Μανιακός ακροατής, με αδυναμίες που ξεκινάνε από το ακραίο metal και καταλήγουν σε ξεδιάντροπα χορευτικά άσματα, αναζητά διαρκώς, σε παρελθόν και παρόν, μουσικά διαμαντάκια ώστε να τα εντάξει σε κάποια...

Shame
Cutthroat
Η στιγμή που οι Βρετανοί τολμούν να είναι εμπορικοί, χωρίς να θυσιάσουν τίποτα από όλα αυτά που τους καθιστούν σπουδαίους και ιδιαίτερους
Όταν κυκλοφόρησε το "Songs Of Praise" το 2018, οι Shame έμοιαζαν μ’ ένα σχήμα έτοιμο να διεκδικήσει τον απαραίτητο χώρο και να εξελιχθεί στους ήρωες της επόμενης ημέρας, όχι μέσα από ηχητικές υπερβολές και υπερβάσεις αλλά μέσα από ένα εκρηκτικό μείγμα που συνδύαζε το post-punk με την κληρονομιά της εναλλακτικής βρετανικής σκηνής. Από τότε πέρασαν δυο δίσκοι και, αν με ρωτάτε, αρκετές στροφές στον ήχο τους που φανέρωναν μια αδυναμία του συγκροτήματος να κατασταλάξει στο τι θέλει να κάνει και που θέλει να πάει.
Όπως εξάλλου σχολιάζαμε στα rocking πηγαδάκια μεταξύ σοβαρού κι αστείου κατά την τελευταία τους (επική) εμφάνιση στην Αθήνα, από το 2019 που μας επισκέφτηκαν για πρώτη φορά μέχρι τότε, ήταν οι μόνοι που κατάφεραν να διατηρήσουν την τρίτη θέση στο bill, σε αντίθεση με άλλα σχήματα όπως π.χ. οι Fontaines DC που, στα 6 αυτά χρόνια, εξελίχθηκαν σε headliner material. Και αν στην παραπάνω διαπίστωση προσθέσουμε το ότι οι Ιρλανδοί έκαναν το πρώτο τους μεγάλο μπαμ ανοίγοντας τις συναυλίες των Shame για να φτάσουν σήμερα να είναι support στην περιοδεία τους, νομίζω γίνεται σαφές ότι μάλλον κάτι δεν πήγε και τόσο σωστά.
Από την άλλη βέβαια, οι Shame το είχαν ξεκαθαρίσει από την αρχή πως δεν έχουν καμία προσδοκία ή όρεξη να γίνουν rock stars. Πιστοί στο όραμα του Mark E. Smith και σαφέστατα επηρεασμένοι από το παλαβό γκρουπ των Fat White Family, που - όπως έχουμε ξαναπεί - σε μεγάλο βαθμό πυροδότησε το post-punk των 20s, αυτό που φαινόταν να τους ενδιέφερε πάντα ήταν να εξερευνήσουν ηχητικά μονοπάτια, να παίξουν με τα όρια της μουσικής τους, και - γιατί όχι; - να περάσουν όσο καλύτερα γίνεται.
Η πραγματικότητα όμως είναι ότι, ειδικά για ένα σχήμα που βασίζει την φήμη του σε τεράστιο βαθμό στις ζωντανές του εμφανίσεις, το υλικό των δύο τελευταίων άλμπουμ, όσο καλό και αν ήταν, δεν τραβούσε. Κι αυτό γιατί το μείγμα πειραματισμών, εσωστρέφειας, θορύβου και μελαγχολίας δεν είναι και το καλύτερο υλικό για να ξεσηκώσεις το κοινό, κάτι που συνειδητοποίησε και το ίδιο το συγκρότημα στην περιοδεία του με τους Viagra Boys, όταν και χρειάστηκε να εστιάσει στο πιο up-tempo υλικό του για να συμβαδίσει με τους Σουηδούς.
Συνεπώς, εδώ και καιρό, το βασικό καταφύγιο των Shame για να συνεπάρουν το κοινό ήταν το υλικό του ντεμπούτου τους, που για μένα συνεχίζει να αποτελεί ένα από τα καλύτερα ντεμπούτα των ‘10s. Συνειδητοποιώντας λοιπόν την ανάγκη να φτιάξουν περισσότερα γρήγορα και ανεβαστικά κομμάτια, οι Λονδρέζοι μπήκαν στο στούντιο και μας παρέδωσαν έναν δίσκο που, χωρίς να μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί συμβατικός, καταφέρνει να συγκεντρώσει τα καλύτερα στοιχεία όλων των πτυχών του ήχου τους και να μας τα σερβίρει σε 12 κομμάτια που, συνολικά, δεν ξεπερνάν τα 40 λεπτά.
Δίσκος σφηνάκι δηλαδή όπως αρμόζει σε ένα σχήμα σαν τους Shame που - πραγματικά όμως! - δεν έχουν κανένα λόγο να γράφουν εξάλεπτα (τραβηγμένα από τα μαλλιά) τραγούδια. Ακόμη περισσότερο όμως δεν έχουν κανένα λόγο να το παίξουν noise rock ή πολύ punk όπως π.χ. οι Idles, αλλά ούτε πειραματικοί, post-rock, ή τέλος πάντων οτιδήποτε άλλο προσπαθεί να το παίξει η σκηνή του Windmill. Και αυτό γιατί, σε αντίθεση με αρκετούς ανυπόφορους φορμαλιστές που προσπαθούν να χωρέσουν τα πάντα σε ένα έργο επειδή δεν μπορούν να αποφασίσουν τι θέλουν όντως να παίξουν ή να πετύχουν, οι Shame ξέρουν καλά να γράφουν τραγούδια με αρχή, μέση, τέλος και, κυρίως, ουσία.
Και αυτό το καταφέρνουν τέλεια στο "Cutthroat", τίτλος που με την αμεσότητα του λειτουργεί ως ηχητική και στιχουργική διακήρυξη κόβοντας τους δεσμούς με το πρόσφατο παρελθόν του "Food For Worms" και ανανεώνοντας τον ήχο τους αλλά και το ενδιαφέρον μας γι’ αυτούς. Από τις πρώτες νότες του ομώνυμου κομματιού γίνεται σαφής ο πιο up-tempo αέρας της νέας τους δουλειάς ενώ, παράλληλα, είναι ξεκάθαρα τα κλεισίματα του ματιού στην χρυσή εποχή του brit pop. Από εκεί και πέρα, εδώ υπάρχει κάτι για όλους. Το "Cowards Around" κάνει summon την πιο επιθετική πλευρά τους και αντικατοπτρίζει τέλεια την αγνή ωμότητα που βγάζουν επί σκηνής, το "Quiet Life" και το "Spartak" φέρνουν στο τραπέζι της επιρροές τους από τους Fontaines D.C., τα "Nothing Better" και "Screwdriver" κουβαλάνε άρωμα Viagra Boys, τα "To And Fro" και "After Party" θυμίζουν τις καλύτερες στιγμές του ντεμπούτου τους αλλά μέσα από το πρίσμα ενός συγκροτήματος που δεν φοβάται να πειραματιστεί, ενώ τα "Lampião" και "Axis Of Evil", με διαφορετικό τρόπο το καθένα, μας παρουσιάζουν μια ολόφρεσκή, αρκετά διαφορετική οπτική τους.
Σε όλα αυτά, τεράστιος είναι ο ρόλος του παραγωγού John Congleton, ο οποίος, έχοντας συνεργαστεί σχεδόν με τους πάντες, φέρνει μια καθαρότητα στον ήχο, χωρίς να τον κάνει κρυστάλλινο αλλά έχοντας διασχίσει, συγχρόνως, χιλιόμετρα σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές τους με αποτέλεσμα τα riffs, το ρυθμικό κομμάτι, και, γενικότερα οι συνθέσεις να έχουν υποστεί μια εξέλιξη που δεν απομακρύνει το σχήμα από τον πυρήνα του, αλλά του προσδίδει πολλά και διαφορετικά επίπεδα.
Φυσικά, δεν είναι όλα τέλεια. Κάποιοι μπορεί να θέλουν περισσότερο συναίσθημα, άλλοι περισσότερους πειραματισμούς, ή, γενικότερα, κάτι πιο ουσιαστικό. Αυτό που ίσως να ξεχνάνε όμως είναι πως οι Shame αποτελούν, αυτή τη στιγμή, μια παρέα (οριακά) τριαντάρηδων που έχει πολύ χρόνο μπροστά της για να ωριμάσει και να μας παραδώσει αριστουργήματα με βάθος. Προς το παρόν όμως, γνώμη μου είναι πως καλύτερα να εστιάσουν στη δημιουργία δίσκων, ικανών να μας συνεπάρουν χάρη στην ορμή τους, αλλά και στην ικανότητα τους να γράφουν τραγούδια που θα τα τραγουδήσουμε δυνατά, κρατώντας ένα ποτό στο χέρι και χορεύοντας κάτω από τον καυτό ήλιο ή το καλοκαιρινό φεγγάρι.
Αυτό λοιπόν κάνουν τέλεια οι Shame στο "Cutthroat" το οποίο έχει τα φόντα να λειτουργήσει ως τo σημείο όπου το γκρουπ κατάφερε να απευθυνθεί, όχι μόνο στα γνωστά indie κυκλώματα αλλά και σε μεγαλύτερα στάδια με περισσότερο κοινό, όπως εξάλλου και τους αξίζει εδώ που τα λέμε.