Synch Festival @ Τεχνόπολις, 04-05/06/10

Από τον Θεοδόση Γενιτσαρίδη, 06/06/2010 @ 23:16
Σε ένα τέτοιου είδους φεστιβάλ, όπως το Synch, με τόσα πολλά ονόματα, πέντε διαφορετικές σκηνές ή decks και διάφορα άλλα δρώμενα, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι, αφού τσεκάρεις το πρόγραμμα, να τριγυρίσεις, να πάρεις γερές γεύσεις από το χώρο, τον κόσμο και την ατμόσφαιρα. Κάπως έτσι, καταλήγεις να τρέχεις πέρα δώθε, ώστε να προλάβεις τις αλλαγές των καλλιτεχνών, που για κακή σου τύχη παίζουν ταυτόχρονα σε διαφορετικούς χώρους. Αυτά έκανα κι εγώ και τελικά κατάφερα να δω τα περισσότερα από όσα είχα προγραμματίσει.

Η περιγραφή που ακολουθεί, γράφτηκε βάσει χρονολογικής σειράς και όχι σημαντικότητας ονομάτων.



1η Μέρα (4 Ιουνίου):

Την πρώτη μέρα του φετινού Synch Festival λοιπόν, γύρω στις εννιά, κατευθύνθηκα προς την κεντρική σκηνή, στην οποία ανέβηκε ο Konstantin Gropper μαζί με άλλους πέντε μουσικούς, για να μας παρουσιάσει τη δουλειά του, ως Get Well Soon. Είχα ακούσει ότι η μπάντα στη σκηνή μεταμορφώνεται, μιας και ο Γερμανός μουσικός πλαισιώνεται από κλασικά rock όργανα, καθώς και πιάνο, βιολί, τρομπέτες και διάφορα άλλα, που στο στούντιο συνηθίζει να ηχογραφεί μόνος του.

Ο ήχος εξαιρετικός, όπως κατά γενική ομολογία σε όλες τις σκηνές του φεστιβάλ, και η μουσική μια μίξη από Cohen, Waits και Cave. Υποτονικό rock, μελαγχολική διάθεση, όμορφα μελωδικά περάσματα και ένα ανεξάρτητο rock με ιδιαίτερα folk στοιχεία και pop μελωδίες. Εντύπωση μου έκανε η φωνή της κοπέλας στο βιολί. Ο Gropper θα μπορούσε να την αξιοποιήσει πολύ περισσότερο, μιας και κατ’ εμέ ήταν η καλύτερη φωνητική παρουσία επί σκηνής.

Πριν τελειώσουν οι Γερμανοί, ανηφόρισα προς τη δεύτερη ανοιχτή σκηνή, όπου ξεκίναγε η εμφάνιση των πολυαναμενόμενων -από πλευράς μου- Æthenor. Η μπάντα αν και ήρθε ως αναπληρωματική στο φεστιβάλ, αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις της πρώτης μέρας. Ο Kristoffer Rygg των Ulver στους θορύβους και τα πειραγμένα φωνητικά, ο free jazz drummer Steve Noble και ο Stephen O'Malley των Sunn 0))) στην κιθάρα, μαζί με τον ένα εκ των δυο άλλων βασικών μελών της μπάντας στα πλήκτρα, έδωσαν μία απίστευτη παράσταση. Ο «θόρυβος» εκπληκτικός, η μουσική μαγική και η ατμόσφαιρα που δημιουργούνταν όταν η κιθάρα παραμορφωνόταν, τα πληκτρά και οι κονσόλες έπαιρναν φωτιά και τα τύμπανα σε ταξίδευαν, ήταν απλά από άλλο πλανήτη.

Η μπάντα χαρακτηρίζεται ως σκοτεινή και ambient, αλλά πάνω στη σκηνή έβγαζε μια άκρως πειραματική μορφή της, με εξαιρετικά noise διδάγματα και φοβερά θορυβώδη drone γεφυρώματα. Όταν ένας τέτοιος drummer συνδυάζεται με πειραματιστές του θορύβου και κατά βάθος ακραίους καλλιτέχνες, τότε το αποτέλεσμα είναι αναμενόμενα υπέροχο. Ανά φάσεις ο ήχος, που και εδώ ήταν φανταστικός, σε κατέκλυζε, διαπερνούσε το θώρακα, πέρναγε στην καρδιά σου και άπλωνε ένα παράξενο μούδιασμα σε όλο σου το κορμί. Αυτό που είδαμε και ακούσαμε δεν ήταν κάτι απλό. Κάποιοι δεν το χαρακτηρίζουν καν ως μουσική, καθώς λείπει η μελωδία, η πρακτική μουσική σύνθεση και η συνοχή, αλλά σίγουρα όσοι ήταν εκεί καταλαβαίνουν πως κάτι τέτοιο, αν και διαφορετικό, μπορεί να εκφράσει συναίσθημα, να δημιουργήσει εικόνες στο μυαλό και να ταράξει ολόκληρο το «είναι» σου.

Αμέσως μετά το θερμό χειροκρότημα προς τους Æthenor, όλοι επέστρεψαν στην κεντρική σκηνή για την εμφάνιση της Peaches. Η καναδή εκκεντρική electroclash καλλιτέχνης ήταν αναμενόμενο ότι θα έκλεβε την παράσταση με την εμφάνιση της. Χωρίς να με διακατέχει κάποια αντιπάθεια προς την synth-pop και electro σκηνή, πρέπει να παραδεχτώ ότι η μετάβαση από το ένα live στο άλλο ήταν κάπως «σκληρή» και απότομη. Βέβαια η Peaches κατάφερε να ξεσηκώσει τον κόσμο από τις πρώτες κιόλας νότες του “Talk To Me”. Τόσο με το χαρακτήρα της, με τα πολλά κουστούμια της, που από κάτι σαν ολόσωμη φλοκάτη κατέληξαν σε εσώρουχα, όσο και με τον ιδιαίτερο τρόπο της επί σκηνής, δεν άφησε κανέναν παραπονεμένο. Προκλητική, χαρούμενη και άκρως κεφάτη, έπεσε πάνω στον κόσμο, περπάτησε πάνω στο κοινό (!) και χόρεψε ασταμάτητα. Τα “I U She”, “I Feel Cream” και “Shake Yer Dix”, έκαναν τους πάντες να χορεύουν. Όταν δε άναψε ένα φωτάκι στο επίμαχο σημείο του κορμιού της, κατά τη διάρκεια του πασίγνωστου “Fuck The Pain Away”, έγινε πραγματικά χαμός. Εμφάνιση που έφτανε τα όρια του show και πέρασε πάρα πολύ καλή διάθεση σε όλους τους παρευρισκόμενους.

Εν μέσω της εκρηκτικής εμφάνισης της Peaches, ξέκλεψα ένα μισάωρο για να δω τους Fennesz & Lillevan, οι οποίοι ήρθαν και αυτοί σαν προσθήκη της τελευταίας στιγμής. Ο Αυστριακός Fennesz είναι αρκετά γνωστός στους φίλους της πειραματικής ηλεκτρονικής ambient μουσικής. Μαζί του ο VJ Lillevan, από τους Rechenzentrum, έντυσε οπτικά τους ήχους που παρήγαγε ο Βιεννέζος μουσικός. Κιθάρα και υπολογιστές, επεξεργασία του ήχου του εγχόρδου και παραγωγή ενός ηλεκτρονικού έντονου και πολύπλοκου ήχου, που ντύθηκε αρμονικά με το υγρό στοιχείο των ψηφιακά σχεδιασμένων εικόνων που βλέπαμε πίσω στην οθόνη. Όμορφοι ήχοι, αλλά λίγος κόσμος, μιας και στην κεντρική σκηνή, όπως είπα, γινόταν πανικός.

Έφτασε δώδεκα η ώρα και ήταν ευκαιρία να κάνω ένα πέρασμα από το χώρο D10 και τον Moonboots, γνωστό DJ από το Μάντσεστερ. Από το λίγο που κάθισα και άκουσα, μπορώ να πω ότι προετοίμασε ιδανικά τον κόσμο για το καλοκαίρι. Άμα ήμασταν δίπλα σε μια παράλια θα απολαμβάναμε και με το παραπάνω τις μίξεις του. Κάπου εκεί έπρεπε να λύσω και το δίλημμα που είχα: Matt Elliott ή Fuck Buttons;



Τελικά κατευθύνθηκα προς τους Fuck Buttons, μιας και πλήθος κόσμου συσσωρεύτηκε στο D7 Sony Stage, αφήνοντας την επιθυμία μου να δω τον Elliott για αργότερα. Όλα ξεκίνησαν και τελείωσαν με το “Surf Solar”, κι αν το καλοσκεφτείς, ήταν σα να άκουσες ένα μόνο κομμάτι, μιας και από το πρώτο δευτερόλεπτο όλοι ξεκίνησαν το χορό και σταμάτησαν μετά από μια ώρα και κάτι παραπάνω, καταϊδρωμένοι. Το δίδυμο από το Bristol είχε την πιο δυνατή εμφάνιση της βραδιάς και κατάφερε να κρατήσει καθηλωμένο στη θέση του αρκετό κόσμο. Καθηλωμένο που λέει ο λόγος δηλαδή, αφού από ένα σημείο και μετά κανείς δεν πατούσε στο έδαφος. Ειδικότερα οι πρώτες σειρές ανεβοκατέβαιναν σαν κύματα υπό τις μελωδίες των “Rough Steez”, “Flight Of The Feathered Serpent”, “Olympians” και “Lisbon Maru”. Πολλή dance διάθεση από μια μπάντα που στουντιακά μας είχε συνηθίσει σε πιο πειραματικούς ήχους, με drone υπόβαθρο, και πιο minimal noise πειραματισμούς.  Παρόλα αυτά, μας άφησαν με το στόμα ανοιχτό και απέδειξαν γιατί τόσος κόσμος μιλάει με τα καλύτερα λόγια για αυτούς.

Κατά τη διάρκεια των Fuck Buttons, τα κατάφερα να πάρω και μία γεύση από τον υπέροχο Matt Elliott, o οποίος καταχειροκροτήθηκε και ανταπέδωσε με υποκλίσεις προς το κοινό, μετά την «πειραγμένη» αλλά γλυκιά εμφάνισή του.



Δυστυχώς οι δυνάμεις μου με εγκατέλειψαν και σε συνδυασμό με το προχωρημένο της ώρας, δεν κατάφερα να κάτσω σε κάποιο άλλο DJ Set, αλλά ούτε και στα ελληνικά live στο Myspce Audiorium, που από ό,τι έμαθα ήταν άκρως ικανοποιητικά.

2η Μέρα (5 Ιουνίου):

Το λέω και το ξαναλέω πως για μένα το σημαντικό σε ένα φεστιβάλ είναι η πολυσυλλεκτικότητα. Μόνο έτσι μπορεί κανείς να έρθει σε επαφή με νέους για τον ίδιο ήχους και να ανακαλύψει συγκροτήματα που σε ένα «ταμπουρωμένο» ηχητικά φεστιβάλ δε θα έβλεπε. Το Synch Festival αποτελεί ευτυχώς εκφραστή της συγκεκριμένης ιδεολογίας, και χάρη στην έλλειψη παρωπίδων από πλευράς διοργανωτών, και κατ’ επέκταση κοινού, μπορεί να δει και να απολαύσει κανείς αρκετά ετερόκλητα ονόματα. Κάπως έτσι, στη δεύτερη μέρα ακούσαμε από electropop, μέχρι afrofunk και noise.

Την ημέρα «άνοιξαν» οι δικοί μας Modrec. Αν και όχι πολύ κοντά στον ηχητικό «μέσο όρο» του Synch, οι Modrec μάζεψαν αρκετό κόσμο (το ανοιχτό μυαλό που λέγαμε) και έβαλαν από νωρίς το πόδι στο γκάζι. Με το ιδιότυπο alternative / post punk / neo-prog ήχο τους, έκαναν ουκ ολίγους σβέρκους να κουνηθούν ρυθμικά. Όχι τόσο έντονα όσο οι σβέρκοι των ιδίων βέβαια. Τυχαίο; Δε νομίζω! Βλέποντάς τους για δεύτερη φορά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, επιβεβαίωσαν την άποψή μου πως αποτελούν μία από τις πιο «σαρωτικές» και πωρωτικές ελληνικές μπάντες στα live τους. Μιλάμε για πολύ πάθος, όχι αστεία. Αναμφίβολα από τα highlight της ημέρας.

Setlist: Refri / Hunter Without Nails / You=Their Schizophrenic Ant / Mascaraddiction / Safe / Art Naïve / Shipwreck / Frank And Stein / Threearmedman / Life Of The Living Dead / Painted Thoughts



Μετά το πέρας της δυναμικής εμφάνισης των Modrec, το ενδιαφέρον μεταφέρθηκε στη μεγάλη σκηνή, όπου οι Hot Chip είχαν ήδη ξεκινήσει το electopop party τους. Το εξώφυλλο του “One Life Stand”, ενός από τα πιο ενδιαφέροντα φετινά album στο χώρο του, κόσμησε καθόλη τη διάρκεια το set τους, μέσω της μεγάλης γιγαντοοθόνης στο βάθος της σκηνής. Οι εναλλακτικοί dance ήχοι των Λονδρέζων ξεσήκωσαν και οδήγησαν σε ανελέητο χορό τη μεγάλη πλειοψηφία των παρευρισκόμενων. Άρτιος ήχος, πιο «μεστός» ίσως από τους δίσκους τους, εξαιρετική ατμόσφαιρα και αστείρευτη ενέργεια. Πολύ ενδιαφέρουσα «παράσταση», η οποία διανθίστηκε από κομμάτια όπως τα: “Boys From School”, “Thieves In The Night”, “One Pure Thought”, “Brothers”, “One Life Stand”, “Over And Over”, “Hand Me Down Your Love”, “Alley Cats” και “I Feel Better”.



Εν μέσω του show των Hot Chip, στη δεύτερη σκηνή ανέβηκαν οι A Place To Bury Strangers και είχε φτάσει η ώρα να πονέσουν λίγο τα αυτιά μας. Οι Νεοϋορκέζοι είναι ήδη γνωστοί και αγαπητοί στη χώρα μας και αυτή ήταν η δεύτερή τους εμφάνιση στην Αθηνά, μέσα σε λίγους μήνες. Αυτό που ξέραμε από πριν ήταν ότι παίζουν δυνατά και χαρακτηρίζονται από αυτό. Τελικά διαπιστώσαμε ότι παίζουν… πάρα πολύ δυνατά, με τεράστιο ενθουσιασμό και μια σκληράδα που λείπει από πολλές μπάντες του noise-rock και του shoegaze. Τα “Sleeping Away”, “Exploding Head” και “Deadbeat” ενθουσίασαν τους πάντες και ανέβασαν απίστευτα τους ρυθμούς. Τα “Ego Death”, “To Fix A Gash In Your Head”, “Everything Always Goes Wrong” και “I Know I’ll See You” απέδειξαν τι πάει να πει θόρυβος, μοντέρνα μουσική και σύνδεση φρέσκων ήχων με παλιομοδίτικες dark ατμόσφαιρες. Ο τρόπος τους έκρυβε την εκρηκτικότητα της post-punk σκηνής της Νέας Υόρκης. Όταν κοπάναγαν τα έγχορδα μεταξύ τους και στην συνέχεια στο πάτωμα, η αδρεναλίνη χτυπούσε κόκκινο και οι Sonic Youth… ξεπρόβαλαν από τη γωνία! Τεράστια ένταση, απίστευτος θόρυβος και ένα βρόμικο και σκοτεινό noise pop, που έκρυβε βαθιά μέσα του μια punk αισθητική και ένα ψυχεδελικό και διαστημικό υπόβαθρο, που είναι αδύνατον να βρεις σε άλλες noise-rock μπάντες. Εκπληκτική και εκρηκτική εμφάνιση από τους συμπαθείς Αμερικάνους…

... τους οποίους στη δεύτερη σκηνή διαδέχτηκε το δίδυμο των Tony Allen και Jimi Tenor. Συνοδευόμενοι από άλλους έξι μουσικούς, επιδόθηκαν σε ένα μοναδικό set afrofunk ρυθμών, με τον προπάτορα τους είδους Tony Allen να «ζωγραφίζει» πίσω από τα τύμπανα και την εκκεντρική φιγούρα του Φιλανδού οργανίστα / σαξοφωνίστα Jimi Tenor να αποσπά την προσοχή. Το κέφι και ο κόσμος άρχισαν σταδιακά να κατακλύζουν τη δεύτερη σκηνή, την ώρα που οι jazz αυτοσχεδιασμοί της μπάντας «ξεχείλωσαν» ευχάριστα κάθε κομμάτι. Πολύς χορός και σε αυτούς, αέρας… μουντιάλ Ν. Αφρικής για τους ποδοσφαιρόφιλους και γενικά ένα ιδανικό κλείσιμο για τη δεύτερη ανοιχτή σκηνή του φετινού Synch.



Μετά τους Hot Chip, στην κεντρική σκηνή ανέβηκε ο Γάλλος Laurent Garnier με την μπάντα του. Γνωστός ως techno παραγωγός, με ιδιαίτερη σχέση με την Αγγλία και ειδικότερα με τη σκηνή του Μάντσεστερ. Η ευχάριστη έκπληξη ήταν ότι η μπάντα κινήθηκε σε ένα ευρύτατο φάσμα ηλεκτρονικής και όχι μόνο μουσικής, με folk, funk, rock, reggae, blues και drum ‘n’ bass στοιχεία. Η ουσία και το αποτέλεσμα ήταν άκρως καλοκαιρινό, απίστευτα ευχάριστο, ιδιαίτερα χορευτικό και κατά βάθος εντυπωσιακό. Τρομπέτες και σαξόφωνα έδιναν ένα jazz ύφος στα δυνατά beat του Garnier και έκαναν πλήθος κόσμου να χορεύει και να εκφράζει τον ενθουσιασμό του με διάφορους τρόπους. Όταν ο Laurent είπε «Let The Music Speak», οι dub ρυθμοί έτριξαν τα κορμιά μας. Φοβερή εμφάνιση, τεράστια ανταπόκριση από το κοινό, όμορφα σκηνικά, τεράστιο video wall που ακολουθούσε πιστά το ρυθμό, εξαιρετικός ήχος και πλειάδα ρυθμών για όλα τα γούστα. Αν και πλέον η κούραση βάραινε τα κορμιά, οι ρυθμοί δεν τα άφηναν σε ησυχία.



Μετά τις δώδεκα, άνοιξαν οι πόρτες του κλειστού χώρου D7 Sony Stage. Η μετάβαση από εξωτερικό χώρο σε κλειστό ήταν το στενάχωρο της υπόθεσης, αφού ο χορός που θα ακολουθούσε με τον DJ Krush, θα ανέβαζε τη θερμοκρασία επικίνδυνα. Ο ιαπωνέζος παραγωγός λοιπόν ανέβηκε πάνω στη σκηνή και έκανε το δωμάτιο να μοιάζει με ένα τεράστιο club. Γνωστός για τους funk ήχους του, τις instrumental hip hop παραγωγές και τις μελωδικές μίξεις κομματιών πάνω στο γνώμονα του hip hop, «πρόσφερε» δυνατές χορευτικές σφαλιάρες που δεν σε άφηναν να ηρεμίσεις. Μετά τα μισά του set, ο ήχος αγρίεψε και το drum ‘n’ bass «γέμισε» το χώρο. Το αποκορύφωμα όμως ήρθε όταν προς το τέλος, μίξαρε τέλεια το “Billie Jean” του Michael Jackson με το “Smoke On The Water” των Deep Purple, και μας άφησε όλους ευχαριστημένους.

Και του χρόνου!

1η Μέρα: Θεοδόσης Γενιτσαρίδης
2η Μέρα: Θεοδόσης Γενιτσαρίδης, Κωστής Αγραφιώτης
  • SHARE
  • TWEET