Glenn Hughes @ Floyd, 24/05/24

Το μεγαλείο των Deep Purple σε δύο ώρες μέσα από επτά τραγούδια και ένα medley

Από τον Θοδωρή Ξουρίδα, 27/05/2024 @ 19:14

Στα χαρτιά, η συγκυρία έμοιαζε ιδανική. Με αφορμή την συμπλήρωση 50 ετών από την κυκλοφορία του κολοσσιαίου "Burn", οι απανταχού φίλοι των Deep Purple στην Ελλάδα θα είχαν ίσως για πρώτη φορά την ευκαιρία να απολαύσουν ζωντανά τόσους ύμνους της Mark III & IV περιόδου, με έναν εκ των αυθεντικών πρωταγωνιστών στο επίκεντρο. Ακόμη καλύτερα, όταν ο αυθεντικός πρωταγωνιστής ακούει στο όνομα Glenn Hughes, η επιτυχία είναι σχεδόν εγγυημένη, με δεδομένη την εξαιρετική κατάσταση στην οποία εξακολουθεί να βρίσκεται κατά γενική ομολογία ο αειθαλής μπασίστας και τραγουδιστής.

Με την αρωγή του YouTube και του Setlist.fm τo διάστημα πριν τη συναυλία, είχα σχεδόν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι θα βλέπαμε ένα πρώτης τάξεως θέαμα, το οποίο θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερο με μια διαφορετική προϋπόθεση. Ακόμη κι αν το ξεχείλωμα των κομματιών από του ίδιους τους Deep Purple στις ζωντανές τους εμφανίσεις ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της χρυσής περιόδου, θα μπορούσαμε να είχαμε και πάλι εκτεταμένες εκτελέσεις, αλλά και περισσότερα τραγούδια σε λιγότερο χρόνο.

Ακριβώς στην προκαθορισμένη ώρα έναρξης, με τον κάτω χώρο του Floyd να είναι άνετα γεμάτος, ο Glenn Hughes όρμησε στη σκηνή με την τριάδα των μουσικών που τον συνοδεύουν στην τρέχουσα περιοδεία "Celebrating The 50th Anniversary Of Burn". Εξαρχής, δύο πράγματα γίνονται κατανοητά. Πρώτον, η συγκυρία της παρουσίας δύο ελληνικών ομάδων στο Final Four της Ευρωλίγκας στο μπάσκετ και η διεξαγωγή των δύο ημιτελικών το απόγευμα και το βράδυ της Παρασκευής έχει μάλλον κοστίστει σε όρους προσέλευσης. Δεύτερον, ο ήχος, χωρίς να έχει χτυπητές αδυναμίες, δεν χαρακτηρίζεται από την επιθυμητή ένταση και ευκρίνεια. Κατά τα άλλα, όλα είναι στημένα όπως πρέπει για να ξεδιπλωθεί το show όπως προβλεπόταν.

Κατά τα άλλα, το μπάσιμο με τον δυναμίτη "Stormbringer" είναι ιδανικό, το "Might Just Take Your Life" που ακολουθεί αποδίδεται εξαιρετικά κερδίζοντας πόντους και το υπέροχο "Sail Away" ολοκληρώνει με τον καλύτερο τρόπο ας πούμε τον πρώτο κύκλο. Ακολουθεί το καθιερωμένο medley με διάρκεια που πλησίασε το μισάωρο και βασικό άξονα το "You Fool No One", αποθέωση της κουδούνας και τρόπον τινά προπομπόw της διασκευής που επιχείρησε με τεράστια επιτυχία ο Ritchie Blackmore στο "Still I'm Sad" των Yardbirs στις πρώτες μέρες των Rainbow. H σφήνα του "High Ball Shooter" δεν ήταν αρκετή, η υπόνοια του "Lazy" απλά παραπλανητική σε σχέση με την αντίστοιχη του "School's Out" και τα σόλο όσο να 'ναι περίτεχνα αλλά τίποτα περισσότερο.

Από την κιθάρα του Soren Andersen έμειναν απλά τα surfαρίσματα, ενώ ο Soren Andersen στα τύμπανα φρόντισε να συμεριλάβει τα καθιερωμένα, διαχρονικά κόλπα των συναδέλφων του, αλλά και το κόλπο του αυνπέρβλητου Ian Paice με τα ρόλα, πρώτα με τα δύο χέρια και μετά με το ένα. Σίγουρα ο Andersen έχει πλησιάζει το άριστο σε ταχύτητα και δύναμη, σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορεί να πλησιάσει την κλάση του Paice. Τόσο οι δυο τους, όσο και ο Bob Fridzema που βρέθηκε πίσω από τα πλήκτρα, διαθέτουν αναμφισβήτητο ταλέντο και μια σχετική προσωπικότητα για να σταθούν δίπλα στον Hughes και να αποφύγουν τον χαρακτηρισμό ως μισθοφόροι, απείχαν όμως από το να εντυπωσιάσουν ουσιαστικά με τα παξίματά τους, αν και η τετράδα ήταν πολύ καλά στημένη συνολικά.

Η συνέχεια και το επόμενο περίπου εικοσάλεπτο άνηκαν στο μέγα "Mistreated", το οποίο αναμενόμενα αποτέλεσε, σε όρους ανταπόκρισης, τη μία κορυφή της βραδιάς. Για το εν λόγω τραγούδι έχουν ειπωθεί πολλά και έχω την εντύπωση ότι διακίως θα συνεχίσουν να λέγονται πράγματα. Είναι τέτοια η φύση του που η ζωντανή εκτέλεση δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και κλάση για να βγάλει τρομερά γούστα και μεγαλείο, οπότε ενδεικτικά θα σταθώ στην εξής παρατήρηση, με τον κίνδυνο να λαθεύω. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο κατά βάση blues τραγούδι που να προσφέρεται για headbanging, και αυτό αν μη τι άλλο αποτελεί κάποιου είδους παράσημο. 

Το main set έκλεισε με δύο τραγούδια του "Come Taste The Band". Πρώτα το "Gettin' Tighter" έβγαλε καλοδεχούμενη σκληράδα, για να έρθει κατόπιν το θαυμάσιο "You Keep On Moving", το οποίο θα αποτελούσε την δεύτερη κορυφή της βραδιάς σε όρους ανταπόκρισης. Το αναμενόμενο encore με το τεράστιο "Burn" έβαλε απλά τους τίτλους τέλους μετά από σχεδόν δύο ώρες, δίχως αναπόκριση αντίστοιχη του μύθου που το συνοδεύει. Η γενικότερη αίσθηση εν τέλει είναι ζήσαμε ιστορικές στιγμές, χωρίς ωστόσο να έχουμε παρακολουθήσει μία συναυλία που θα μείνει στην ιστορία.

Ηταν τεράστια υπόθεση ότι βιώσαμε για πρώτη φορά την ζωντανή απόδοση πραγματικά μεγάλων τραγουδιών με πρωταγωνιστή έναν κορυφαίο μουσικό που συμμετείχε στην δημιουργία τους πριν από μισό αιώνα και εξακολουθεί να βρίσκεται σε μεγάλη φόρμα, με την χαρακτηριστική τσιρίδα του, έστω και με τη βοήθεια πιθανότατα της τεχνολογίας, να προκαλεί ανατριχίλες. Χαραγμένη στη μνήμη μας θα μείνει και η διάθεση που βγάζει ο Glenn Hughes, ως εν δυνάμει ιδανικός ιεροκύρηκας του κλασικού rock. 

Εμφανώς ευδιάθετος, μοιράστηκε ιστορίες από τα παλιά, είχε μια ενδιαφέρουσα κουβέντα για όλους τους παλιόφιλούς του, χωρίς να κρύψει την μεγάλη εκτίμησή του στο πρόσωπο του αείμνηστου γίγαντα Jon Lord. Από την άλλη, αναλογιζόμενοι την εξαιρετική ροή που είχαν επτά τραγούδια και ένα medley σε διάστημα δύο ωρών, είναι θεμιτό να σκεφτούμε πως υπό διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια εμπειρία ζωής. Ακόμη κι έτσι, η δουλειά έγινε και ένα ακόμη τικ προστέθηκε στο κουτάκι της περίφημης λίστας.

Φωτογραφίες: Γιώργος Κρίκος

SETLIST

Stormbringer
Might Just Take Your Life
Sail Away
You Fool No One / Guitar Solo / Blues / High Ball Shooter / You Fool No One / Drum Solo / You Fool No One
Mistreated
Gettin' Tighter
You Keep On Moving

Encore:
Burn

  • SHARE
  • TWEET