ProgSession #45: Cosmos Factory

Διασχίζοντας με μαεστρία το μονοπάτι από το προοδευτικό στο ψυχεδελικό

Από τον Σπύρο Κούκα, 02/02/2018 @ 11:29

Υπάρχουν φορές που το δεδομένα ποιοτικό μένει στις σκιές της λήθης, καταφέρνοντας να βρει μονάχα μια μικρή μερίδα της απήχησης που πραγματικά θα δικαιούταν. Στην μουσική βιομηχανία τέτοιες περιπτώσεις είναι κάτι το σύνηθες, καθώς μονάχα το ταλέντο και η σκληρή δουλειά μοιάζουν να μην αρκούν πάντα. Ωστόσο, με το χρόνο να αποδεικνύεται ο αντικειμενικότερος κριτής, τα μουσικά έργα των αφανών ηρώων υπάρχουν, περιμένοντας να αποκαλύψουν την μαγεία τους σε αυτούς που θα τα ανακαλύψουν.

Στα πλαίσια αυτής της «διαστροφής», θα παρουσιάζουμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέσω μίας στήλης που καθόλου τυχαία επέλεξε να παίξει με τις λέξεις progress και obsession, ένα δίσκο από το ευρύτατο φάσμα και την κληρονομιά του progressive rock, που δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει ενός cult συλλεκτικού επιπέδου.

Days of progressive past Vol. 45:

Cosmos Factory - An Old Castle Of Transylvania
(Nippon Columbia, 1973)

Cosmos Factory - An Old Castle Of Transylvania

Έχοντας οικειοποιηθεί και συνηθίσει στην οικουμενικότητα της αγγλικής γλώσσας στο σκληρό ήχο, ο μέσος ακροατής έχει την τάση να απορρίπτει οτιδήποτε δεν ακολουθεί αυτήν τη γλωσσική «πεπατημένη». Φυσικά, αυτή η ροπή αιτιολογείται με ευκολία και λογικά επιχειρήματα αλλά κι εκ των πραγμάτων, μα τελικά καταλήγει να δρα ως τροχοπέδη για την ανακάλυψη και αξιολόγηση μουσικών έργων που ξεφεύγουν αυτής. Τα παραδείγματα πολλά, είτε ασχοληθούμε με ιταλικά, γερμανικά και σκανδιναβικά prog/psych/hard rock σχήματα που ξεπετάγονταν δημιουργικά στα '70s, είτε για τις μπάντες της γαλλικής, κεντροευρωπαϊκής ή ρωσικής heavy metal σκηνής των επόμενων δύο δεκαετιών, είτε ακόμη και σήμερα, με το επί δεκαετίες πείσμα των ισπανόφωνων συγκροτημάτων να εκφράζονται στη μητρική τους γλώσσα.

Σε μια ανάλογη κατάσταση μπορούμε να πούμε πως βρίσκεται ανέκαθεν και η Ιαπωνία, μια χώρα αξιών και πολιτισμικής παράδοσης χιλιάδων ετών, η οποία και μουσικά έχει να επιδείξει διόλου ευκαταφρόνητα έργα. Σε ό,τι αφορά, δε, τη συνεισφορά της στην εδραίωση της σκληρής μουσικής, η Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου παρουσιάζεται ως μια περιοχή με τεράστια επίδραση, κυρίως λόγω της αγοράς της και του κοινού που ακόμη και σήμερα υποστηρίζει εμπράκτως τη βιωσιμότητα του χώρου. Ωστόσο, θα ήταν τουλάχιστον άδικο να παραβλέψουμε την καθεαυτή ιαπωνική μουσική προσφορά στο σκληρό ήχο, η οποία έχει να προσφέρει πολλά περισσότερα από όσα έχουν καταφέρει να αναδυθούν στην παγκόσμια επιφάνεια (Loudness, Sigh, Church Of Misery ή ακόμη και Babymetal μεταξύ άλλων), με τα περισσότερα εξ αυτών να αδικούνται από την ταυτόχρονη και, ίσως, «παράδοξη» χρήση τόσο των ιαπωνικών όσο και των αγγλικών στη στιχουργική τους.

Περνώντας συγκεκριμένα στην περίοδο που ενδιαφέρει την παρούσα στήλη, τα προοδευτικά ‘70s, η Ιαπωνία έχει να επιδείξει ορισμένους μουσικούς θησαυρούς απαράμιλλης αξίας, με μοναδικό τους φαινομενικό μειονέκτημα, την εκτεταμένη χρήση της (κατά τα άλλα εύηχης) ιαπωνικής γλώσσας. Έτσι, περιοριζόμενοι σε μια απλή ονομαστική παράθεση (και με την υπόσχεση μιας μελλοντικής εκτενούς αναφοράς) στους Flower Travellin' Band, Kenso, Magical Power Mako, Prism και Far East Family Band, προτρέποντας συγχρόνως σχετικά με την αναζήτηση των πεπραγμένων τους, θα αναφερθούμε στους Cosmos Factory και το θρυλικό ομότιτλο ντεμπούτο τους, γνωστό και ως "An Old Castle Of Transylvania".

Βρισκόμαστε στο 1970, με τους Creedence Clearwater Revival να μην έχουν παρά μερικούς μήνες που κυκλοφόρησαν το πέμπτο τους άλμπουμ, με τίτλο "Cosmo's Factory". Σε μια δυσανάγνωση του προαναφερθέντος τίτλου, μια παρέα μουσικών από την βιομηχανική πόλη Nagoya της Ιαπωνίας, αποφασίζει να τον δανειστεί ως το όνομα του νεοσύστατου σχήματος της. Έπειτα από δύο χρόνια συνεχών προβών και εμφανίσεων που εδραίωσαν το όνομα της στην τοπική σκηνή, η μπάντα καταφέρνει να εξαργυρώσει τη σκληρή δουλειά, υπογράφοντας με το ιαπωνικό τμήμα της Columbia Records και καπαρώνοντας τη θέση του support act στις πέντε εμφανίσεις των The Moody Blues στην Ιαπωνία, στις αρχές του 1974.

Έτσι, τον Οκτώβρη του 1973, το πρώτο άλμπουμ των Cosmos Factory θα παρουσιαστεί στα δισκογραφικά δρώμενα, τοποθετώντας το όνομα του σχήματος μια και καλή στα σημαντικότερα μουσικά σύνολα που έχει να επιδείξει η ιαπωνική progressive rock σκηνή, καθώς το υλικό του εκτεινόταν σε έξι πρωτότυπα κομμάτια που διέσχιζαν με μαεστρία το μονοπάτι από το προοδευτικό στο ψυχεδελικό rock και τούμπαλιν. Ουσιαστικά χωρισμένο μεταξύ των δύο πλευρών του βινυλίου, το πρώτο μισό του άλμπουμ αποτελείται από πέντε συνθέσεις με μέση διάρκεια τα τέσσερα λεπτά, οι οποίες παρουσιάζουν έντονα τις επιρροές της μπάντας από το ιταλικό progressive rock ρεύμα, τις keyboard driven εξάρσεις των Deep Purple και Uriah Heep και την ψυχεδελική παραδοξότητα των Vanilla Fudge, υπό ένα πρίσμα που την έκανε να ομοιάζει αρκούντως με σχήματα όπως οι Jane ή οι Eloy. Ταυτοχρόνως, η παρουσία του βιολιού μέσα στη μουσική τους, μαζί με τη χρήση των δομικών προοδευτικών στοιχείων που οι King Crimson ήταν από τους πρώτους που βοήθησαν να διαδοθούν, προσφέρει αρκετές ομοιότητες με τους Βρετανούς πρωτοπόρους, χαρίζοντας ακόμη περισσότερα ψήγματα ιδιαιτερότητας στην ήδη εκλεκτή μουσική πρόταση των Ιαπώνων.

Εκείνο που, ωστόσο, ξεχωρίζει εύκολα των υπολοίπων, σε σημείο που τελικά να καταφέρνει να επανατιτλοφορεί συνολικά την κυκλοφορία, είναι το "An Old Castle Of Transylvania", ένα έπος που πλησιάζει τα είκοσι λεπτά σε διάρκεια και αποκαλύπτει το προοδευτικό πρόσωπο της μπάντας σε όλο του το μεγαλείο. Εμφανώς επηρεασμένο από το prog/psych πρόσωπο που επεδείκνυαν μέχρι εκείνη την εποχή οι Pink Floyd, και βρίσκοντας κοινές συνισταμένες με τους Iron Butterfly και αρκετές από τις πιο προοδευτικά ψυχεδελικές προτάσεις του krautrock κινήματος, το magnum opus των Cosmos Factory έχει το προσόν να απολαμβάνεται στην ολότητα του, αλλά συνάμα και αποσπασματικά, ακούγοντας αυτόνομα το καθένα από τα τέσσερα μέρη του. Μάλιστα, σχετικά με τον πολύκροτο γλωσσικό προβληματισμό, η χρήση της ιαπωνικής μπορεί να δυσχεραίνει την πρώτη προσέγγιση με το υλικό, όντας δεδομένα εξωτικής ηχητικής από κάθε άποψη, μα το γεγονός πως προσφέρει ερμηνευτική ελευθερία (και, συνεπώς, καλύτερες ερμηνείες) στο θέμα των φωνητικών γραμμών μοιάζει αναντίρρητο, οπότε «ουδέν κακό αμιγές καλού».

Η συνέχεια, όπως τελικά συνέβη στις περισσότερες περιπτώσεις σχημάτων τα οποία απασχόλησαν τη στήλη μέχρι στιγμής, υπήρξε βραχύβια αλλά εξίσου αξιομνημόνευτη. Με την μπάντα να αποχωρεί από την Columbia για χάρη της Toshiba κι ενός καλύτερου συμβολαίου, μέχρι το 1975 και το δεύτερο της full length κυκλοφόρησε μια σειρά από EP, στα οποία αρχίζει και διαφαίνεται μια τάση για ακόμη πιο ψυχεδελίζουσες φόρμες, με τους hammond και mellotron ήχους σταθερά κυρίαρχους. Η μεταστροφή αυτή εδραιώνεται στο "A Journey With The Cosmos Factory" του 1975, το οποίο αν κι ελαφρώς κατώτερο του ντεμπούτου, προσφέρει μερικές σπάνιες στιγμές πραγματικά πειραματικής μουσικής, ενώ το "Black Hole" που ακολούθησε την επόμενη χρονιά, αποτελεί κι εκείνο ένα άξιο τέκνο της χρυσής γενιάς των '70s. Εκεί που τα πράγματα άρχισαν να «στραβώνουν» ήταν στο κύκνειο άσμα τους, το "Metal Reflection", το οποίο τους ήθελε να απλοποιούν τις συνθέσεις τους, με αποτέλεσμα ένα δίσκο που λίγη σχέση είχε με την πρότερη προοδευτική τους φύση και απογοήτευε, όσο ενδιαφέροντας κι αν υπήρξε τελικά. Έκτοτε, η μπάντα σίγησε και μονάχα με τις επανεκδόσεις των κυκλοφοριών της από τα μέσα της δεκαετίας του '90 κι έπειτα άρχισε να ανασύρεται από το χρονοντούλαπο της ιστορίας, διεκδικώντας ένα ελάχιστο μερίδιο από την αναγνώριση που θα έπρεπε να έχει λόγω της ποιότητας της μουσικής της.

  • SHARE
  • TWEET