Floating Points, Pharoah Sanders & London Symphony Orchestra

Promises

Luaka Bop (2021)
Από τον Αντώνη Καλαμούτσο, 19/04/2021
Γεφυρώνοντας τα μουσικά είδη, το χάσμα γενεών, τον χώρο και τον χρόνο
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Κάποιες φορές, εκείνες τις φορές που συνήθως γράφεται κάποιου είδους ιστορία, οι πιο μεγάλες ιδέες φωλιάζουν στην απλότητα. Πίσω στο 2015, ο Sam Shepherd (aka Floating Points) ήταν ένας 35άρης παραγωγός ηλεκτρονικής μουσικής/dj και ο Pharoah Sanders ένας 75άρης σαξοφωνίστας/θρύλος της jazz. Το ότι οι δύο αυτοί δημιουργοί αποφάσισαν να συνεργαστούν είναι από μόνο του αξιοπερίεργο. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε πολλά διαφορετικά σενάρια για το προϊόν μιας τέτοιας συνεργασίας, επικράτησε όμως το πιο μεγαλεπήβολο, το πιο φιλόδοξο και, ταυτόχρονα, το πιο απλό.

Ο πίνακας "Congress" (Σύνοδος) της Julie Mehretu που κοσμεί το εξώφυλλο, δεν είναι φυσικά καθόλου τυχαίος νοηματικά. Πως όμως μπορεί να επέλθει η «σύνοδος» τριών τόσο διαφορετικών μουσικών κόσμων, της σύγχρονης ηλεκτρονικής μουσικής, της jazz και της κλασικής μουσικής - που εκπροσωπείται εδώ από τη σπουδαία London Symphony Orchestra; Κι επιπροσθέτως, πως μπορεί μια τέτοια σύνοδος να επιτευχθεί από δημιουργούς που ανήκουν σε τόσο διαφορετικές γενιές; Πρέπει λοιπόν καταρχάς να χαρίσουμε τον θαυμασμό μας στο όραμα του Shepherd. Όχι μόνο για την τόλμη και τη συνθετική ποιότητα του "Promises" αλλά και για την υπομονή που χρειάστηκε να επιδείξει. Ακούγοντας το άλμπουμ, αισθάνεσαι ότι κάθε λεπτό από τα έξι χρόνια της προετοιμασίας του έπιασε τόπο.

Αντί λοιπόν για οτιδήποτε άλλο υπέρ-φιλόδοξο, ο Shepherd έγραψε δύο ακόρντα και σχημάτισε ένα απλό μοτίβο. Έγραψε μια ενιαία σύνθεση 46 λεπτών, χωρισμένη σε εννιά μέρη ("Movements"), μέσα στην οποία το μοτίβο ταξιδεύει και μετασχηματίζεται, συνήθως παιγμένο από harpsichord ή πιάνο. Και μέσα σε αυτές τις εννιά κινήσεις, τις εννιά μεγάλες εισπνοές κι εκπνοές της μουσικής, οι τρεις συντελεστές εμφανίζονται από το πουθενά, προσθέτουν πράγματα, χρώματα και διαθέσεις, πριν χαθούν πάλι στο παρασκήνιο.

Η ερμηνεία του Sanders είναι απολύτως συγκλονιστική, όπως συγκλονιστικό είναι και για τον δέκτη να ακούει έναν τεράστιο μουσικό που έχει ήδη συμπληρώσει τα 80 του χρόνια, να παραδίδει με το τενόρο σαξόφωνο του ένα performance ζωής. Το παίξιμο και η έκφραση του είναι υπερβατικά και ονειρικά. Είτε με μικρές φράσεις, είτε με ξεσπάσματα, ο Sanders οικοδομεί ένα μνημείο spiritual jazz αρχιτεκτονικής κι αποδεικνύει ότι η τεχνική ακολουθεί πάντα την καρδιά - κι από την καρδιά μόνο κρίνεσαι.

Ο Shepherd χρησιμοποιεί μια πληθώρα κλασικών αναλογικών synths που παρεμβάλλονται σταδιακά στην αφήγηση, περισσότερο χρωματίζοντας παρά καθορίζοντας τις κινήσεις. Πριν έρθει το jazzy solo με το Rhodes προς το τέλος, έχει προσθέσει διακριτικά πολλές ηλεκτρονικές πινελιές που, σε αρκετές φάσεις, μου θύμισαν την αισθητική του Παπαθανασίου και, ειδικότερα, εκείνα τα αξεπέραστα φουτουριστικά noir ηχοτοπία του Blade Runner.

Το τμήμα εγχόρδων της London Symphony Orchestra - περίπου σαράντα βιολιά, τσέλο και κοντραμπάσα - μοιάζει αρχικά να εξυπηρετεί έναν δευτερεύοντα ρόλο. Είναι γεγονός ότι η είσοδος της στη σύνθεση καθυστερεί, σχεδόν δεν της δίνεις σημασία. Μέχρι να έρθει το εκπληκτικό "Movement 6" και η ορχήστρα να χτίσει, όχι μόνο το δικό της κρεσέντο, αλλά κι ένα πανέμορφο δείγμα contemporary μουσικής, με τέτοια δύναμη και ομορφιά που δύναται να συγκινήσει και την πιο πέτρινη ψυχή.

Για να τα απολαύσεις όλα αυτά, πρέπει καταρχήν να παραδοθείς. Να βιώσεις το "Promises" ως αυτό που είναι, ένα μεγάλο δηλαδή ambient κομμάτι που - εκ πρώτης όψεως - κινείται αργά. Να αντιληφθείς ότι κάθε ήχος που έρχεται και φεύγει έχει τη σημασία του, να εκτιμήσεις την ομορφιά, όχι μόνο μέσα από την πλοκή, αλλά κι από τις σιωπές και τις παύσεις που την οικοδομούν. Τότε ίσως αισθανθείς ότι το "Promises" δεν είναι η ένωση τριών μουσικών κόσμων αλλά ένας νέος, αυτόνομος, ονειρικός κόσμος στον οποίο καμία ανάταση ή μελαγχολία δεν περισσεύει. Η φύση του έργου είναι τέτοια που επίτηδες αφήνω πολλές λεπτομέρειες του τί γίνεται και πότε. Είναι καλύτερα να το βιώσεις χωρίς προκατάληψη και πρότερη γνώση.

Πολλοί άνθρωποι που αποθεώνουν ήδη το "Promises", απαιτούν να θεωρηθεί ως ένα modern classic, ως ένα "A Kind Of Blue" ή "Love Supreme" της εποχής μας. Πέραν της όποιας μελλοντικής αποτίμησης και πίσω από το ακραίο (;) μιας τέτοιας απαίτησης, κρύβεται μια μεγάλη αλήθεια: ότι οι Shepherd και Sanders δημιούργησαν έναν πανέμορφο δίσκο και μια δουλειά που υπερβαίνει τους χωροχρόνους και τους όποιους αισθητικούς περιορισμούς, με στόχο μόνο τον ουρανό και τ' άστρα της μουσικής. Στο δικό μου μυαλό, αυτή ήταν μια υπόσχεση που τηρήθηκε στο ακέραιο.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET