Smith/Kotzen

Smith/Kotzen

BMG (2021)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 05/04/2021
Δυο καταξιωμένοι κι εξαιρετικοί μουσικοί σε μια απολαυστικά παλιομοδίτικη συνεργασία
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

 

Δεν φαντάζομαι ότι ο Adrian Smith χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, ούτε ως κιθαρίστας, ούτε ως συνθέτης, καθώς δεν είναι λίγοι αυτοί που τον θεωρούν τον καλύτερο εκ των τριών κιθαριστών που είχαν και έχουν οι Iron Maiden σε αμφότερους τους δυο ρόλους. Αυτό που ενδεχομένως να έχει διαφύγει της προσοχής κάποιων είναι τα παράλληλα project στα οποία έχει συμμετάσχει, που μπορεί να μην είναι πολλά ή τόσο εντυπωσιακά, αλλά είναι άξια αναφοράς στην πλειονότητά τους και αποδεικνύουν πως το καλλιτεχνικό του πνεύμα και η δημιουργικότητά του δεν περιορίζονται μόνο στον οργανισμό των Maiden.

Ο δε Richie Kotzen έχει σημαντικά γαλόνια με μπάντες όπως οι Mr. Big ή οι Poison, αλλά πρώτον αμφότερες οι δυο μπάντες δεν συγκίνησαν ποτέ το κοινό της χώρας μας και δεύτερον δεν αποτέλεσε μέλος τους στις καλύτερες στιγμές τους. Χρειάστηκε η συνύπαρξή του με τον Billy Sheehan και τον Mike Potnoy να οδηγήσει στους καταπληκτικούς The Winery Dogs, όπου και ανάγκασε αρκετά περισσότερο κόσμο να ασχοληθεί και να αναγνωρίσει το ταλέντο του, τόσο στην κιθάρα όσο και στα φωνητικά.

Η συνεργασία των δυο παραπάνω μουσικών προέκυψε μέσα από τη φιλία μεταξύ τους που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια, καθότι οι δυο μουσικοί είναι γείτονες σε κάποια περιοχή της Καλιφόρνια και βρέθηκαν να τζαμάρουν σε έναν χώρο που έχει ο Adrian Smith. Μέσα από αυτά τα τζαμαρίσματα ξεκίνησαν χωρίς απολύτως καμία πίεση να γράφουν τραγούδια από κοινού, και χωρίς τυμπανοκρουσίες ή καμπάνιες marketing έγραψαν έναν ολόκληρο δίσκο τον οποίο κυκλοφορούν τώρα.

Λίγο-πολύ οι δυο μουσικοί ανέλαβαν τα πάντα μόνοι τους, επιστρατεύοντας μόνο τον φίλο και συνεργάτη του Kotzen, Tal Bergman (Billy Idol, Rod Stewart), να παίξει μπάσο σε μερικά τραγούδια και τον πολύ Nicko McBrain να αναλαμβάνει τα drums σε ένα τραγούδι. Παράλληλα, πήγαν στις Μπαχάμες (στις νήσους Τουρκ και Κάικος συγκεκριμένα - όπου ο Smith έχει και μια ιστορία με τους Maiden) να ηχογραφήσουν το άλμπουμ και ανέθεσαν τη μίξη στον Kevin Shirley. Παλιοζωή, με λίγα λόγια…

... Μόνο που οι ωραίες ιστορίες και οι ιδεατές συνθήκες δεν συνεπάγονται αναγκαστικά ικανοποιητικό αποτέλεσμα, αντιθέτως συνήθως δημιουργούν προσδοκίες που το επισκιάζουν. Ευτυχώς, η περίπτωση των Smith και Kotzen δεν είναι μια ακόμα ανάλογη προσθήκη στον μακρύ κατάλογο συνεργασιών που έχουν λάμψη αλλά όχι ουσία. Κυρίως, γιατί η συνεργασία τους προέκυψε αβίαστα κι όχι ως προϊόν κάποιας δισκογραφικής εταιρείας ή εξ ανάγκης. Κι αυτό βγαίνει σε coolness στα τραγούδια που συνέθεσαν.

Αν έπρεπε να το περιγράψω με μια λέξη, το hard rock που προκύπτει ως προϊόν της συνεργασίας τους θα το περιέγραφα ως «παλιομοδίτικο» και όλως περιέργως το λέω για καλό. Το "Smith/Kotzen" ηχητικά και συνθετικά θα μπορούσε να είχε βγει στα 90s και να σταθεί όμορφα δίπλα σε άλμπουμ από τους Mr. Big ή τους Extreme, έχοντας ελαφρώς πιο hard και κάπως πιο bluesy χαρακτήρα, καθώς η πεντατονικές κλίμακες έχουν την τιμητική τους. Παράλληλα, υπάρχει μια σταθερά μια έντονη Deep Purple αύρα να αιωρείται στις συνθέσεις, ίσως λόγω της φωνής του Smith αλλά και γιατί αυτή τη φορά ο Kotzen, εκτός από τον Cornell φέρνει συχνά τον Glenn Hughes στο νου με τις ερμηνείες του.

Τραγούδια σαν τα "Taking My Chances" και "Running" που ανοίγουν το δίσκο τα λες μέχρι δυνητικά χιτάκια και μαζί με το υπέροχα μελωδικό "I Wanna Stay" αποτελούν τα highlight ενός πολύ ομοιογενούς - τόσο ηχητικά όσο και συνθετικά - δίσκου. Σε τραγούδια σαν το "Scars" ανεβάζουν λίγο τη συναισθηματική φόρτιση, ενώ σε τραγούδια σαν το "Some People" αφήνουν τον ρυθμό να έχει τον πρωταρχικό ρόλο. Το bluesy "Glory Road" είναι ωραιότατο, ο McBrain προσθέτει δυναμική με το παίξιμό του στο "Solar Fire", ενώ η φωνητική γραμμή του verse του "You Don’t Know Me" έχει κάτι από Dio και συγκεκριμένα από το "Sign Of The Southern Cross". Σε κάθε σύνθεση, πάντως, οι κιθάρες και οι φωνές είναι οι πρωταγωνιστές, με τους Smith και Kotzen να περιπλέκουν υπέροχα τις φωνές και τα κιθαριστικά τους lead, διατηρώντας πάντα στο επίκεντρο τη μελωδικότητα.

Εν κατακλείδι, έχουμε ένα άλμπουμ που χαρακτηρίζεται από συνθετική μεστότητα και το coolness που του προσδίδουν οι καταξιωμένοι δημιουργοί του, με τη χημεία μεταξύ τους να αποδεικνύεται καλύτερη του αναμενομένου. Ο Adrian Smith κι ο Richie Kotzen δεν χρειάστηκε (και δεν επέλεξαν) να επιστρατεύσουν ούτε συνθετικές καινοτομίες, ούτε ιδιαιτερότητες στον ήχο, ούτε μοντέρνες παραγωγές, ούτε marketing tricks. Κι ενδεχομένως αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους το πρώτο τους άλμπουμ ξεχωρίζει και ικανοποιεί και με το παραπάνω.

  • SHARE
  • TWEET