Spell

Opulent Decay

Bad Omen (2020)
Από τον Μάνο Πατεράκη, 29/06/2020
​Οι Spell χτίζουν έναν φοβερά ιδιαίτερα δίσκο πάνω στο χεβυμεταλλικό τους παρελθόν, το '70s hard rock και τις goth και prog μελωδίες των μετέπειτα δεκαετιών
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Το "Opulent Decay" είναι από τους πλέον αξιοσημείωτους δίσκους της φετινής εσοδείας - και όχι απλά επειδή είναι άρτιος μουσικά, αισθητικά και στιχουργικά. Το μεγάλο ζητούμενο εδώ, είναι πως προχωράει τον ήχο αληθινά μπροστά, με τόση διακριτικότητα που το καταλαβαίνεις μόνο αν επιχειρήσεις να το αναλύσεις. Δεν κάνει χρήση νεωτερισμών, μα κοιτάει αποκλειστικά στο παρελθόν, στα σωστά σημεία και σε σπανίως χρησιμοποιούμενα κοκτέιλ επιρροών.

-Το παρελθόν των Spell-

Μιας και είναι η πρώτη κριτική για την μπάντα στο διαδικτυακό μας περιοδικό, ας κάνουμε μια γρήγορη αναδρομή, για λόγους πληρότητας. Οι Spell, λοιπόν, δημιουργήθηκαν υπό το όνομα Stryker το 2007 και συνέχισαν έτσι μέχρι το 2013, δίχως full-length. Τότε, επαναβαπτίστηκαν ως Spell, αφού, προς μεγάλη τους έκπληξη, καμία μπάντα δεν είχε κατοχυρώσει νομικά το όνομα. Καθ’ όλη την πορεία τους, από το 2007 μέχρι και σήμερα, τα μέλη εξακολούθησαν να είναι ακριβώς τα ίδια: Cam Mesmer (μπάσο/φωνή), Al Lester (τύμπανα/δεύτερα φωνητικά) και Graham McVie (κιθάρα/πλήκτρα). Με άλλα λόγια ...καναδικό power trio με όλους τους συνειρμούς του.

Η διατήρηση σταθερής σύνθεσης είναι αναμφισβήτητα ένας από τους λόγους του θριάμβου του "Opulent Decay". Όμως, τα πράγματα στην αρχή ήταν εντελώς διαφορετικά... Το ντεμπούτο τους, "The Full Moon Sessions" του 2014, διατηρούσε όλα τα κλισέ των αναβιωτών του παραδοσιακού heavy metal. Παρά την εμφανή του αξία, χανόταν στην πυκνή παραγωγή fanboy-στικων δίσκων. Δεν είναι πολλοί οι Enforcer που μπορούν να ξεπηδήσουν από αυτό το κίνημα. Στα συγκεκριμένα μονοπάτια, όσον αφορά στον Καναδά, τα βλέμματα ήταν τότε στραμμένα προς τους Cauldron, κυρίως.

Το δεύτερο άλμπουμ τους, "For None And All" του 2016, ήταν αυτό που ήρθε να χαράξει την πορεία των Spell επί της ουσίας. Η αλλαγή αισθητικής προς κάτι πιο μεγαλεπήβολο, κάτι πολύ παραπάνω από ένα ακόμα ποιοτικό ρετρό-ατσάλινο άλμπουμ, ήταν εμφανής ήδη από το εξώφυλλο. Οι ρυθμοί έπεσαν, οι επιρροές εμπλουτίστηκαν, τα πλήκτρα έγιναν και αυτά κυρίαρχο όργανο. Η μεγάλη διαφορά ήταν η η ωρίμανση που έρχεται όταν μπορείς πια να φτιάχνεις τολμηρές μελωδικές γραμμές και ξέρεις πώς να τις σερβίρεις.

-Ο θρίαμβος του "Opulent Decay"-

Έπειτα από τέσσερα χρόνια δουλειάς πάνω στα νέα κομμάτια, πήραν την πρώτη ύλη του πολύ δυνατού "For None And All" και την πήγαν παραπέρα. Απομακρυνόμενοι ακόμα περισσότερο από το heavy metal, κυρίαρχα σημεία αναφοράς των κριτικών στις πρώτες ακροάσεις προέκυψαν οι Blue Oyster Cult και οι Rush. Οπότε, οι Spell έσπευσαν να τονίσουν πως είναι πάνω απ’ όλα μεταλλάδες. Διακήρυξαν ότι αυτό που παίζουν εξακολουθεί να είναι heavy metal, μα ωθούμενο σε νέες κατευθύνσεις. Το ονόμασαν "hypnotizing heavy metal".

Όταν το πρώτο σου EP πίσω στο 2010 λεγόταν "Possessed By Heavy Metal", ε θες και να κρατήσεις τρόπον τινά κάποια γαλόνια. Ωστόσο, τα πρώτα σχόλια στο Bandcamp τους είναι τόσο αντικρουόμενα όσο και σωστά, ώστε σε εξιτάρουν πριν καν πατήσεις το play. Ενδεικτικά: "Prog influences permeate over a Nwobhm feel . But it’s more than that. It’s stoner rock with solid riffs" / "Flavours of 80’s UK goth and 90’s indie rock mixed up with elements of old school metal"/ "This has to be the unity of opposites: Guns N’Roses and Psychotic Waltz in one weird meteoric alloy." Ένα συναρπαστικό τρέχα γύρευε, με άλλα λόγια.

Ήδη από την εισαγωγή του εναρκτήριου "Psychic Death" αισθάνεσαι έναν goth αέρα που αργότερα, σε στιγμές, θα γίνει πολύ έντονος για να αγνοήσεις, ειδικά αν λάτρεψες το φοβερό περσινό ντεμπούτο των Idle Hands. Το concept που διατρέχει το άλμπουμ περιγράφεται στον τίτλο του: η μεγάλη αντίθεση μεταξύ χλιδής και φτώχειας, δωσμένη με λόγια έκφανση και παραδείγματα. Παίρνοντας αφορμές από σπουδαίους ποιητές όπως ο John Keats, ο Samuel Taylor Coleridge και η Percy Bysshe Shelley, εξαίρεται ο ρομαντισμός που κρύβεται στη λιτότητα και η ποιητικότητα που ενέχει ο πόνος και ο μόχθος - και στην αντίπερα όχθη η ηθική πτώση που φέρνει πλούτος.

Το ομότιτλο κομμάτι είναι ταυτόχρονα ένα από τα καλύτερα και πιο κολλητικά. Το υμνικό του ρεφραίν έχει κάτι από τις επαναστατικές στιγμές των Queensryche ή των Warrior Soul. Στη συνέχεια, η ιστορία ακολουθάει τον κόσμο του Όσκαρ Ουάιλντ και τη "Sibyl Vane", την ηρωίδα που ερωτεύτηκε ο Ντόριαν Γκρέυ, εστιάζοντας στο τραγικό της τέλος, με μια εσάνς Thin Lizzy στο κουπλέ. Κολλητά, έρχεται το "Primrose Path", με τίτλο παρμένο από την ταινία του 1940, να μιλήσει για μία ακόμη τραγική ηρωίδα, η οποία αρνήθηκε να εκπορνευτεί όπως είχε κάνει η μάνα της και η γιαγιά της πριν από αυτήν.

Ο λυρισμός του prog metal των ‘80s συνδυασμένος με το καλλιτεχνικό όραμα των proto-metal συγκροτημάτων των ‘70s που συναντήσαμε στο "Primrose Path" μεταλλάσσεται κάπως και αποκτάει νέα μορφή στο "The Iron Wind" - ίσως το καλύτερο τραγούδι του δίσκου, λόγω του φοβερού του riff και της ακόμα πιο φοβερής του μπασογραμμής. Το δε τελείωμα, ως επανεκτέλεση της ακουστικής εισαγωγής, προκαλεί ανατριχίλες.

Οι Spell λατρεύουν να παίζουν με τις αρμονίες στις φωνές και στις κιθάρες. Αυτό είναι εμφανές στο "Dawn Wanderer", όπου τα gothic σημεία συναντούν Dust και Wishbone Ash, με τη φωνή να περιγράφει ότι " Love is learned in deepest loss / Art is won at painful cost / The runner suffers every mile / The father sweats to feed his child ". Στο "Deceiver", επίσης μία από τις κορυφές του άλμπουμ, δημιουργούνται σεμιναριακές μεταβάσεις. Το σκηνικό είναι ονειρικό: περιγράφεται σε ένα ειδυλλιακό, ανέπαφο από το χέρι του ανθρώπου τοπίο ένας ναός εγκαταλελειμμένος εδώ και 10 χιλιάδες χρόνια που κρατάει ένα αρχαίο μυστικό: "A songbird answers in reply: "For all your wealth, what shame you cannot fly. Despite what immortality may bring, I pity you who cannot sing""

Προς το τέλος, οι Spell θυμούνται ακόμα περισσότερο το μεταλλικό τους παρελθόν, αφού οι δύο τελευταίες συνθέσεις βαραίνουν ολίγον τι και επιμεταλώνουν τις φόρμες τους. Πριν από αυτές, όμως, έχουμε μια επική ψαλμωδία φολκλόρ ιστορίας δύο κοριτσίων που έκαναν μπάνιο σε ένα ποτάμι και η μία εκ των οποίων πέθανε παρασυρόμενη από το ρεύμα. Σημειολογικά, θα φέρει στο νου τη θέση που είχε μια αντίστοιχη ψαλμωδία στην περσινή δισκάρα των Nocturnalia, κυκλοφορία κάπως παράλληλη με το "Opulent Decay": και οι δύο κινούνται στο μεταίχμιο heavy metal/hard rock, διατηρώντας μια ταυτότητα που εφάπτεται με τον μεγάλο πληθυσμό που συναντάς εκέι έξω αλλά διατηρεί άκρως ιδιαίτερη ταυτότητα. Κάτι σαν αυτό που θα προτιμούσαμε να είχαν κάνει φέτος οι Hällas αντί να το ρίξουν σε Genesis περιπέτειες, όσο ενδιαφέρον και αν ήταν αυτό.

Bandcamp 

  • SHARE
  • TWEET