Pistol: Και όμως, ο Rotten είχε δίκιο
Το πολυαναμενόμενο biopic του Danny Boyle για το θρυλικό σχήμα δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες που έθεσε
Το παρακάτω άρθρο περιέχει πιθανά spoilers.
Ελάχιστα συγκροτήματα στην ιστορία της μουσικής άφησαν στίγμα παρόμοιο των Sex Pistols. Η, σκάρτη, τριετία κατά την οποία οι Βρετανοί δραστηριοποιήθηκαν, δημιούργησε μια πανέμορφη ουλή στον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, δίχως ίχνος υπερβολής. Η επίδραση που είχε το συγκρότημα, με αφετηρία τη μουσική, στην μαζική κουλτούρα έσπασε όρια, θέτοντας στην πορεία νέα, με αποτέλεσμα σήμερα ελάχιστα άτομα να μην έχουν άποψη για τον «μύθο» γύρω από αυτό.
Κακά τα ψέματα, η αύρα γύρω από τους Sex Pistols, καθώς και η πλειοψηφία των αναφορών σε αυτούς, σπανίως μένει στη μουσική τους. Από το "God Save The Queen" και το "Anarchy In The U.K." έως τον Malcolm McLaren, τον Sid Vicious, την EMI, το χάος στις συναυλίες και τις στυλιστικές τους επιλογές, οι Sex Pistols παραμένουν έως και σήμερα, 45 χρόνια μετά, ένα πολιτισμικό γεγονός περισσότερο από ότι ένα ακόμη ιστορικό και γενικότερα μνημειώδες συγκρότημα, όπως ελάχιστα άλλα.
Η πολυαναμενόμενη σειρά του Danny Boyle, βασισμένη στη βιογραφία του κιθαρίστα και συνιδρυτή Steve Jones, επιχείρησε να εξιστορήσει τα χρονικά του συγκροτήματος. Έχοντας εξαρχής επιλέξει να ρίξει το βάρος σε μια ιστορικά ακριβή καταγραφή γεγονότων, το "Pistol", μέσω της συνειρμικής εξιστόρησης του Jones, που βρίσκεται στο επίκεντρο της σειράς ως ο άτυπος πρωταγωνιστής, συμπύκνωσε την «ιδέα» της μπάντας γύρω από συγκεκριμένους άξονες, αντί να την καθαρογράψει.
Ο Boyle, όντας έμπειρος παρατηρητής της αντί-κουλτούρας, θέλησε να βάλει στο κάδρο τον πολιτισμικό χαρακτήρα της οντότητας των Sex Pistols. Επιλέγοντας να μην μείνει απλά στον manager μπάντας McLaren αλλά να εμφανίσει ένα, ενδιαφέρον, δίπολο μεταξύ αυτού και της Vivienne Westwood, να παρουσιάσει τη σημασία της μπουτίκ SEX και των προσωπικοτήτων γύρω από αυτή, και να βάλει σε παράλληλη τροχιά την κάλυψη από τον τύπο της εποχής, ο σκηνοθέτης τοποθέτησε την αισθητική ως προτεύοντα παράγοντα της «έκρηξης» που προκάλεσε το σχήμα. Μέσα από τις αναφορές σε καταστασιακούς, Wilhelm Reich, Walter Benjamin και πολιτισμικές επαναστάσεις, το "Pistol" έκλεισε το μάτι σε ένα σχήμα - τέρας του Φρανκενστάιν, γεγονός που ίσως δεν απείχε ιδιαίτερα από την πραγματικότητα.
Βέβαια, τον ελάχιστο τηλεοπτικό χρόνο που είχαν τέτοιες λεπτομέρειες, τον παρέσυραν στο διάβα τους οι απλουστευμένοι διάλογοι. Οι ηθοποιοί της σειράς παρέδωσαν ερμηνείες που φανερώνουν μεν προσήλωση (ειδικά στις μουσικές τους ερμηνείες), αλλά δεν κατάφεραν, πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων όπως αυτή του Johnny Rotten (Anson Boon) αλλά και της Chrissie Hynde (Sydney Chandler, με διευρυμένο – αλλά και ιστορικά ανακριβή - ρόλο), να ξεφύγουν από μια διαρκή ρομαντικοποίηση. Από την πρώτη σκηνή με τη κλοπή εξοπλισμού του Bowie από τον Jones μέχρι τον «κύκλο» που σχημάτισαν οι δύο φορές που οι Pistols διασκεύασαν το "No Fun" των Stooges (στην πρώτη πρόβα της πλήρους σύνθεσης και στην τελευταία, επεισοδιακή μα και πολυπληθέστερη, συναυλία της μπάντας), όλα φαντάζουν σαν σεκάνς μιας θολής ανάμνησης.
Η νιότη, η αντίδραση, το ανατριχιαστικό "No Future", η ταύτιση με κοινές καταστάσεις, η περιθωριοποίηση, καθώς και ένας, συχνά χονδροκομμένος, ψυχαναγκαστικά παρών, πολιτικός σχολιασμός, αποτυπώνονται άθελά τους ως στοιχεία καρικατούρας. Η πλαισίωση της εξέλιξης του σχήματος από αυτά, χάρη και στο αγχωτικό μοντάζ, περισσότερο αποπροσανατολίζει παρά δίνει βάθος. Έτσι, στον πυρήνα του, το "Pistol", αντηχεί την προσέγγιση πρόσφατων biopics σχημάτων όπως οι Queen, Motley Crue, ακόμη και οι Wu-Tang Clan ή οι Mayhem (με το οποίο "Lords Of Chaos" μάλλον μοιράζεται περισσότερα κοινά από ότι με τα υπόλοιπα).
Κοινώς, με τη συγκατάθεση όλων πλην του Rotten, ο Boyle έστησε μια συμβατική αφήγηση της ανόδου και της πτώσης (;) ενός συγκροτήματος – πρόκλησης. Στοχεύοντας στην οικοδόμηση βασικών κανόνων, το Pistol αποδομήθηκε σε μονόπλευρες φιγούρες. Ο McLaren παρουσιάζεται ως ο αρχετυπικός «κακός», ο Rotten ως ο αντι-ήρωας, ο Jones ως ο αφελής νέος πρωταγωνιστής μιας περιπέτειας αναζήτησης και ωρίμανσης, ο Mattlock ως ο νέρντουλας οπαδός των Beatles, ο Paul Cook ως η στωική κόλλα μεταξύ των άλλων, ο Vicious ως ένας «προβληματικός» ναρκωμανής, η Nancy Spungen ως η ενοχλητική «Yoko Ono» της μπάντας, με το "Nancy & Sid" επεισόδιο να μην συγκινεί ιδιαίτερα. Κατά αυτό τον τρόπο, η απεικόνιση από πλευράς της σειράς, των γυναικείων παρουσιών στην ευρύτερη παρέα, των ναρκωτικών, της επιτυχίας και της βίας, γίνεται με τρόπο που υποθάλπτει συντηρητισμό, ενώ οι διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των μουσικών είναι άκρως ρηχές και προβλέψιμες.
Εκεί που το "Pistol" ξεδιπλώνει την όποια δυναμική του, είναι στην απόδοση της ζωντανής μουσικής. Όσο ενδιαφέρουσα και αν είναι η ενδυμασία των μελών, τα μουσικά τους όργανα και η λεπτομερής απεικόνιση μαγαζιών και venues, είναι οι πρόβες, οι ηχογραφήσεις και οι συναυλίες που μαγνητίζουν. Κάθε φορά που η σειρά επέλεξε να δείξει πως προέκυψε το ψηφιδωτό του ανεπανάληπτου "Never Mind The Bollocks, Here’s The Sex Pistols", ή πως η μπάντα καθήλωνε με τις ζωντανές της εμφανίσεις, η προαναφερθείσα αύρα του σχήματος περνάει μέσα από τις οθόνες. Οι Sex Pistols δεν ήταν ποτέ μόνο η μουσική τους, αλλά αυτή αποτέλεσε το μέσο ώστε να ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως το μήνυμά της.
Το "Pistol" συνεπώς, δεν πραγματοποιεί μια ολική καθίζηση. Τo επεισόδιο όπου ξετυλίγεται η ιστορία πίσω από το αμφιλεγόμενο "Bodies", αν και διαταράσσει τη ροή, αποτελεί μια παράτολμη προσθήκη. Η ανάδειξη των αντιφάσεων και προβληματικών, όπως του πατριαρχικού χαρακτήρα και της συχνά μη πολιτικοποιημένης στάσης της punk σκηνής της εποχής, τοξικές και τραυματικές οικογενειακές σχέσεις, ή και οι φορτισμένοι διαπληκτισμοί των Rotten και Jones πριν το διαφαινόμενο τέλος της μπάντας, παρόλο που δεν αποτελούν λεπτομέρειες ευρείας κατανάλωσης, είναι και αυτές που δίνουν την ανθρώπινη, άρα και υπερβατική, διάσταση στο μύθο τους.
Κάποια στιγμή, μια νεαρή οπαδός αναφωνεί για μια συμπεριφορά πως "this is not punk". Ο μονίμως εκκεντρικός Rotten, ανάμεσα σε ατυχείς τοποθετήσεις περί αναρχίας και μοναρχίας, κατηγόρησε την παραγωγή ως μια «φαντασίωση της αστικής τάξης», που μετέτρεψε μια ιστορία σε παραμύθι, στάζοντας δηλητήριο για την ακύρωση του αντισυστημικού (;) χαρακτήρα της μπάντας εξαιτίας της συνεργασίας με το Disney+. Αντιθέτως, ο Jones, έχοντας παραδεχθεί αλλοίωση γεγονότων προς όφελος τηλεοπτικού ενδιαφέροντος, ασπάστηκε το ενδεχόμενο μιας επανένωσης της μπάντας μέσω ολογραμμάτων, αλά Abba. Το "Pistol", πίσω από την επιτηδευμένα άναρχη δόμησή του, κρύβει μια προσκόλληση στην εικόνα παρά στις εσωτερικές σχέσεις και καταστάσεις που διαμόρφωσαν τους Pistols, όντας μια αναχρονιστική σύνθεση ωραιοποιημένης ανάμνησης υπό τη μορφή απολογίας.
Το τελευταίο, αποτελεί και μια, σχεδόν φετιχιστική, προσκόλληση της πολιτιστικής βιομηχανίας σε μια προσπάθεια εκμετάλλευσης της εικόνας της μουσικής. Οι προσαρμοσμένες απαιτήσεις του κοινού καθορίζουν ως ένα βαθμό την έκβαση τέτοιων εγχειρημάτων, αλλά, η εναντίωση στην εξομάλυνση και ομογενοποίηση μουσικών και στοιχείων αντικουλτούρας, με απώτερο στόχο την ανάδειξη του εμπορευματικού τους χαρακτήρα, δεν αποτελεί σύμπτωμα δονκιχωτισμού, μα διεκδίκηση ταγμένη στα ιδανικά της πηγαίας τέχνης.
Η αντικειμενικότητα είναι μια ψευδαίσθηση, αλλά το συναίσθημα όχι. Το "Pistol" δεν χρειαζόταν να είναι ούτε το "The Filth And The Fury" του Julien Temple, ούτε όμως αιχμαλώτησε την αντίδραση του Henry Rollins στο "Punk" όταν έπεφτε η βελόνα πάνω στο "Anarchy In The U.K.". Δες το απόσπασμα εδώ. Νομίζω τώρα καταλαβαίνεις για τι μιλάω.