Μανιακός ακροατής, με αδυναμίες που ξεκινάνε από το ακραίο metal και καταλήγουν σε ξεδιάντροπα χορευτικά άσματα, αναζητά διαρκώς, σε παρελθόν και παρόν, μουσικά διαμαντάκια ώστε να τα εντάξει σε κάποια...
Suede
Antidepressants
Εσείς πόσα συγκροτήματα ξέρετε που, μετά από 35 χρόνια καριέρας, μπορούν να γράψουν έναν τόσο σπουδαίο δίσκο όσο αυτός;
Δεν είναι εύκολο να γράψεις για ένα συγκρότημα όπως οι Suede χωρίς να κοιτάξεις πίσω και να εκτιμήσεις πόσο μεγάλη απόσταση έχουν διανύσει. Και όταν αναφέρομαι στο παρελθόν τους δεν αναφέρομαι μόνο σε όσα σπουδαία συνέβησαν στη δεκαετία μεταξύ του ντεμπούτου τους (και λίγο πριν προφανώς) και τη διάλυσης τους το 2003, αλλά και στην μεγαλειώδη πορεία που έχουν ακολουθήσει από το 2013, όταν και κυκλοφόρησαν το "Bloodsports", μέχρι σήμερα, ειδικά με δεδομένο πως το "Autofiction" αποτέλεσε έναν από τους καλύτερους δίσκους του 2022.
Στο ερώτημα λοιπόν αν ο Brett Anderson και οι εκλεκτοί συνεργάτες του έχουν κάτι να πουν σήμερα, οι Suede μας απαντάνε από το πρώτο τραγούδι του δίσκου αφού στο "Disintegrate" συναντάμε όλα τα σπουδαία χαρακτηριστικά του σχήματος ενώ, παράλληλα, αυτό εμπεριέχει και μια υπόσχεση πως όλα παραμένουν ανοιχτά και τίποτα - μα τίποτα όμως - δεν έχει τελειώσει. Το ακόμη πιο εντυπωσιακό όμως είναι πως στη νέα του δουλειά, το συγκρότημα δεν αποπειράται να μετριάσει το σκοτάδι που άπλωσε γύρω του στο προηγούμενο άλμπουμ του αλλά βυθίζεται πιο βαθιά στις ρίζες τους κι απλώνει το μαύρο πέπλο του, εξαφανίζοντας κάθε υποψία brit-pop και αποδεικνύοντας πως παραμένει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές του εναλλακτικού rock τα τελευταία 40 χρόνια.
Βέβαια, αυτό ίσως δεν θα έπρεπε να μας κάνει και τόση εντύπωση καθώς οι Suede είχαν ήδη ξεκινήσει να γράφουν αυτόν τον δίσκο πριν καν κυκλοφορήσουν το "Autofiction", κάτι που εξηγεί σε τεράστιο βαθμό την ηχητική συγγένεια των δύο αυτών δουλειών. Και δεν ξέρω αν το "Antidepressants" είναι περισσότερο πειραματικό, όπως είχαν δηλώσει πως θα είναι, αλλά, σίγουρα, πρόκειται για μια δουλειά που τους βρίσκει να εκτείνουν τον ήχο τους, δοκιμάζοντας τα όρια της post-punk τραγουδοποιίας. Κι αυτό έρχεται σίγουρα σε συμφωνία με τις δηλώσεις του Anderson που είχε υποστηρίξει πως «Αν το "Autofiction" ήταν ο punk δίσκος μας, τότε το "Antidepressants" αποτελεί τον post-punk δίσκος μας».
Σε αντίθεση όμως με το τι ίσως περιμένετε, το δέκατο άλμπουμ τους, σε παραγωγή του γνωστού-άγνωστου Ed Buller, δεν υποκύπτει στη νοσταλγία, ούτε παπαγαλίζει φόρμες και ύφη που είναι παρωχημένα εδώ και δεκαετίες, όπως κάνουν πολλά νέα σχήματα της εποχής μας, αλλά κρατάει αναμμένη αυτή τη φλόγα της αναζήτησης που χαρακτήριζε τη σκηνή στα πρώτα της βήματα, όταν όλα ήταν στο τραπέζι και τα όρια του ήχου εξαρτιόντουσαν αποκλειστικά από τα όρια της φαντασίας των πρωταγωνιστών της.
Αυτή η προσέγγιση, φυσικά, δεν γίνεται να περιλαμβάνει τους πάντες όμως το συγκρότημα δείχνει συνειδητά να στρέφεται στους ανθρώπους και τα συγκροτήματα που κινούνταν πάντα στην εμπροσθοφυλακή και στα άκρα, αποζητώντας έμπνευση στους The Fall, στους πρώιμους PIL, στους Wire, στους The Cure, τους Joy Division, και στους Magazine, ενώ, συγχρόνως, έχει ανοιχτά αυτιά σε όσα συμβαίνουν σήμερα γύρω του, είτε αυτοί λέγονται Fontaines D.C., είτε Yard Act, είτε Shame. Βάλτε μέσα στην εξίσωση και μερικές από τις καλύτερες ρεφραινάρες που έχουν γράψει ποτέ όπως π.χ. του ομώνυμου που οριακά θα μπορούσαν να το έχουν γράψει οι High Vis, και νομίζω γίνεται σαφές το μέγεθος της επιτυχίας του εγχειρήματος.
Αντίστοιχα, σε στιχουργικό επίπεδο, ο Anderson τολμά και καταπιάνεται με βαριά θέματα, όχι όμως με την κυνική ή απογοητευμένη ή, απλώς, ρεαλιστική ματιά ενός ανθρώπου που πλησιάζει τα 60, αλλά με την αγωνιώδη, ζωτική αισιοδοξία ενός ανθρώπου που αρνείται να γεράσει. Φυσικά, όπως γίνεται σαφές σε κομμάτια όπως το "Sweet Kid", το οποίο απευθύνει στον γιο του μιλώντας του για τις μέρες που αυτός δεν θα είναι πια εκεί, ο σπουδαίος performer έχει απόλυτη συναίσθηση της θνητότητας του, όμως επιλέγει συνειδητά να εστιάσει στο μέλλον. Δεν λησμονεί τις χαρές που χάθηκαν αλλά επιλέγει να γιορτάσει τις χαρές που θα έρθουν, μας μιλά για την πληγή αλλά επιλέγει οι Suede να είναι το αντίδοτο, βλέπει την ρωγμή αλλά επιλέγει να εστιάσει στην ομορφιά που φανερώνεται μέσα της.
Δεν βγαίνουν λοιπόν κάθε μέρα δίσκοι σαν το "Antidepressants" όπως δεν βγαίνουν και κάθε μέρα συγκροτήματα σαν τους Suede, οι οποίοι, σε αντίθεση με πολλούς συνομήλικούς τους που βασίζονται στο παρελθόν και στο συναυλιακό hype ενός reunion για να δικαιολογήσουν την ύπαρξη τους σήμερα, αυτοί συνεχίζουν να αναζητούν το επόμενο καλλιτεχνικό τους βήμα, αγωνιώντας για το μέλλον. Και αυτό δεν το λέω ως μομφή αλλά ως μια απολύτως αντικειμενική συνθήκη. Στην τελική, πόσα συγκροτήματα ξέρετε που στον δέκατο δίσκο τους έχουν ακόμη τόσα πολλά κι ενδιαφέροντα να πουν; Οι Suede τα κατάφεραν και πάλι κι εμείς δεν μένει κάτι άλλο από το να τους ευχαριστήσουμε για αυτό.
