των Cheese, μιας ακόμη ιρλανδικής μπάντας που είχε ως manager τον Kennedy.

Παρά τις αντιρρήσεις του Gallagher, εν τέλει η αντικατάσταση πραγματοποιήθηκε και οι Taste υπέγραψαν στην Polydor, με τα δικαιώματα και το τυπικό σκέλος των υπογραφών να δίνουν στον Eddie Kennedy τον πλήρη έλεγχο της μπάντας, μιας και τα μέλη της εκείνη την εποχή ήταν ηλικιακά κάτω των 21 χρόνων. Παρ’ όλα αυτά, το πολυπόθητο για την μπάντα, η πλήρης καλλιτεχνική ελευθερία ήταν γεγονός μη αμφισβητήσιμο από το label και τον Απρίλη του 1969 το ομώνυμο ντεμπούτο των Taste θα έβλεπε το φως της ημέρας, αποτελούμενο ως επί το πλείστον από τα τραγούδια που απάρτιζαν το set των ζωντανών εμφανίσεων τους έως τότε.

Με εξαιρετικές κριτικές και παραπάνω από ικανοποιητικές πωλήσεις (ειδικά στη βόρεια Ευρώπη), εκείνο θα αποτελούσε ακόμη ένα δυνατό χαρτί για την προσπάθεια της μπάντας για καθιέρωση, με το σπάσιμο του ρεκόρ προσέλευσης θεατών στο Marquee να φαντάζει ως το επιστέγασμα των προσπαθειών της αλλά και μια σημαντική αναγνώριση για το ανερχόμενο power trio. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τα οικονομικά δεδομένα εντός του σχήματος, η κατάσταση θα παρέμενε το ίδιο απελπιστική, με τον Kennedy να καρπώνεται τα περισσότερα κέρδη και τη μισθοδοσία των μουσικών να μπορεί να χαρακτηριστεί το λιγότερο λιτή. Μάλιστα, ακόμη και το πολυπόθητο άνοιγμα προς το αμερικανικό κοινό θα αποτύγχανε παταγωδώς, αφού οι κακοί χειρισμοί από το management και οι εσωτερικές τριβές μέσα στο σχήμα θα αποτελούσαν τροχοπέδη στην περιοδεία του με τους Blind Faith, αφού παρά την αποδοχή των Taste από την αγορά της Αμερικής, καμία επιπλέον προωθητική κίνηση της μπάντας δεν ακολούθησε κατόπιν.

Με την επιστροφή του power trio στη Βρετανία, η Polydor - όπως αναμενόταν - θα ζητούσε ένα νέο δίσκο, προσφέροντας του σχετικά καλύτερες συνθήκες δημιουργίας σε σχέση με το ντεμπούτο του. Με τον Gallagher πλέον απολύτως «λυμένο» και με ένα μεγαλόπνοο όραμα για ένα δίσκο που θα αποκάλυπτε το εύρος των επιρροών του αλλά και την αγάπη του για τη jazz, θα ήταν εκείνος που θα υπέγραφε το σύνολο των συνθέσεων του τελικά τιτλοφορούμενου "On The Boards", το οποίο θα αποτελούσε το δεύτερο και, τελικά, ύστατο άλμπουμ των Taste και, συγχρόνως, τη σημαντικότερη τους παρακαταθήκη στην μουσική κληρονομιά της Ιρλανδίας.

Το εκφραστικό εύρος του δίσκου, πράγματι, είναι εντυπωσιακό, αφού αποτελούμενο τόσο από hard rocking blues τραγούδια (όπως το εναρκτήριο "What's Going On"), μπαλάντες, folk rock εμνεύσεις, αλλά και progressive blues συνθέσεις που φλερτάρουν με τη jazz νοοτροπία (και με τον Gallagher να αναλαμβάνει, εκτός από τα φωνητικά και κιθαριστικά μέρη, κι εκείνα της φυσαρμόνικας και του σαξοφώνου που εμφανίζονται κυρίαρχα ανά στιγμές), το "On The Boards" σαφώς συγκαταλέγεται στις πλέον προοδευτικές δημιουργίες του Ιρλανδού θρύλου, έστω κι αν δεν καθορίζεται από τον progressive χαρακτηρισμό απολύτως. Σε ό,τι αφορά, δε, τα μέρη του σαξοφώνου, ενδεικτικό της μουσικής ευφυΐας του Gallagher είναι το γεγονός πως έμαθε να αποδίδει παραπάνω από επαρκώς πάνω στο συγκεκριμένο όργανο σε περίπου μία εβδομάδα προσπαθειών, με το σπονδυλωτά jazzy/progressive blues "It's Happened Before, It'll Happen Again" να είναι η εντυπωσιακή απόδειξη για του λόγου το αληθές.

Ως φυσικό επακόλουθο της αξίας του, το άλμπουμ γνώρισε τρομερή επιτυχία, με τους Taste να απευθύνονται πλέον σε ακόμη μεγαλύτερα ακροατήρια και τις πωλήσεις να φέρουν το "On The Boards" σε υψηλότατες θέσεις στα charts του Ηνωμένου Βασιλείου. Η κατάσταση, βέβαια, εντός των τοιχών της μπάντας κάθε άλλο παρά εύρυθμη ήταν, με τους οικονομικούς χειρισμούς του Kennedy να ευνοούν μονάχα τη τσέπη του ίδιου, γεγονός που δημιούργησε έντονους τριγμούς και για λόγους που δεν αφορούσαν καθαρά οικονομικά ζητήματα.

Συγκεκριμένα, το rhythm section των Wilson και McCracken θεωρούσε πως ο Gallagher είχε μονίμως όλα τα φώτα της δημοσιότητας στραμμένα πάνω του, παίρνοντας - λανθασμένα - το μέρος του manager τους, έστω κι αν τα οικονομικά δεδομένα εντός τους σχήματος ήταν τραγικά και για τους τρεις τους παρά τη σκληρή δουλειά.

Η αρχή του τέλους είχε φθάσει κι έτσι, έπειτα από μια ακόμη επιτυχημένη ευρωπαϊκή περιοδεία, τα μέλη της μπάντας αποφάσισαν πως θα ήταν καλύτερο να χωρίσουν οι δρόμοι τους, με τις δύο εμφανίσεις την παραμονή πρωτοχρονιάς, το Δεκέμβριο του 1970 (κι εν μέσω έκρυθμων καταστάσεων με εκρήξεις αυτοκινήτων κι άλλα παρόμοια γεγονότα) στο Belfast να κλείνει το κεφάλαιο των αυθεντικών Taste μια και καλή. Η συνέχεια για τον Ιρλανδό κιθαρίστα είναι λίγο-πολύ γνωστή στους περισσότερους, με τους Wilson και McCracken να συνεργάζονται με τον Jim Cregan και τον John Weider στους γρήγορα λησμονημένους Stud και το 1996 (ένα μόλις χρόνο έπειτα από το θάνατο του Gallagher) να «επανενώνουν» τους Taste με κάποιον Sam Davidson σε φωνή και κιθάρα και την παρωδία να συνεχίζεται μέχρι και τις μέρες μας, με την ονομασία Sam Davidson's Taste και κανένα αυθεντικό μέλος στο line-up. Ας είναι όμως. Με το "On The Boards" και το παρεμφερές (αν κι ακόμη πιο αγαπημένο) πρώτο προσωπικό άλμπουμ του Rory Gallagher να «ντύνουν» μουσικά εκείνες τις ατέλειωτες νύχτες που ένα ποτήρι whiskey δεν είναι ποτέ αρκετό, η δικαιοσύνη φαίνεται πως αποδίδεται επαρκώς και ειλικρινά, και με τα ποτά κερασμένα από τον πιο γήινο και λατρεμένο hard rocking bluesman που γέννησαν τα ιερά χώματα της Ιρλανδίας. Στην υγειά μας...

YouTube

  • SHARE
  • TWEET