Ben LaMar Gay

Yowzers

International Anthem (2025)
Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 03/12/2025
Χτίζοντας μικρούς παραδείσους από όσα επιβιώνουν
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Αν υπάρχει ακριβής μετάφραση του "yowzers", λέξης που προέρχεται αυτή μάλλον το παρομοιάζει με επιφώνημα ενθουσιασμού ή έκπληξης. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, πρόκειται λοιπόν για μια παράτολμη δήλωση, όταν λειτουρεί ως τίτλος ενός jazz δίσκου. Βέβαια, ευθυγραμμίζεται με μια χιουμοριστική παράδοση που διαρκεί δεκαετίες στο ιδίωμα. Το τρίτο άλμπουμ του Ben LaMar Gay από το Σικάγο όμως, δεν είναι μια έκρηξη εντυπωσιασμού. Αντιθέτως, διακατέχεται από μια πανταχού παρούσα ένταση, η οποία όμως κρύβεται κάτω από την μουντάδα της καθημερινότητας. Κοινώς, το "Yowzers" επιτυγχάνει να διατηρήσει μια εντυπωσιακά πνευματική εσωστρέφεια, ενώ ηχητικά φαντάζει ουσιωδώς επεκτατικό.

Μουσικά, ο Gay, γέννημα - θρέμμα του Σικάγο, είναι ένας υπερ-ταλαντούχος κορνετίστας, εξερευνητής του μουσικού και κοινωνικού φολκόρ, και λάτρης του hip-hop. Η αγάπη του για το τελευταίο, του επιτρέπει, όπως και στον έτερο σπουδαίο του Σικάγο, Damon Locks, που μεγαλούργησε φέτος, να αντιλαμβάνεται πληθώρα ηχητικών αναφορών ως ένα ενιαίο, μελωδικό κολάζ που συνθέτει ένα συνεκτικό ηχοτοπίο. Η χημεία δε, που ανέπτυξε με τους Tomasso Moretti (τύμπανα, κρουστά, φωνητικά), Matthew Davis (τούμπα, πιάνο, καμπάνες, φωνητικά) και Will Faber (κιθάρα, ngoni, καμπάνες, φωνητικά) που συναπαρτίζουν το κουαρτέτο του, σε στούντιο και ζωντανές εμφανίσεις, επιτρέπει σε κάθε ηλεκτροακουστική παρεμβολή και κάθε μουσικό όργανο που εισέρχεται στη μείξη, να μην ηχεί στιγμή παράταιρο. Η ξάστερη αρμονία με την οποία το "Yowzers" ξεδιπλώνει τα πολλαπλά του προσωπεία μέσα από μια μυστικιστική ομίχλη, είναι η κύρια μουσική του αρετή.

Στον πυρήνα του δίσκου, ενυπάρχει το "I Am (Bells)". Από το ελεγειακό, μοναχικό folk κάλεσμα "In the morning, when Im alone/’Round noontime, when Im alone", καθοδηγείται σε ένα σχεδόν σαμανιστικό ξέσπασμα κρουστών, μια κακοφωνία που ηχεί ως ξόρκι διατάραξης που μεταδίδεται μέσα από ένα συνταρακτικό εσωτερικό μονόλογο. Στην εκκίνηση του άλμπουμ, τα χορωδιακά φωνητικά στο ομότιτλο κομμάτι, απηχούν μια blues/gospel ελεγεία: "Ain’t gon snow no more / Rain gon pour and pour / Fire don’t stop no more". Ο οικολογικός χαρακτήρας του κομματιού, είναι μια ακόμη κοινωνική και υπαρξιακή πτυχή του δίσκου. Οι εκλάμψεις πνευματικού σθένους που είναι οι καθημερινές νίκες, όπως αποκαλύπτονται και στο κρίσιμο "The Glorification Of Small Victories", αποτελούν την ραχοκοκκαλιά που συνενώνει τα διάφορα μουσικά είδη που μπλέκει στην τζάζ του το σχήμα.

Η αφηγηματική δεινότητα του Ben LaMar Gay και του σχήματός του, επιτρέπει στο "Yowzers" να ακροβατεί μεταξύ πειραματισμού και παράδοσης. Από την avant-garde jazz του "Comulus", μέχρι τις διάσπαρτες folk/blues/gospel επιρροές, κάθε ένα εκ των δώδεκα κομματιών του άλμπουμ αποτελεί ένα μικρό ταξίδι σε ένα μωσαικό ζωών που εμπλέκονται. Η ισορροπία των προαναφερθέντων στο "John, John Henry", επικαιροποιεί ένα εργατικό ατύχημα σε μηχανοτάξιο, με τρόπο συγκλονιστικό, δίχως να καταφεύγει στην υφολογική αποδόμηση. Ταυτόχρονα, το "Damn You Cute" με τα latin στοιχεία και τις ηλεκτρονικές λούπες του ηχεί ως «διαταραγμένη folk». Ουδεμία στιγμή κατά τα 46 του λεπτά, το "Yowzers", ούτε στα τέσσερα κομμάτια που ηχογραφήθηκαν ζωντανά, μήτε και στις στουντιακές προσθήκες δεν παραδίδεται ολοτελώς στα πολυρυθμικά κρουστά, ή στα πνευστά σόλο.

Έτσι, πίσω από τις φορτισμένες μουσικές κορυφώσεις, τα υπνωτικά σόλο, τα υποβλητικά κτισίματα και τους, πλήρεις περιεχομένου, πειραματισμούς του, το "Yowzers" επικοινωνεί μια ακροαματική εμπειρία που ενώνει το συλλογικό με το ατομικό. Στο φινάλε του άλμπουμ με το "Leave Some For You", μια σχεδόν παρηγορητική φωνητική γραμμή πίσω από ένα αυτοσχεδιαστικό, εξελικτικό θέμα, στρέφει τα φώτα στο υποκείμενο. Όπως έπραξε καθηλωτικά και ο labelmate Alabaster DePlume φέτος, έτσι και ο Ben Lamar Gay συνθέτει μουσική για την ψυχική ανασυγκρότηση και την πάλη ενάντια στον ψυχικό ακροτηριασμό από την ασφυκτική νεοτεριστική πραγματικότητα. Ο σπουδαίος ποιητής Roger Robinson σημείωσε στον «Φορητο Παράδεισο», πως «χτίζουμε φορητούς παραδείσους από όσα επιβιώνουν». Το διερευνητικό ταξίδι του "Yowzers" ενσωματώνει στην πορεία του ανά τα είδη, όσα θεωρεί πως αξίζουν να ειπωθούν, και τα επανανοηματοδοτεί μέσω πολύχρωμων συνθέσεων που τους παρέχουν καταφύγιο.

Το "Yowzers" απαιτεί ενεργητικές ακροάσεις για να συντονίσει το spiritual jazz υπόβαθρό του, ωθόντας το άτομο να καθοδηγηθεί ανάμεσα στις διαφορετικές υφολογικές σκηνές που διαδραματίζονται εντός του. Από τις κιθαριστικές μινιμαλιστικές δυσαρμονίες και τα προσεγμένα σύνθια, μέχρι την ισορροπία του λεπτεπίλεπτου πιάνο και των οργιαστικών χάλκινων, και από τα βάθη της μαύρης μουσικής παράδοσης στον πολυσυλλεκτικό πειραματικό ήχο του σήμερα, το "Yowzers" είναι ένας μικρός θρίαμβος που γεφυρώνει κόσμους υπό μια ενιαία, προοδευτική μα και βαθιά ανθρωπιστική άποψη, και ένας δίσκος που επιτρέπει στα μηνύματά εντός του να ταξιδέψουν με ανανεωμένη ορμή στο παρόν, με βλέμμα προς τον άγνωστο ορίζοντα. Μέχρι την απάντησή τους.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET