To oρόσημο των live albums και το heavy prog ως μέσο έκφρασης

ProgSession #62: Badger

Από τον Σπύρο Κούκα, 03/02/2021 @ 11:21

 Σε ένα παρελθόν που όσο κοντινό φαντάζει, τόσο μακρινό είναι στην πραγματικότητα, οι περιπτώσεις δημιουργών και των έργων τους που παρέμειναν στις σκιές της λησμονιάς φαντάζουν πάμπολλες. Τα γρανάζια της μουσικής βιομηχανίας ανταποκρίνονται κυρίως στη φήμη και το χρήμα, με το ταλέντο και τη σκληρή δουλειά να μην αρκούν για την μακροημέρευση των καλλιτεχνών και συγκυρίες να ορίζουν το μέλλον τους. Ωστόσο, με το χρόνο ως αντικειμενικότερο κριτή, τα μουσικά πονήματα των αφανών ηρώων υπάρχουν, περιμένοντας να αποκαλύψουν την μαγεία τους σε αυτούς που θα τα ανακαλύψουν.

Έτσι, αποδεχόμενοι τη δική μας «διαστροφή» και αναλαμβάνοντας το ρόλο του ανήσυχου ρέκτη, θα παρουσιάζουμε ανά τακτά (ή και όχι τόσο) χρονικά διαστήματα, μέσω μίας στήλης που διόλου τυχαία επέλεξε να παίξει με τις λέξεις progress και obsession, το έργο ενός δημιουργού από το ευρύτατο φάσμα και την κληρονομιά του progressive rock, που δεν κατάφερε να ξεφύγει ενός cult συλλεκτικού επιπέδου.

Days of progressive past Vol. 62:

Live albums - Σημειολογία και πραγματικότητα

Βρισκόμενοι ακόμη σε αυτήν την αβέβαιη κατάσταση που έχει επιβάλει η πανδημία σε παγκόσμιο επίπεδο, οι αναμνήσεις και οι προσδοκίες είναι ό,τι μας έχει απομείνει στον τομέα των ζωντανών εμφανίσεων των εκάστοτε σχημάτων και καλλιτεχνών. Δεν γίνεται να κάνουμε κι αλλιώς, το σανίδι και η αλληλεπίδραση όσων βρίσκονται επάνω και, αντίστοιχα, κάτω από αυτό, είναι ένα ιδιαίτερο γνώρισμα της ευρύτερης μουσικής κουλτούρας, με την απόδοση του κάθε καλλιτέχνη σε live συνθήκες να ξεχωρίζει εν πολλοίς την ήρα από το σιτάρι.

Βλέποντας, μάλιστα, την πορεία των ζωντανά ηχογραφημένων άλμπουμ στον εδώ εξεταζόμενο ευρύτερο χώρο της rock, από την εκκίνηση τους στις αρχές των ‘60s (αφού, αν ψάξουμε ευρύτερα - εκτός rock - και βαθύτερα, θα καταλήξουμε μάλλον στον Benny Goodman και την ηχογραφημένη εμφάνιση του στο Carnegie Hall, το 1938) μέχρι και σήμερα, καταλαβαίνει κανείς την σημαντικότητα και την βαρύτητα ενός live δίσκου στην πορεία και την συνολική καριέρα ενός καλλιτέχνη.

Από τους Joey Dee And The Starliters και τον Ritchie Valens που διεκδικούν τα πρωτεία σε ό,τι αφορά την κυκλοφορία του ιστορικά πρώτου ζωντανά ηχογραφημένου άλμπουμ που μπορεί να χαρακτηριστεί ορθά από τον προσδιορισμό της rock, στους Deep Purple που έφτασαν να φημίζονται για την ποιότητα και την πληθώρα των live δίσκων τους, έως και οποιονδήποτε από τους, γνωστούς ή όχι, σύγχρονους συνεχιστές του σκληρού ήχου, η όσο αρτιότερη - αλλά και πιστότερη - αιχμαλώτιση των επί σκηνής πεπραγμένων τους αποτελεί μια δήλωση.

Από μια οπτική γωνία, ένα live άλμπουμ, τουλάχιστον μέχρι και την δεκαετία του ’90, αποτελούσε ένα ορόσημο για το σχήμα που το κυκλοφορούσε, ένα σημάδι πως πλέον περνούσε στο επόμενο επίπεδο της πορείας του. Άλλωστε, πολλά από τα πλέον θρυλικά άλμπουμ αυτής της κατηγορίας επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές, παρουσιάζοντας τις εκάστοτε μπάντες στην κορυφή του παιχνιδιού τους, είτε βρισκόμενες στο κορυφαίο σημείο της καριέρας τους, είτε ετοιμαζόμενες να κάνουν αυτό το περίφημο level up, εμπορικά ή ποιοτικά.

Όσο κι αν η συγκεκριμένη σημειολογία έφθινε με το πέρασμα των δεκαετιών - αλλά και με την υπερπληθώρα ζωντανά ή «ζωντανά» ηχογραφημένων άλμπουμ που υπήρξε για εμπορικούς ή άλλους λόγους - η πραγματικότητα παραμένει ότι η υπόσταση των συγκεκριμένων δίσκων ξεπερνά την έννοια μιας απλής συλλογής τραγουδιών, αποτελώντας κριτήριο αξιολόγησης των ίδιων των συγκροτημάτων και των ικανοτήτων τους. Στον, δε, προοδευτικό χώρο, εμβληματικές κυκλοφορίες με αποκλειστικό υλικό έχουν αναπαραχθεί και ηχογραφηθεί σε συνθήκες ζωντανών εμφανίσεων, δείγμα και των δεξιοτήτων και της καλλιτεχνικής αρτιότητας που κάθε μέλος είχε να επιδείξει ξεχωριστά, ανεξαρτήτως δημοφιλίας ή αποδοχής. Η περίπτωση των βραχύβιων Badger που ακολουθεί, είναι ενδεικτική...

Εν αρχή ην οι Yes… Κατόπιν;

Η ιστορία μας ξεκινά λίγα χρόνια πριν την ίδρυση των Badger, με τον Tony Kaye να αποτελεί μέλος της αρχικής σύνθεσης των Yes, ηχογραφώντας μαζί τους τα τρία πρώτα τους άλμπουμ. Στο τελευταίο εξ αυτών, το περίφημο "The Yes Album", βρίσκουμε και την πρώτη σύνθεση που φέρει (και) την υπογραφή του πληκτρά από το Leicester, με το συλλογικά δημιουργημένο "Yours Is No Disgrace" να αποτελεί παράσημο της πρώιμης εποχής του βρετανικού prog θηρίου.

Γεγονός αναντίρρητο, όμως, υπήρξε και το χάσμα μεταξύ του Kaye και του, νεοεισελθόντα τότε στους Yes, Steve Howe, καθώς ο τελευταίος επιζητούσε το σχήμα να διευρύνει τον ήχο του, μια ηχητική επέκταση που αφορούσε άμεσα και το κομμάτι των πλήκτρων. Έτσι, τον Αύγουστο του 1971, θα αποτελούσε παρελθόν από τις τάξεις τους, με τον Rick Wakeman που τον αντικατέστησε, να χρησιμοποιεί και να αναπαράγει στο "Fragile" αρκετές από τις ιδέες που είχε αναπτύξει ο Kaye κατά τη διάρκεια των rehearsals αυτού.

Fast forward στην εποχή μετά τους Flash, το σχήμα δηλαδή που δημιούργησε ο Kaye μαζί με τον Peter Banks αμέσως μετά την απόλυση τους από τους Yes. Οι επαφές του πρώτου με τους συνεργάτες του από την εποχή των Yes καλά κρατούν, με το νέο του σχήμα να παίρνει σάρκα και οστά με βασικό συνοδοιπόρο τον David Foster, έναν μουσικό που βρίσκουμε να συνυπογράφει αρκετές από τις συνθέσεις του "Time And A World". Το δίδυμο θα στρατολογήσει καταρχάς τον ντράμερ Roy Dyke, έναν ικανότατο μουσικό που εκείνη την περίοδο είχε γνωρίσει επιτυχία με τους Ashton, Gardner & Dyke, ένα power trio στο οποίο βρίσκουμε επίσης τους Tony Ashton (πληκτράς που συνεργάστηκε μετέπειτα με τους Jon Lord, Roger Glover, ενώ τον βρίσκουμε και στους Family) και Kim Gardner (ο οποίος μετέπειτα θα μεταπηδούσε και στους Badger).

Τελευταία, αλλά όχι λιγότερο σημαντική προσθήκη, εκείνη του Brian Parrish σε κιθάρα και φωνητικά, ο οποίος θα ολοκλήρωνε ένα lineup καταρτισμένων μουσικών του χώρου, οι οποίοι έψαχναν μια νέα ευκαιρία να ανέλθουν στα συνεχώς μεταβλητά στρώματα της τότε μουσικής βιομηχανίας. Η σύνθεση δικής τους μουσικής θα γινόταν πράξη άμεσα, ενώ οι καλές σχέσεις του Kaye με τον Jon Aderson θα εξασφάλιζαν όχι μόνο μια θέση ως support στους Yes εκείνη την εποχή, αλλά και την τελική ανάμιξη του τελευταίου στην παραγωγή του ντεμπούτου της μπάντας. Η μικρή λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά, όμως, ήταν πως αυτό το άλμπουμ ηχογραφήθηκε σε καθαρά live συνθήκες, όντας το αποτέλεσμα της εμφάνισης τους στο Rainbow Theatre, το Δεκέμβρη του 1972 (όπου και άνοιγαν για λογαριασμό των Yes).

Badger - One Live Badger (Atlantic/Atco, 1973)

Αυτό ακριβώς είναι το "One Live Badger", ένα άλμπουμ κατά τα πρότυπα του "Pictures At An Exhibition" των ELP, κοινώς παρουσιάζοντας το πρωτότυπο υλικό του απευθείας και αποκλειστικά σε συνθήκες ζωντανής εμφάνισης. Τολμηρό εγχείρημα, το δίχως άλλο, το οποίο και δηλώνει ξεκάθαρα την πίστη στις δυνάμεις του που επεδείκνυε το κουιντέτο της μπάντας. Μουσικά κι αισθητικά, τώρα, τα πράγματα είναι διακριτά ευθύς εξαρχής, με το καλαίσθητο - σε πλήρη αντιστοιχία με το όνομα της μπάντας - εξώφυλλο που φιλοτέχνησε ο Roger Dean (ακόμη μια Yes σύνδεση, με τον γνωστό δημιουργό να έχει ξεκινήσει τη συνεργασία του με τους Yes από το "Fragile" κι έπειτα) να συνοδεύει και να συνδέεται εξαίσια με το περιεχόμενο, το οποίο και κινείται στις παρυφές του heavy prog.

Το υλικό στέκεται ιδιαιτέρως άμεσο, με το Hammond και τη συνολική keyboard παρουσία του Kaye αναμενόμενα να βρίσκει πρωταγωνιστικό ρόλο και να ξεχωρίζει, την ίδια στιγμή που Parrish και Foster, ως οι δύο lead φωνές του σχήματος, διεκδικούν επί ίσοις όροις τα φώτα προς το μέρος τους. Οι εκτεταμένες διάρκειες στις περισσότερες συνθέσεις, όπως και το ευρύ instrumental section της πλειονότητας εκείνων, είναι ένα κοινό κι ευπρόσδεκτο χαρακτηριστικό των prog άλμπουμ ανεξαρτήτως εποχής, ενώ η έντονη κιθαριστική παρουσία (λογικό, αφού ο Parrish υπήρξε βασικός συνθέτης) χαρίζει αρκετές στιγμές που η rock & roll φύση των τραγουδιών έρχεται στο προσκήνιο.

Ίσως όχι ιδιαίτερα απαιτητικό ή πολυσχιδές για να δικαιολογεί απόλυτα τον progressive χαρακτηρισμό του, το άλμπουμ εν τέλει στέκεται αρκετά πιο κοντά στους Deep Purple εκείνης της εποχής, κάτι το οποίο ίσως επαληθεύεται ακούγοντας το "The Preacher", αλλά κι ενισχύεται από τις κοινές εμφανίσεις των δύο σχημάτων που συνέβησαν την τριετία που οι Badger υπήρξαν ενεργοί. Όσο για τις αναμενόμενες - έως ένα βαθμό - Yes συγκρίσεις, μάλλον υπήρξαν αναπόφευκτες αλλά και παραπλανητικές, κάνοντας περισσότερο κακό παρά καλό σε ένα σχήμα που έδειχνε πως είχε τις προοπτικές να βρει τη δική του θέση στο χώρο.

Τί ακολούθησε;

Οι Badger κυκλοφόρησαν ακόμη ένα άλμπουμ, το οποίο ηχογραφήθηκε «φυσιολογικά» αυτήν τη φορά. Το "White Lady" έβρικε τη μπάντα αλλαγμένη κατά τα 3/5 της, με μοναδικούς εναπομείναντες από το προηγούμενο lineup τους Kaye και Dyke, τον Kim Gardner (πρώην συνεργάτης του Dyke που αναφέρθηκε παραπάνω) να καλύπτει την ορφανή θέση του μπασίστα και τον Jackie Lomax να αποτελεί την πιο εμφανή αλλαγή πίσω από το μικρόφωνο. Σαν κυκλοφορία, μάλλον δεν συνιστάται στους prog fans, αφού μουσικά απέχει εμφανώς να χαρακτηριστεί ως τέτοια, ενώ και γενικότερα δεν αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο. Μερικές ερμηνείες της όμορφης φωνής του Lomax, οι guest συμμετοχές των Jeff Beck και Allen Toussaint και το χαρακτηριστικό εξώφυλλο στα χρώματα του πορφυρού, του λευκού και του ροζ είναι όσα μας μένουν στην πραγματικότητα, με τον ίδιο τον Kaye να μην βλέπει μέλλον στην περαιτέρω πορεία της μπάντας και να την τοποθετεί άμεσα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Ο ίδιος, κατόπιν, θα διένυε μια καλλιτεχνική πορεία που θα είχε να επιδείξει σταθμούς όπως οι Badfinger και οι Detective, αλλά σημαντικότερη στιγμή του διακρίνεται η επανασύνδεση του με τους Yes και τα όσα εκείνη επέφερε. Επιστρέφοντας, το 1982, θα κυκλοφορούσε μαζί τους τέσσερα άλμπουμ μέχρι το 1994, με το "90125" να ξεχωρίζει εμπορικά και το ύστατο "Talk" ποιοτικά. Ακολούθως, οι υπόλοιπες δημιουργικές του απόπειρες θα ήταν εξίσου συνυφασμένες με το θρυλικό prog σχήμα, αφού τόσο οι συνεργασίες του με τους Yoso, όσο και με τους Circa θα τον ήθελαν να ενώνει τις δημιουργικές του δυνάμεις με μουσικούς όπως ο Billy Sherwood και ο Alan White. Τέλος, από το 2017 είναι μέλος του Rock & Roll Hall Of Fame ως μια εξέχουσα παρουσία στα διάφορα ανά τον καιρό lineup των Yes, των οποίων και υπήρξε special guest στην "Cruise To The Edge" κρουαζιέρα το 2018, αλλά και στην αμερικανική περιοδεία για τα 50 χρόνια της μπάντας.

YouTube 

  • SHARE
  • TWEET