ProgSession #42: Captain Beyond

Μια από τις πρώτες "supergroup" συνεργασίες μουσικών στον σκληρό ήχο, σε ένα ρηξικέλευθο δημιούργημα ουσιαστικά προοδευτικής λογικής

Από τον Σπύρο Κούκα, 29/11/2017 @ 11:35

Υπάρχουν φορές που το δεδομένα ποιοτικό μένει στις σκιές της λήθης, καταφέρνοντας να βρει μονάχα μια μικρή μερίδα της απήχησης που πραγματικά θα δικαιούταν. Στην μουσική βιομηχανία τέτοιες περιπτώσεις είναι κάτι το σύνηθες, καθώς μονάχα το ταλέντο και η σκληρή δουλειά μοιάζουν να μην αρκούν πάντα. Ωστόσο, με το χρόνο να αποδεικνύεται ο αντικειμενικότερος κριτής, τα μουσικά έργα των αφανών ηρώων υπάρχουν, περιμένοντας να αποκαλύψουν την μαγεία τους σε αυτούς που θα τα ανακαλύψουν.

Στα πλαίσια αυτής της «διαστροφής», θα παρουσιάζουμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέσω μίας στήλης που καθόλου τυχαία επέλεξε να παίξει με τις λέξεις progress και obsession, ένα δίσκο από το ευρύτατο φάσμα και την κληρονομιά του progressive rock, που δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει ενός cult συλλεκτικού επιπέδου.

Days of progressive past Vol. 42:

Captain Beyond - Captain Beyond
(Capricorn, 1972)

Captain Beyond - Captain Beyond

Εν έτει 1971 πραγματοποιείται η ίδρυση ενός από τα πρώτα, τρόπον τινά, supergroups του σκληρού ήχου, καθώς τα πρώην μέλη των Iron Butterfly, Larry Reinhardt (κιθάρα) και Lee Dorman (μπάσο) αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τον πρώην τραγουδιστή των Deep Purple, Rod Evans, τον πρώην ντράμερ του Johnny Winter, Bobby Caldwell και τον πληκτρά Lewie Gold. Με την ιδέα του ονόματος να φημολογείται πως ανήκει στον Chris Squire των Yes και χάρη στη γνωριμία της με τον Duane Allman, η νεοσύστατη μπάντα υπογράφει με τη δισκογραφική Capricorn, που ειδικευόταν κυρίως σε southern rock κυκλοφορίες, και αρχίζει sessions (χωρίς τον αποχωρήσαντα Gold) που θα διαρκέσουν μέχρι τις αρχές του επόμενου έτους, με σκοπό την κυκλοφορία του πρώτου της άλμπουμ.

Τον Ιούλιο του '72 ο δίσκος θα βρεθεί στην αγορά και παρά τις αντιξοότητες (κακή διανομή, ελλιπής προώθηση) θα καταφέρει να προκαλέσει αίσθηση και να βρεθεί εύκολα μέσα στο top 200 του Billboard, παρουσιάζοντας έναν ρηξικέλευθο ήχο που χώνευε ένα ευρύ φάσμα επιρροών. Έτσι, έχοντας σαν βάση το ευθυτενές hard rock, η μπάντα πειραματίζεται με jazz ρυθμούς, προοδευτικές δομές  τραγουδιών και proto - metal δυναμικές, παρουσιάζοντας ένα εντυπωσιακά συμπαγές αποτέλεσμα. Με τον Rod Evans να κάνει τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του, την κιθαριστική δουλεία του Larry Reinhardt να είναι πρωτοποριακή, φλερτάροντας με το heavy rock των επόμενων δεκαετιών σε συνθέσεις όπως το "Raging River Of Fear" και το "Frozen Over" αλλά και το progressive rock εκείνης της εποχής, και με το rhythm section να μην είναι απλά συμπληρωματικό, μα να προσφέρει καθοριστικές ρυθμικές πινελιές στην κάθε σύνθεση, το προοδευτικό hard rock του γκρουπ έμοιαζε να έχει όλα τα εχέγγυα να τους καθιερώσει στην αφρόκρεμα της εποχής.

Πραγματικά, κατ’ ουσία μιλάμε για μια ηχητική πανδαισία διαφορετικών υφολογικών στοιχείων, καθώς τα πολυφωνικά symphonic prog στρώματα και οι αρκετές ψυχεδελικές και blues-oriented αναφορές μπλέκονται άψογα με τις βαρυσήμαντες heavy prog εξάρσεις των κιθαρών και, πάνω απ’ όλα, με τα ιδιοφυή χτυπήματα των δερμάτων του Caldwell. Μάλιστα, στον τελευταίο (και τον Rod Evans) αποδίδονται και τα περισσότερα songwriting credits του δίσκου επισήμως, μιας και η συνθετική συμμετοχή των Reinhardt και Dorman, αν και δεδομένα υπαρκτή και ουσιώδης, δεν αναφέρεται για νομικούς λόγους στο συγκεκριμένο εγχείρημα.

Παρ' όλα αυτά, η (επιζητούμενη για τη βιωσιμότητα τους) εμπορική εκτόξευση ουδέποτε συνέβη. Με τις προστριβές μεταξύ των μελών της μπάντας να εντείνονται, ήρθε η αποχώρηση του Bobby Caldwell να διαταράξει τις ισορροπίες μια και καλή. Η ηχογράφηση του επόμενου άλμπουμ, "Sufficiently Breathless", τους βρίσκει αρχικά με νέο ντράμερ τον Brian Glascock, που ωστόσο δεν θα μείνει για πολύ λόγω διαφωνιών με τον παραγωγό που είχε ορίσει η εταιρεία, αποχωρώντας άμεσα για να έρθει στη θέση του ο Marty Rodriguez, που ολοκλήρωσε τις ηχογραφήσεις. Οι εντάσεις στο εσωτερικό της μπάντας όμως είχαν φτάσει στο αδιαχώρητο, και σε αυτό δεν βοηθούσε το γεγονός πως ο νέος ντράμερ ήταν σαφώς λιγότερων δυνατοτήτων από τους προκατόχους του (και κυρίως τoν Caldwell). Έτσι, ακολούθησε ακόμη μια αποχώρηση, αυτή του Rod Evans που σήμαινε ουσιαστικά την πρώτη διάλυση του γκρουπ.

Έκτοτε, παρά τις κατά καιρούς επανενώσεις που πραγματοποιήθηκαν (σταθερά δίχως τον Evans), η μπάντα ουδέποτε κατάφερε να ορθοποδήσει ουσιαστικά και να εκπληρώσει τις αρχικές προσδοκίες. Ακόμη κι έτσι, όμως, και οι τρεις δουλειές που κυκλοφόρησε (το κορυφαίο ντεμπούτο της, το πιο jazzy και χαλαρό "Sufficiently Breathless" και το υποτιμημένο "Dawn Explosion" με τον Willy Daffern στα φωνητικά) είναι ξεκάθαρα προτεινόμενες, μιας και το προοδευτικό τους περιεχόμενο και το πλήθος ποιοτικών ιδεών σπάνια συναντάται ακόμη και σε μπάντες με την υπερδιπλάσια δισκογραφία.

  • SHARE
  • TWEET