Thee Oh Sees, Baby Guru @ An Club, 04/06/12

Από τον Κώστα Σακκαλή, 07/06/2012 @ 13:05
Από ότι φαίνεται δε χρειάζεται ούτε κανένα μεγάλο όνομα, ούτε πολύ διαφήμιση για να πετύχει μία συναυλία. Αρκεί η υπόσχεση ενός ελκυστικού ήχου, ένα φθηνό εισιτήριο και ένα κοινό διατεθειμένο να περάσει καλά. Θα μου πείτε, είναι πετυχημένη μία συναυλία που δεν γεμίζει το An; Είναι, αν σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για καθημερινή (έστω και αργία για ορισμένους), με ένα όνομα που, όπως έξυπνα έγραφε και το Δελτίο Τύπου, θα έπρεπε να γκουγκλάρεις για να μάθεις και τον κόσμο να καλύπτει όλα τα «σκαλάκια» (για όσους ξέρουν το χώρο) όταν πολύ πιο γνωστά ονόματα δεν καταφέρνουν ούτε αυτό. Κυρίως όμως είναι επιτυχημένη η συναυλία που αφήνει μουσικούς και κοινό να στάζουν από ιδρώτα και αδρεναλίνη.

Οι, Έλληνες για όσους ακόμα δεν τους ξέρουν, Baby Guru που ξεκίνησαν τη βραδιά, κάθε άλλο παρά συμπλήρωμα νοούνταν πριν την έναρξη της συναυλίας και το ίδιο αποδείχτηκε και κατά τη διάρκειά της. Αντιθέτως δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τους Oh Sees σε ποιότητα αν και καλώς παρουσιάστηκαν πρώτοι αφού σαφώς η μουσική τους δεν έχει τις εντάσεις και την ταχύτητα των τελευταίων. Το γερμανικής καταγωγής μίγμα progressive και ψυχεδέλειας που αποτυπώθηκε στο μοναδικό μέχρι τώρα άλμπουμ τους, στη συγκεκριμένη βραδιά έφερε συχνά περισσότερα στοιχεία Βρετανίας και ψυχεδελικής pop, τουλάχιστον στα σημεία που δεν έφευγαν (επιτυχώς) προς θορυβώδη τζαμαρίσματα. Μάλιστα προς αυτή τη κατεύθυνση φάνηκε να κινείται και μία νέα σύνθεση που παρουσίασαν. Σε κάθε περίπτωση όμως η εμφάνισή τους είχε νεύρο και αυτοσχεδιασμό (κάποια στιγμή «έκλεισαν το μάτι και στο "Time Machine" του Boy) και είναι επιτυχία τους που αυτόν τον συνδυασμό τον έκαναν προσιτό και άμεσο. Θα πρέπει να ομολογήσω ότι φόβοι και ψίθυροι σχετικά με την ανικανότητα των Baby Guru να αποδώσουν ζωντανά τα γενικώς αποδεκτά τραγούδια τους δε δικαιώθηκαν. Το αν αυτό οφείλεται στο μικρό χώρο που ταιριάζει περισσότερο στη μουσική τους σε σχέση με ένα ανοιχτό φεστιβάλ που απειλεί να τους «καταπιεί» μέλλει να αποδειχθεί.

Μιλώντας για αμεσότητα, δε χρειάστηκαν παρά μερικά δευτερόλεπτα για να κερδίσει το κοινό η τετράδα από το San Francisco. Ειδικά ο de facto ηγέτης τους John Dwyer, με ύφος και στυλ Καλιφορνέζου surfer έκλεβε την παράσταση με τη συνεχή του κίνηση και το παίξιμο της, με διάφανο σώμα, κιθάρας του. Ακολουθούσε από κοντά ο «νευρόσπαστος» κιθαριστο-μπασίστας που με look «μην τα βάζεις μαζί μου» (τουλάχιστον μέχρι να μοιράσει χαμόγελα δεξιά και αριστερά) θύμιζε Βρετανό ska-πάνκη. Κρυφή (μουσική) δύναμη όμως ήταν η Brigid Dawson που συμπλήρωνε τα ψιλά φωνητικά του Dwyer και ενίσχυε τις μελωδίες ενώ όπου χρειαζόταν συμπλήρωνε με τα πλήκτρα ή τα κρουστά της το μουσικό σύνολο.

Υπό τον γενικό όρο του garage rock θα πρέπει να κατατάξουμε τους Oh Sees και τα γεμάτα riff τραγούδια τους είναι, συνθετικά, γνήσια τέκνα του "Louie, Louie" και των Kinks. Υφολογικά, όμως, θα εντοπίσει κανείς και κάμποσα Cramps στοιχεία. Όπως και να τους χαρακτηρίσεις, όμως, αυτό που είναι αδύνατο να τους αρνηθείς είναι ότι είναι χορευτικοί από την αρχή μέχρι το τέλος. Έτσι, για περίπου μιάμιση ώρα, ούτε οι ίδιοι αλλά ούτε και το κοινό σταμάτησε να κουνιέται και να χοροπηδάει με μία διαδραστικότητα που εμφανώς άφησε και το συγκρότημα απολύτως ευχαριστημένο.
Αν και υπήρχε διάχυτη η υποψία ότι οι στούντιο εκτελέσεις των ίδιων τραγουδιών δε θα είχαν την ίδια επίδραση στους ίδιους ακροατές, ακριβώς αυτό είναι που δικαιώνει τον χαρακτηρισμό της «επιτυχημένης συναυλίας». Όταν καταφέρνεις επί σκηνής να ανεβαίνεις επίπεδο αντί να μένεις στάσιμος ή πολύ περισσότερο να πέφτεις, δεν μπορούμε παρά να μιλάμε για απολύτως κερδισμένο στοίχημα.
  • SHARE
  • TWEET