Iron Butterfly: Μία σιδηρά πεταλούδα στον κήπο της Εδέμ

Από τον Κώστα Σακκαλή, 06/05/2008 @ 05:25
Δεν είναι λίγα τα συγκροτήματα που έχουν ταυτιστεί με ένα και μόνο τραγούδι τους όπως οι Iron Butterfly με το "In-A-Gadda-Da-Vida". Η διαφορά όμως είναι πως πίσω από αυτά τα 17 λεπτά πηγαίας ιδιοφυΐας κρύβεται ένα συγκρότημα που άφησε παρακαταθήκη πολλά περισσότερα κορυφαία τραγούδια και τουλάχιστον τέσσερις σπουδαίους δίσκους.

Η ιστορία ξεκινάει το 1966 στο San Diego όταν ο Doug Ingle σχηματίζει την πρώτη μορφή των Iron Butterfly με τους Jack Pinney στα ντραμς, τον Greg Willis στο μπάσο και τον Danny Weis στην κιθάρα. Τα φωνητικά μοιράζονται ο Darryl DeLoach μαζί με τον Ingle. Όταν το συγκρότημα μετακομίσει στο Los Angeles με σκοπό να επιδιώξει μία πιο επιτυχημένη πορεία οι Willis και Pinney θα αποχωρήσουν. Οι αντικαταστάτες τους, ο μπασίστας Jerry "The Bear" Penrod και ο Ron Bushy στα ντραμς (μετά από ένα σύντομο πέρασμα του Bruce Morris), θα ολοκληρώσουν τη σύνθεση με την οποία οι Iron Butterfly θα κερδίσουν το δισκογραφικό τους συμβόλαιο με την Atlantic. Υπό τις συνθήκες αυτές θα ηχογραφήσουν τον πρώτο δίσκο τους "Heavy" που θα κυκλοφορήσει το 1968.

Είναι η πρώτη φορά που κάποιο είδος της rock βαφτίζεται "heavy" και μάλιστα από τους ίδιους τους δημιουργούς του. Σχεδόν ταυτόχρονα οι Steppenwolf στο "Born To Be Wild" θα αναφέρουν τη φράση "heavy metal thunder" αλλά θα περάσει ορισμένο διάστημα μέχρι να χαρακτηριστεί έτσι το παίξιμο κάποιου συγκροτήματος.

Το εναρκτήριο κομμάτι (b-side στο πρώτο τους single) με τον τίτλο "Possession" παραμένει ένα από τα αριστουργήματα των Iron Butterfly και όρισε εξαρχής τον ήχο που θα γινόταν το σήμα κατατεθέν τους, με τα πλήκτρα του Ingle (του οποίου εξάλλου σύνθεση ήταν) να δίνουν τον τόνο και να φέρνουν στο μυαλό εκκλησιαστικό όργανο. Καθόλου τυχαίο δεν είναι βέβαια ότι τα πρώτα του βήματα στη μουσική έγιναν υπό την καθοδήγηση του πατέρα του, ο οποίος ήταν πιανίστας σε εκκλησία. Όλος ο δίσκος είναι εκπληκτικός και εκτός του προαναφερόμενου ξεχωρίζουν επίσης το a-side και περισσότερο κιθαριστικό "Unconscious Power" που είναι φανερά επηρεασμένο από το "Day Tripper" των Beatles, το "You Can't Win" που είναι ένα από τα ελάχιστα όχι γραμμένα (και) από τον Ingle, το "So-Lo" και το instrumental "Iron Butterfly Theme" που είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια σύνθεση στα 4.34 και έχει στόχο να αναπαράγει μουσικά τον κύκλο ζωής μιας πεταλούδας, ενώ κλείνει με σήματα Morse που σχηματίζουν τη φράση "we love you".

Η σύνθεση αυτή των Iron Butterfly δεν έμελλε να παραμείνει για πολύ. Λίγο μετά την κυκλοφορία του δίσκου αποχωρούν οι Weis και Penrod για να σχηματίσουν τους αξιόλογους Rhinoceros. Επιπλέον η φωνή του Ingle ήταν, αν όχι καλύτερη, σίγουρα πιο ξεχωριστή από αυτή του Darryl DeLoach, κατά συνέπεια δεν υπήρχε ανάγκη για δεύτερο τραγουδιστή. Με νέες προσθήκες τους Lee Dorman και τον 17-χρονο Eric Brann (ή Braunn) σε μπάσο και κιθάρα αντίστοιχα (o Brann έπαιζε κιθάρα για μόλις 3 μήνες!) διαμορφώνεται αυτό που θεωρείται το κλασικό line-up των Iron Butterfly.



Την ίδια χρονιά θα κυκλοφορήσει το καλλιτεχνικό τους επίτευγμα. O δίσκος "In-A-Gadda-Da-Vida" θα γίνει όχι μόνο η μεγαλύτερη επιτυχία του συγκροτήματος, αλλά θα σημειώσει και τις μεγαλύτερες πωλήσεις από κάθε άλλο καλλιτέχνη της Atlantic, με αποτέλεσμα να «αναγκαστεί» ο ιδιοκτήτης της Ahmet Ertugun να δημιουργήσει το βραβείο του πλατινένιου δίσκου που δεν υπήρχε ως τότε, ως ξεχωριστή τιμή σε σχέση με το χρυσό. (Το ρεκόρ τους έσπασαν λίγο αργότερα οι Led Zeppelin που ξεκίνησαν να περιοδεύουν ως support στους Iron Butterfly για να αντιστραφούν στη συνέχεια οι ρόλοι όσο το όνομά τους γιγαντωνόταν).

Ακρογωνιαίος λίθος της επιτυχίας τους δεν ήταν άλλος από το ομώνυμο 17-λεπτο κομμάτι που καταλαμβάνει ολόκληρη τη δεύτερη πλευρά του δίσκου. Ο ίδιος ο Ingle έχει δηλώσει ότι ο αρχικός τίτλος ήταν "In The Garden Of Eden" αλλά όταν, όντας τύφλα μεθυσμένος, προσπάθησε να τον περιγράψει στον Ron Bushy, αυτό που ακούστηκε ήταν η άνευ νοήματος φράση που τελικά καθιερώθηκε. Το τραγούδι ξεκινά με ένα από τα καλύτερα riff της εποχής και από αυτά που θεωρούνται η βάση του σκληρότερου ήχου που θα ακολουθούσε τα επόμενα χρόνια. Έγινε όμως περισσότερο γνωστό για τη μεγάλη του διάρκεια στην οποία προλαβαίνουν να κάνουν από ένα σόλο κάθε μέλος της μπάντας. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα δυόμισι λεπτά σόλο ντραμς του Bushy, ο οποίος χρησιμοποιεί μόνο τα τύμπανα, αγνοώντας εντελώς τα πιατίνια, και κρατάει σταθερό το ρυθμό καταφέρνοντας να δημιουργήσει μία tribal αλλά και τελείως ψυχεδελική αίσθηση. Σε αυτό συντελεί και η τεχνική ηχογράφησης που περιλάμβανε ένα περιστρεφόμενο ηχείο και την αφαίρεση του πάτου των «τομ» για να αποκτήσουν έναν πιο «βαρύ» ήχο. Είναι το πρώτο ηχογραφημένο σόλο ντραμς στην ιστορία του ροκ.

Το παράδοξο είναι ότι ενώ το τραγούδι κόπηκε και σε single διάρκειας 2.53 λεπτών, στο ραδιόφωνο παιζόταν συχνότερα η κανονική εκτέλεση (άλλοι καιροί, άλλα ήθη για το ραδιόφωνο τότε, σήμερα ούτε κατά διάνοια δε θα ακουγόταν ένα 17-λεπτο κομμάτι). Ο θρύλος λέει ότι οι dj το έβρισκαν βολικό, καθώς κατά τη διάρκειά του μπορούσαν να πηγαίνουν ...προς νερού τους (!), αλλά μάλλον αυτό ανήκει στη σφαίρα της ροκ μυθολογίας και αδικεί την αξία του. Παρόλο που, δικαίως, το "In-A-Gadda-Da-Vida" συγκεντρώνει την προσοχή, η πρώτη πλευρά του δίσκου κρύβει και αυτή πολλές συγκινήσεις. Acid rock και flower power ψυχεδέλεια σε σωστές αναλογίες, με το "My Mirage" και το "Termination" (σύνθεση των Brann και Dorman) να εντυπωσιάζουν. Το πολύ υψηλό ποιοτικά σύνολο τον αναδεικνύει σε έναν από τους σημαντικότερους δίσκους ψυχεδελικού ροκ και δίκαια έτυχε της αναγνώρισης που έλαβε στην εποχή του.

Το 1969 έρχεται ο τρίτος δίσκος υπό το όνομα "Ball" που, εκμεταλλευόμενος και την επιτυχία του προηγούμενου, ανέβηκε στο Νο 1 κατευθείαν. Συνυπάρχουν εδώ κάποιες στιγμές που θυμίζουν τους Iron Butterfly των προηγούμενων δίσκων (τα "In The Time Of Our Lives", "Soul Experience", "Filled With Fear", και "Real Fright" είναι εξαιρετικά δείγματα αυτής της περίπτωσης) αλλά και μία προσπάθεια προς πιο μελωδικά μονοπάτια κυρίως από τον Ingle (τα "In The Crowds", "It Must Be Love" είναι τα καλύτερα τραγούδια αυτού του ύφους). Σημαντικό το γεγονός ότι πλέον βελτιώνεται αρκετά η στιχουργική του Ingle, που γενικά δε συμβάδιζε με την ποιότητα των συνθέσεων. Αν και ένα σκαλοπάτι κατώτερος από τον προηγούμενο, παραμένει ένας αξιόλογος δίσκος και, αναλογικά με το βάρος της επιτυχίας που είχε να αντιμετωπίσει, κρίνεται απόλυτα επιτυχημένος.

Στα πλαίσια της περιοδείας που ακολούθησε την κυκλοφορία του άλμπουμ αυτού, οι Iron Butterfly καλούνται να παίξουν σε ένα φεστιβάλ που είχε τη φιλοδοξία να γίνει ένα από τα σπουδαιότερα από πλευράς συμμετεχόντων και να προσφέρει «τρεις μέρες ειρήνης και μουσικής». Μιλάμε φυσικά για το Woodstock στο οποίο η τύχη δεν επέτρεψε να βρεθούν ποτέ. Αποκλεισμένοι από το συναυλιακό χώρο λόγω της χαώδους κατάστασης που επικρατούσε, τους ζητήθηκε από τους διοργανωτές να κάνουν υπομονή μέχρι να βρεθεί μία λύση. Δυστυχώς ο μάνατζέρ τους θα δώσει μία όχι και πολύ εμπνευσμένη απάντηση, απαιτώντας να τους φέρουν με ελικόπτερο ακριβώς την ώρα της εμφάνισής τους, να ανέβουν στη σκηνή κατευθείαν και με το τέλος του σετ τους να πληρωθούν αμέσως και να φύγουν με τον ίδιο τρόπο. Οι διοργανωτές υποσχέθηκαν να σκεφτούν τις απαιτήσεις τους και να τους καλέσουν αργότερα, πράγμα που βεβαίως δε συνέβηκε ποτέ. Έτσι χάθηκε μία σπάνια ευκαιρία για τους Iron Butterfly να συμμετάσχουν στο απίστευτο ροκ πανηγύρι που στήθηκε εκεί και να γίνουν ακόμα πιο γνωστοί τότε αλλά και στο διηνεκές.

Και δεν ήταν μόνο αυτό. Την καταξίωση θα ακολουθήσουν οι ατελείωτες περιοδείες, οι απαιτήσεις από τη δισκογραφική εταιρία για καινούργιες ηχογραφήσεις και φυσικά η ευρύτατη κατανάλωση παραισθησιογόνων. Το ζωντανό "Live" θα κυκλοφορήσει την επόμενη χρονιά (1970) και θα περιλαμβάνει μία ελαφρώς μεγαλύτερη (!) εκδοχή του "In-A-Gadda-Da-Vida". Όμως οι εσωτερικές πιέσεις θα οδηγήσουν σε προστριβές και την αποχώρηση του κιθαρίστα Eric Brann, ο οποίος θα αντικατασταθεί από δύο, τους Mike Pinera (από τους Blues Image) και Larry "Rhino" Reinhardt (από τους The Second Coming - πιο γνωστοί για τη συμμετοχή σε αυτούς των Dickie Betts και Berry Oakley των Allmans).

Ο δίσκος που θα ακολουθήσει το 1970 θα έχει τον τίτλο "Metamorphosis" και θα σημάνει αυτό ακριβώς που υπονοεί ο τίτλος του. Η προσθήκη των δύο νέων μελών θα μετατοπίσει τον ήχο περισσότερο προς την κιθάρα - η παρουσία των πλήκτρων είναι περισσότερο συμπληρωματική παρά κυρίαρχη. Οι ψυχεδελικές στιγμές είναι παρούσες βεβαίως, αλλά η χρυσή εποχή του acid rock έχει περάσει. Συνεχίζοντας την κατεύθυνση του προηγούμενου δίσκου με την έμφαση στη μελωδία και αρκετές soul επιρροές, συμβαδίζει απόλυτα με την εποχή που κυκλοφόρησε. Τα εξαιρετικά "New Day", "Easy Rider (Let The Wind Pay The Way)" και "Soldier In Our Town" κάνουν και αυτόν τον δίσκο απαραίτητο στη δισκογραφία των Iron Butterfly. Επιπλέον το παίξιμο των μελών είναι σαφώς πιο μεστό και ώριμο. Από την άλλη, πέρα από τα τραγούδια που «ροκάρουν», τα υπόλοιπα μάλλον απογοητεύουν. Ανάμεσα σε αυτά και μία κακή προσπάθεια μίμησης του "In-A-Gadda-Da-Vida" (όχι τόσο μουσικά, όσο στη δομή) με το 14-λεπτο "Butterfly Bleu" που τραβάει παραπάνω από όσο χρειαζόταν, με ανούσιους πειραματισμούς και «καίγεται» άδικα. Πάντως κι αυτό μένει στη ιστορία για την πρώτη χρήση του talkbox από τον Mike Pinera, εργαλείο του οποίου τη χρήση θα εξαντλήσουν αργότερα κιθαρίστες όπως ο Jeff Beck, ο Joe Walsh και ο Peter Frampton.

Δε μπορεί να μη σημειωθεί ότι πλέον δεν υπάρχει η ταυτότητα αυτή που τους έκανε να ξεχωρίζουν. Μάλιστα αυτό υπήρξε και η πηγή πολλών διαφωνιών στις τάξεις του group, με αποτέλεσμα σε αρκετές ηχογραφήσεις, πέρα του Ingle και του Bushy, οι υπόλοιποι να αρνούνται να συμμετάσχουν. Στις περιπτώσεις αυτές την κιθάρα και το μπάσο αναλάμβαναν ο παραγωγός του δίσκου Richard Podolor και ο Bill Cooper αντίστοιχα. Γενικά η χημεία στο συγκρότημα είχε χαλάσει. Ο Ingle ήθελε να κινηθεί σε νέες κατευθύνσεις, αλλά οι υπόλοιποι δεν τον ακολουθούσαν, δεν έδειχναν όμως και ικανοί να κρατήσουν το συγκρότημα μόνοι τους. Έχοντας χάσει τα ηνία του γκρουπ (δεν είναι τυχαίο ότι για πρώτη φορά οι συνθέσεις αποδίδονται σε όλα τα μέλη και τα πρώτα φωνητικά δεν είναι πάντα δικά του) και κουρασμένος από τις υποχρεώσεις, αποφάσισε να παρατήσει το συγκρότημα, σημαίνοντας ουσιαστικά και τη διάλυσή του.

Οι Dorman και Reinhardt θα συνεργαστούν με Rod Evans, τον πρώτο τραγουδιστή των Deep Purple, σχηματίζοντας τους τεράστιους, αν και πολύ υποτιμημένους, Captain Beyond. Ο Pinera θα συνεργαστεί με τον Alice Cooper. Το όνομα (και μόνο) των Iron Butterfly θα επανέλθει στα μέσα των '70s, όταν ο Eric Brann με τον Ron Bushy και τους Philip Taylor Kramer στο μπάσο και Howard Reitzes στα πλήκτρα θα αποφασίσουν να κυκλοφορήσουν δύο δίσκους ("Scorching Beauty" - 1975, "Sun And Steel" - 1976) τυπικού hard rock / aor της εποχής, που καμία σχέση δεν είχαν με το τι υπήρξαν οι Iron Butterfly και, παρά κάποιες καλές στιγμές, δικαίως αγνοήθηκαν και ξεχάστηκαν γρήγορα.

Παρά τις σποραδικές εμφανίσεις διαφόρων συνδυασμών μελών των Iron Butterfly για συναυλίες, η πραγματική επάνοδος θα γίνει το 1988 στην επέτειο των 40 γενεθλίων της Atlantic, όπου η «κλασική» σύνθεση του "In-A-Gadda-Da-Vida" θα τιμήσει την εταιρία και θα τιμηθεί από το κοινό, κλέβοντας την παράσταση, μέχρι να τους την κλέψουν με τη σειρά τους (πάλι!) οι Led Zeppelin, οι οποίοι επίσης επανεμφανίστηκαν στην ίδια εκδήλωση μετά από χρόνια απουσίας.

Έκτοτε ο Bushy, που είναι ο μοναδικός που έχει συμμετάσχει σε όλες τους τις στουντιακές εκδοχές, μαζί με τον μπασίστα Lee Dorman έχουν κρατήσει το όνομα ζωντανό, περιοδεύοντας συχνά και σε μία από τις περιπτώσεις αυτές θα βρεθούν και από τα μέρη μας για πρώτη φορά (τη Δευτέρα 19 Μαΐου στο Εν Χορδαίς στην Τρίπολη, την Παρασκευή 23 Μαΐου στο Principal στη Θεσσαλονίκη, το Σάββατο 24 και την Κυριακή 25 Μαΐου στο Κύτταρο στην Αθήνα), προκειμένου να μας φέρουν λίγη από τη μαγεία του θρύλου των Iron Butterfly.

  • SHARE
  • TWEET