Dissona
Receptor
Το σύγχρονο μεταλλικό prog έτσι όπως θα έπρεπε να είναι, από ένα καλά κρυμμένο μυστικό έτοιμο να αποκαλυφθεί
Είμαι απόλυτα σίγουρος πως το όνομα "Dissona" δεν λέει τίποτα σε κανέναν. Απολύτως λογικό, αφού αυτό το κουαρτέτο από το Σικάγο δημιουργεί, ηχογραφεί και διανέμει την μουσική του ανεξάρτητα, χωρίς κάποια δισκογραφική πάνω από το κεφάλι του, με αποτέλεσμα την ελάχιστη προβολή από τις πλατφόρμες και την ανύπαρκτη διανομή της δισκογραφίας του σε φυσική μορφή στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο πλανήτη. Οι Dissona όμως, παραείναι καλοί για να παραμείνουν ένα καλά κρυμμένο μυστικό.
Η μπάντα δεν είναι χθεσινή. Η δημιουργία της χρονολογείται από το 2005 υπό το όνομα The Vision και το 2009 παρουσίαζει το ντεμπούτο "Ten Masks" (το οποίο δεν μπορεί να βρεθεί ούτε στο Bandcamp, ούτε στο YouTube) ως Dissona πλέον. Μετράει συνολικά τέσσερα albums και ένα ΕΡ, το οποίο είναι εμπνευσμένο από το Bladerunner, με το κάθε ένα από τα τρία τραγούδια να περιγράφει από ένα χαρακτήρα της ταινίας. Εννέα χρόνια μετά το φοβερό "Paleopneumatic", η μπάντα επιστρέφει αποφασισμένη να ακουστεί, με τη βοήθεια της Earache στη ψηφιακή διανομή, σε όσα περισσότερα αυτιά των λάτρεων του είδους (και όχι μόνο) γίνεται.
Η μουσική των Dissona είναι σκοτεινή, προοδευτική με την απόλυτη σημασία της λέξης, κινηματογραφική και σίγουρα ιδιαίτερη. Θα έλεγα πως μοιάζει με το prog της σκανδιναβικής σκηνής και λιγότερο της αμερικάνικης. Με το ένα πόδι πατάει στο old school των Symphony X, ενώ με το άλλο βρίσκεται στο φρέσκο, καινοτόμο τοπίο των Leprous, Terramaze, (πρώιμων) Soen και τον πιο avant-garde ήχο των Winds, Borknagar και τις σχεδόν θεατρικές διαθέσεις του Devin Townsend, κάτω από μια πιο Pain Of Salvation λογική και με τελείως δικά τους, ανισόρροπα twists που διαμορφώνουν την ταυτότητα και το όραμά τους.
Το "Receptor" μας εισάγει στον παράξενο κόσμο του με το ομότιτλο τραγούδι, που μετά την Saviour Machine αλά "Legend" μικρή εισαγωγή του, ξεδιπλώνει περίτεχνα όλο το φάσμα του ήχου των Dissona. Τα πράγματα σοβαρεύουν ακόμα περισσότερο με το "Suffuse", το οποίο κινείται σε ανατολίτικες κλίμακες, φέρνοντας στο νου τους Mother Of Millions και τους Leprous, ενώ εμπλουτίζεται με τα δεύτερα φωνητικά της Fabbiene Erni των Eluveitie. Τα "Becoming Home" και "Haimatox" είναι δύο ιντερλούδια με μεταβατικό χαρακτήρα στο μουσικό concept και μελαγχολική ‘80s διάθεση, τα οποία φαντάστηκα εύκολα να ντύνουν συγκινητικές σκηνές της πρώτης σεζόν του "Stranger Things" ή κάποιου φουτουριστικού RPG video game, ενώ το "Incisor" που βρίσκεται ανάμεσα τους, δημιουργεί ένα ακόμα πιο σκοτεινό κλίμα από αυτό του "Suffuse", σε παρόμοιες κλίμακες αλλά με ένα τρομερό twist σε EBM στα μισά του τραγουδιού.
Τα "It Will Drown" και "Chimeric" είναι κατ’ εμέ οι δύο κορυφαίες στιγμές του album, με το πρώτο να επιδεικνύει τις δυναμικές του σχήματος ως το πιο χαρακτηριστικό δείγμα του τι εστί Dissona, ενώ το δεύτερο είναι η άλλη όψη του νομίσματος: κινηματογραφικό, ορχηστρικό και απόλυτα μελαγχολικό μελωδικά και στιχουργικά, μια μαγική στιγμή όχι μόνο του "Receptor" αλλά και της χρονιάς. Το "Red Mist" είναι μια από τις πιο ακραίες καταθέσεις της μπάντας στη δισκογραφία της που παραπέμπει απευθείας στο avant-garde prog της Νορβηγίας, ενώ οι μελωδικότατες, επικές συνθέσεις "Shadow Consummation" και "In Dawn’s Wake" που κλείνουν το δίσκο και που φτάνουν σχεδόν στα οκτώ λεπτά η κάθε μια, όχι μόνο δημιουργούν την ανάγκη για "repeat one", αλλά για "repeat all", αποδεικνύοντας το πόσο απολαυστική ήταν η 58λεπτη αυτή η διαδρομή.
Οι κιθάρες του Matt Motto είναι η ραχοκοκκαλιά της δυναμικής της μπάντας, κάτι που καταφέρνει χωρίς να πρωταγωνιστεί, χωρίς ατελείωτα και αχρείαστα solos, ενώ ταυτόχρονα είναι ο υπέυθυνος της κινηματογραφικής ενορχήστρωσης και του programming. Απο την άλλη, ο Drew Goddard παραδίδει μαθήματα στα τύμπανα, ενώ το wall of rhythm συμπληρώνει ο Craig Hamburger στο μπάσο. Αφήνω επίτηδες για το τέλος, το εγκώμιο για τη φωνή του David Dubenic, γιατί είναι πραγματικά η ατραξιόν και ο πόλος έλξης για τους Dissona, ακριβώς ό,τι είναι δηλαδή και ο Einar Solberg για τους Leprous: και οι δύο μπάντες είναι απίστευτες μουσικά, αλλά με αυτούς τους τραγουδιστές είναι (το) κάτι άλλο, κάτι περισσότερο, κάτι μοναδικό. Με το που ακούσεις τη φωνή του David, αμέσως την καταχωρείς ως ξεχωριστή οντότητα και την αναγνωρίζεις παντού και αμέσως, ενώ η περίεργη χροιά του, αν έπρεπε να θυμίζει κάτι, θα έφερνε στο μυαλό ένα παράξενο πάντρεμα του Einar, του ICS Vortex και του Serj Tankian. Πραγματικός θησαυρός για την μπάντα, απόλυτη απογείωση των συνθέσεων του album (και κάθε κυκλοφορίας τους)!
Το "Receptor" είναι το 100% της ουσίας του prog metal, της δυναμικής, της φρεσκάδας και της μοναδικότητας που επιβάλλεται να έχει (αλλά έχει ξεχάσει πως να το έχει) το ιδίωμα - και για μένα προσωπικά, είναι εύκολα η φετινή κορυφή στο είδος. Πριν δέκα χρόνια, είχα βρει όλα αυτά τα στοιχεία στο "The Congregation" των Leprous και εκεί που ξεκίνησα να αναρωτιέμαι τον τελευταίο καιρό, τι νέο θα μπορούσε να διαδεχθεί αυτή την αίσθηση, ήρθε και με κάλυψε απόλυτα η κορυφαία και πιο ολοκληρωμένη στιγμή της δισκογραφίας των Dissona. Αν το μεταλλικό prog σημαίνει για εσάς τα ίδια πράγματα που αναζητώ και εγώ, και όχι ατελείωτες συνθέσεις και ασκήσεις για βιρτουόζους μουσικούς που έχουν χάσει την αίσθηση της έκπληξης, μελωδίας, τρέλας και συναισθήματος, μπείτε στον κόσμο του "Receptor" χθες. Thank me later.
