Anthrax - State Of Euphoria Among The Living Metalheads
Από τον Θοδωρή Μηνιάτη, 28/05/2010 @ 19:17
Οι Πυξ Λαξ τραγουδούσαν κάποτε να μη μιλάμε για τις παλιές αγάπες. Υπάρχουν όμως κάποιες από αυτές, που δεν μπορείς να μην τις μνημονεύσεις, ειδικά στη μουσική. Οι Anthrax σίγουρα είναι από τις περιπτώσεις που η μετάφραση του ονόματος τους, κάθε άλλο παρά συνάδει με το γνωστό ρητό περί θησαυρού και άνθρακα. Από την πρώτη στιγμή της «στουντιακής» τους καριέρας, υπήρξαν παράδειγμα προς μίμηση. Τι θέλετε; Attitude; Το είχαν! Τραγούδια; Εκεί και αν «το είχαν»! Άλλωστε, το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα βρίσκονται στο προσκήνιο, έστω και χωρίς την αίγλη του παρελθόντος, αποδεικνύει τη διαχρονικότητα της ύπαρξής τους.
Δημιουργήθηκαν το 1981, από τους δύο κιθαρίστες, Scott Ian και Dan Lilker, οι οποίοι ήταν συμμαθητές στο σχολείο του Bayside, στο Queens της Νέας Υόρκης. Είχαν ήδη παίξει και οι δύο σε μπάντες, τους Four X και τους White Heat αντίστοιχα, αποκτώντας μία πρώτη εμπειρία επί σκηνής. Τα άλλα μέλη που ολοκλήρωναν το τότε σχήμα, ήταν οι Dave Weiss, Paul Kahn και John Connelly. Οι πρώτοι τριγμοί ξεκίνησαν στην μπάντα, όταν κανένα από τα υπόλοιπα μέλη δεν μπορούσε να ακολουθήσει τους ρυθμούς των Scott Ian και Dan Lilker.
Τα πρώτα 3 τραγούδια που ηχογράφησαν ήταν τα “Sin”, “Antichrist” και “Haunting Dog”, με τον Neil Turbin στα φωνητικά. Η πρώτη ζωντανή εμφάνιση των Anthrax έλαβε χώρα στην τότε “Battle Of The Bands”, όπου φυσικά και κατέκτησαν την πρώτη θέση, κερδίζοντας παράλληλα οπαδούς, αλλά όχι κάποιο συμβόλαιο με δισκογραφική εταιρία.
Μετά από μερικές ακόμα αλλαγές στο line up, ο Charlie Benante πήρε τη θέση του drummer, ενώ ο Danny Spitz τη θέση του ρυθμικού κιθαρίστα. Λίγες μόλις μέρες αργότερα, ένας τοπικός manager τηλεφώνησε στον John Zazula, ιδρυτή της Megaforce Records, αναφέροντάς του πως ίσως οι Anthrax να αποτελούσαν μια καλή επιλογή για την εταιρία του. Κάπως έτσι ξεκινάει σιγά σιγά η δισκογραφική κίνηση του «Άνθρακα».
Το πρώτο single που κυκλοφορήσαν ήταν το “Soldiers Of Metal”, ακολουθούμενο από το “Howling Furies”. Ο παραγωγός και των δύο singles ήταν ο Ross The Boss, των Manowar. Το γεγονός ότι το “Soldiers Of Metal” πούλησε 3.000 κόπιες σε δυο εβδομάδες, ώθησε τον John Zazula να τους υπογράψει άμεσα το συμβόλαιο που επιθυμούσαν. Εκτός αυτού, την ίδια χρονιά, περιόδευσαν με τους Metallica και τους Raven.
Το 1984 κυκλοφορεί η πρώτη δουλειά της μπάντας, με τίτλο “Fistful Of Metal”. Ακούγοντάς την, καταλαβαίνεις από το πρώτο δευτερόλεπτο το ταλέντο του group, αφού έφτιαξαν τραγούδια με πολύ δυνατά και γρήγορα riffs, που ακροβατούν μουσικά ανάμεσα στο thrash και το speed metal. Ιδιαίτερη βαρύτητα αξίζει να δοθεί στους στίχους, οι οποίοι δεν ακολούθησαν τη μόδα της εποχής, με θέματα περί σατανισμού, κάψιμο μαγισσών κλπ, αλλά καταπιάστηκαν με καθημερινά προβλήματα της κοινωνίας, όπως τα ναρκωτικά ή η κοινωνική βία. Κομμάτια όπως τα “Deathrider”, “Metal Thrashing Mad” και “Soldiers Of Metal”, παραμένουν μέχρι και σήμερα all time classics του group.
Μετά την ηχογράφηση, ο Dan Lilker αποφασίζει να αποχωρήσει. Τη θέση του παίρνει ο Frank Bello, ανιψιός του Charlie Benante, που μέχρι τότε ήταν roadie του συγκροτήματος. Από την άλλη, ο τραγουδιστής τους Neil Turbin είχε αρχίσει να δείχνει παράξενη συμπεριφορά, κυρίως μετά από τις συναυλίες τους, κάτι που οδήγησε τα υπόλοιπα μέλη στο να τον διώξουν. Η μπάντα παρέμεινε χωρίς τραγουδιστή για περίπου δύο μήνες. Έκαναν κάποια «πειράματα» με τον Matt Fallon, δίχως όμως αποτέλεσμα.
Συμπτωματικά -αν και τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο- βρέθηκε «στο δρόμο τους» ο Joe Belladonna, ο οποίος τραγουδούσε σε group που λεγόταν… Megaforce! Η πρώτη ηχογράφηση μαζί του ήταν το EP “Armed And Dangerous”, που κυκλοφόρησε το Φεβρουάριο του 1985. Το ομώνυμο τραγούδι, που βρέθηκε και στην επερχόμενη κανονική δουλειά τους, έδειχνε ξεκάθαρα το πως θα ηχούσε το group μετέπειτα. Το EP ολοκλήρωναν τα τραγούδια “Raise Hell”, “God Save The Queen”, “Metal Thrashing Mad” (live) και “Panic” (live). Στη μετά από χρόνια επανέκδοση του, σαν bonus υπήρχαν τα “Soldiers Of Metal” και “Howling Furies”.
Τον Οκτώβριο του 1985 βλέπει το φως της δημοσιότητας το album “Spreading The Disease”, τίτλος προφητικός, αφού από το εν λόγω album και μετά, η «αρρώστια» που λεγόταν Anthrax μεταδιδόταν παντού με πολύ γρήγορο ρυθμό. Τα τραγούδια του δίσκου είναι ένα κι ένα. Τα “A.I.R”, “Madhouse”, “Medusa” και “Gung-Ho” κατακτούν άμεσα τις καρδιές των οπαδών, αλλά και θέσεις σε κάθε best of. Την παραγωγή του δίσκου επιμελήθηκε ο Carl Canedy, μαζί με τον Jon Zazula. Το “Madhouse” αποτέλεσε το πρώτο video clip του συγκροτήματος, το οποίο όμως δεν παίχτηκε πολύ, αφού οι σκηνές που περιέχονται με τους αρρώστους, κρίθηκαν «δύσπεπτες» για το κοινό. Το album είναι το τελευταίο που περιέχει τη στιχουργική δημιουργία και βοήθεια του απολυμένου τραγουδιστή Neil Turbin, ο οποίος είχε συγγράψει τα “Armed And Dangerous” και “Gung-Ho”. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Jon Zazula είχε συνεισφέρει και εκείνος στιχουργικά, στο “Medusa”.
Στις 22 Μαρτίου του 1987 κυκλοφορεί το “Among the Living”, album σταθμός στην ιστορία της μπάντας. Εισήγαγαν σε αυτό νέα στοιχεία στη μουσική τους και ασχολήθηκαν από επιστημονικής φαντασίας θέματα, μέχρι και comic. Χαρακτηριστικά, το "Among the Living" είναι εμπνευσμένο από το βιβλίο «Το Οχυρό», του Stephen King, ενώ το "I Am The Law", είναι εμπνευσμένο από το «Δικαστή Dread», της διάσημης σειράς κόμικς. Η βασική ιδέα για τη δημιουργία του "Efilnikufesin N.F.L." (“Nice Fuckin’ Life” ανάποδα) ήρθε στο Scott Ian όταν διάβασε το βιβλίο που αναφερόταν στο θάνατο από υπερβολική δόση του John Bellucci, μέλους των Blues Brothers. Το "Caught In A Mosh" αναφέρεται στις συνθήκες που υπάρχουν μέσα στο mosh, οι οποίες ορισμένες φορές σε οδηγούν σε άσχημα αποτελέσματα, παρά τη θέλησή σου. Το κομμάτι το εμπνεύστηκαν οι Anthrax μετά από ένα ατύχημα που είχε ένας roadie τους, όταν προσπαθώντας να κάνει stage diving, χτύπησε σοβαρά την πλάτη του.
Τέλος, δύο ακόμα τραγούδια έχουν ιδιαίτερη σημασία, τα "Indians" και "One World". Το μεν πρώτο μιλάει για τη φυλετική διάκριση που υπήρχε στους γηγενής Αμερικανούς (ο Joey Belladonna είναι ένας από αυτούς), ενώ το δεύτερο αναφέρεται στα καταστροφικά αποτελέσματα που προκύπτουν όταν τα έθνη ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Η μπάντα στον εν λόγω δίσκο υιοθέτησε ένα "surfer" στυλ, με καπελάκια και κοντά παντελόνια, που ίσως ξένισαν κάποιους, κυρίως σε συνδυασμό με το τραγούδι "I'm The Man", που συνδυάζει τη rap με τη metal μουσική. Το συγκεκριμένο κομμάτι μπορεί να έφερε και μη metal οπαδούς κοντά στην μπάντα, έδιωξε όμως και μερικούς από τους παλιότερους.
Να σημειωθεί ότι το album είναι αφιερωμένο στον Cliff Burton, τον τότε πρόσφατα εκλιπόντα μπασίστα των Metallica. Το album είναι το τελευταίο που περιέχει στίχους του πρώην μπασίστα Danny Lilker, ο οποίος παρόλο που είχε φύγει από το group, συνέχιζε να τους βοηθάει. Έχει γράψει μαζί τους τα “I Am The Law” και “Imitation Of Life”.
“State Of Euphoria” ονόμασαν την τέταρτη προσπάθειά τους, που κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 1988, και η οποία ήρθε και έδεσε με την προηγούμενη. Οι Anthrax είχαν πια αποκτήσει μεγάλη εμπειρία, κάτι που φαινόταν στην ποιότητα των συνθέσεών τους. Τα “Be All, End All”, “Make Me Laugh”, “Who Cares Win”, “Now It’s Dark”, “Misery Loves Company”, “Finale” και φυσικά το “Antisocial” (διασκευή στους Γάλλους Trust, που πραγματικά έσπασε ταμεία) ήταν, είναι και θα είναι αθάνατα στη thrash ιστορία. Το κομμάτι “Misery Loves Company” ήταν βασισμένο στη νουβέλα του Stephen King, “Misery”. Το “Now It’s Dark” ακουγόταν στο PC Game “The Sims” και το εμπνεύστηκαν από την ταινία του David Lynch “Blue Velvet”, η οποία εξιστορούσε τη συμπεριφορά του σεξουαλικά διαταραγμένου και ψυχοπαθή Frank Booth, ρόλο που ενσάρκωσε ο Dennis Hopper.
Το “State Of Euphoria” ομολογουμένως άφησε αδιάφορους κάποιους από τους οπαδούς. Αυτό συνέβη γιατί με την προηγούμενη κυκλοφορία τους, είχαν βάλει τον πήχη πολύ ψηλά. Παρόλα αυτά, η δουλειά αυτή τους άνοιξε την πόρτα για περιοδείες με τους Motley Crue, Whitesnake, Iron Maiden, Metallica, Halloween και King’s X.
Το 1989, το MTV διοργάνωσε ένα διαγωνισμό στον οποίο αυτός που θα κέρδιζε, θα έβλεπε στο σπίτι του τους Anthrax! Κάτι που έγινε, και όπως καταλαβαίνετε το σπίτι του νικητή… «κατεδαφίστηκε». Το εν λόγω σκηνικό έδωσε την αφορμή να εμφανιστεί το συγκρότημα το 1992 στην πασίγνωστη τηλεοπτική σειρά «Παντρεμένοι με Παιδιά (“Married With Children”), όπου οι κυρίως πρωταγωνιστές είχαν κερδίσει αντίστοιχο διαγωνισμό.
Επόμενο βήμα στην καριέρα τους αποτέλεσε η πέμπτη δουλειά τους, “Persistence Of Time”. Το album επρόκειτο να κυκλοφορήσει τον Ιανουάριο του 1990, αλλά μια τρομερή φωτιά κατέστρεψε ό,τι υλικό είχαν μέχρι εκείνη την στιγμή, και έτσι αναγκάσθηκαν να μετακομίσουν σε άλλο studio για την ηχογράφηση. Τελικά, το album κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου. Οι Anthrax είχαν πια ωριμάσει, κάτι που φάνηκε από το τελικό αποτέλεσμα, το οποίο για άλλη μια φορά κατέτασσε την μπάντα στις κορυφαίες του πλανήτη.
Ο δίσκος, όπως και όλοι οι υπόλοιποι μέχρι τότε, περιείχαν τραγούδια που θα έμεναν αναλλοίωτα στο χρόνο: “Time”, “Keep It In The Family”, “In My World”, “Intro To Reality”, “Belly Of The Beast”, “Discharge” αλλά και το “Got The Time”, διασκευή στο κομμάτι του Joe Jackson. Ο δίσκος χαρακτηρίστηκε από κοινό και κριτικούς πιο dark και progressive από ό,τι είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε. Το “Persistence Of Time” στέκει υπερήφανα δίπλα σε ό,τι άλλο έχουν κυκλοφορήσει, και κατέχει και αυτό εξέχουσα θέση στην καρδιά των οπαδών.
Στις προηγούμενες δουλειές, ο «χαβαλές» είχε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του δίσκου. Η εν λόγω κυκλοφορία ήταν πιο «σκεπτόμενη», αφού αναφέρεται στιχουργικά στην ανάγκη για ανεκτικότητα και ειρήνη. Η εισαγωγή του “Intro To Reality” περιέχει ένα διάλογο από την σειρά Twilight Zone, και συγκεκριμένα το επεισόδιο “Deaths-Head Revisited”. Τα “Keep It In The Family”, “In My World” και “Belly Of The Beast”, θα επαναηχογραφόντουσταν αργότερα με το νέο line up που θα ακολουθούσε. Την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε και το EP “Attack Of The Killer B’s”, όπου το τραγούδι “Bring The Noize”, σε συνεργασία με τους Public Enemy, θα γινόταν μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους.
Το 1992 ήταν μια πολύ σημαντική χρονιά για το group. Ο επί σειρά ετών guru του μικροφώνου Joey Belladonna θα απολυόταν. Κάπου εκεί γράφτηκε το ουσιαστικό τέλος των Anthrax. Μπορεί μέχρι και τις μέρες μας να ηχογραφούν albums, όμως ό,τι και αν κυκλοφορήσαν μετά την αποχώρηση του Belladonna, δε συγκρινόταν με το ένδοξο παρελθόν. Κανένα album μετά το 1992 δεν είχε την αίγλη και την πώρωση που απέπνεαν οι πρώτες 5 δουλειές της πεντάδας των Belladonnna / Spitz / Ian / Bello / Benante, που μεγαλούργησε για 7 χρόνια. 7 χρόνια ανεκτίμητων τραγουδιών και όχι φαγούρας.
Χάρη στην προσφορά τους, το thrash metal οικοδόμημα στέκεται ακόμα όρθιο. Αυτό αρκεί. Για πολλούς...
Θοδωρής Μηνιάτης
Δημιουργήθηκαν το 1981, από τους δύο κιθαρίστες, Scott Ian και Dan Lilker, οι οποίοι ήταν συμμαθητές στο σχολείο του Bayside, στο Queens της Νέας Υόρκης. Είχαν ήδη παίξει και οι δύο σε μπάντες, τους Four X και τους White Heat αντίστοιχα, αποκτώντας μία πρώτη εμπειρία επί σκηνής. Τα άλλα μέλη που ολοκλήρωναν το τότε σχήμα, ήταν οι Dave Weiss, Paul Kahn και John Connelly. Οι πρώτοι τριγμοί ξεκίνησαν στην μπάντα, όταν κανένα από τα υπόλοιπα μέλη δεν μπορούσε να ακολουθήσει τους ρυθμούς των Scott Ian και Dan Lilker.
Τα πρώτα 3 τραγούδια που ηχογράφησαν ήταν τα “Sin”, “Antichrist” και “Haunting Dog”, με τον Neil Turbin στα φωνητικά. Η πρώτη ζωντανή εμφάνιση των Anthrax έλαβε χώρα στην τότε “Battle Of The Bands”, όπου φυσικά και κατέκτησαν την πρώτη θέση, κερδίζοντας παράλληλα οπαδούς, αλλά όχι κάποιο συμβόλαιο με δισκογραφική εταιρία.
Μετά από μερικές ακόμα αλλαγές στο line up, ο Charlie Benante πήρε τη θέση του drummer, ενώ ο Danny Spitz τη θέση του ρυθμικού κιθαρίστα. Λίγες μόλις μέρες αργότερα, ένας τοπικός manager τηλεφώνησε στον John Zazula, ιδρυτή της Megaforce Records, αναφέροντάς του πως ίσως οι Anthrax να αποτελούσαν μια καλή επιλογή για την εταιρία του. Κάπως έτσι ξεκινάει σιγά σιγά η δισκογραφική κίνηση του «Άνθρακα».
Το πρώτο single που κυκλοφορήσαν ήταν το “Soldiers Of Metal”, ακολουθούμενο από το “Howling Furies”. Ο παραγωγός και των δύο singles ήταν ο Ross The Boss, των Manowar. Το γεγονός ότι το “Soldiers Of Metal” πούλησε 3.000 κόπιες σε δυο εβδομάδες, ώθησε τον John Zazula να τους υπογράψει άμεσα το συμβόλαιο που επιθυμούσαν. Εκτός αυτού, την ίδια χρονιά, περιόδευσαν με τους Metallica και τους Raven.
Το 1984 κυκλοφορεί η πρώτη δουλειά της μπάντας, με τίτλο “Fistful Of Metal”. Ακούγοντάς την, καταλαβαίνεις από το πρώτο δευτερόλεπτο το ταλέντο του group, αφού έφτιαξαν τραγούδια με πολύ δυνατά και γρήγορα riffs, που ακροβατούν μουσικά ανάμεσα στο thrash και το speed metal. Ιδιαίτερη βαρύτητα αξίζει να δοθεί στους στίχους, οι οποίοι δεν ακολούθησαν τη μόδα της εποχής, με θέματα περί σατανισμού, κάψιμο μαγισσών κλπ, αλλά καταπιάστηκαν με καθημερινά προβλήματα της κοινωνίας, όπως τα ναρκωτικά ή η κοινωνική βία. Κομμάτια όπως τα “Deathrider”, “Metal Thrashing Mad” και “Soldiers Of Metal”, παραμένουν μέχρι και σήμερα all time classics του group.
Μετά την ηχογράφηση, ο Dan Lilker αποφασίζει να αποχωρήσει. Τη θέση του παίρνει ο Frank Bello, ανιψιός του Charlie Benante, που μέχρι τότε ήταν roadie του συγκροτήματος. Από την άλλη, ο τραγουδιστής τους Neil Turbin είχε αρχίσει να δείχνει παράξενη συμπεριφορά, κυρίως μετά από τις συναυλίες τους, κάτι που οδήγησε τα υπόλοιπα μέλη στο να τον διώξουν. Η μπάντα παρέμεινε χωρίς τραγουδιστή για περίπου δύο μήνες. Έκαναν κάποια «πειράματα» με τον Matt Fallon, δίχως όμως αποτέλεσμα.
Συμπτωματικά -αν και τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο- βρέθηκε «στο δρόμο τους» ο Joe Belladonna, ο οποίος τραγουδούσε σε group που λεγόταν… Megaforce! Η πρώτη ηχογράφηση μαζί του ήταν το EP “Armed And Dangerous”, που κυκλοφόρησε το Φεβρουάριο του 1985. Το ομώνυμο τραγούδι, που βρέθηκε και στην επερχόμενη κανονική δουλειά τους, έδειχνε ξεκάθαρα το πως θα ηχούσε το group μετέπειτα. Το EP ολοκλήρωναν τα τραγούδια “Raise Hell”, “God Save The Queen”, “Metal Thrashing Mad” (live) και “Panic” (live). Στη μετά από χρόνια επανέκδοση του, σαν bonus υπήρχαν τα “Soldiers Of Metal” και “Howling Furies”.
Τον Οκτώβριο του 1985 βλέπει το φως της δημοσιότητας το album “Spreading The Disease”, τίτλος προφητικός, αφού από το εν λόγω album και μετά, η «αρρώστια» που λεγόταν Anthrax μεταδιδόταν παντού με πολύ γρήγορο ρυθμό. Τα τραγούδια του δίσκου είναι ένα κι ένα. Τα “A.I.R”, “Madhouse”, “Medusa” και “Gung-Ho” κατακτούν άμεσα τις καρδιές των οπαδών, αλλά και θέσεις σε κάθε best of. Την παραγωγή του δίσκου επιμελήθηκε ο Carl Canedy, μαζί με τον Jon Zazula. Το “Madhouse” αποτέλεσε το πρώτο video clip του συγκροτήματος, το οποίο όμως δεν παίχτηκε πολύ, αφού οι σκηνές που περιέχονται με τους αρρώστους, κρίθηκαν «δύσπεπτες» για το κοινό. Το album είναι το τελευταίο που περιέχει τη στιχουργική δημιουργία και βοήθεια του απολυμένου τραγουδιστή Neil Turbin, ο οποίος είχε συγγράψει τα “Armed And Dangerous” και “Gung-Ho”. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Jon Zazula είχε συνεισφέρει και εκείνος στιχουργικά, στο “Medusa”.
Στις 22 Μαρτίου του 1987 κυκλοφορεί το “Among the Living”, album σταθμός στην ιστορία της μπάντας. Εισήγαγαν σε αυτό νέα στοιχεία στη μουσική τους και ασχολήθηκαν από επιστημονικής φαντασίας θέματα, μέχρι και comic. Χαρακτηριστικά, το "Among the Living" είναι εμπνευσμένο από το βιβλίο «Το Οχυρό», του Stephen King, ενώ το "I Am The Law", είναι εμπνευσμένο από το «Δικαστή Dread», της διάσημης σειράς κόμικς. Η βασική ιδέα για τη δημιουργία του "Efilnikufesin N.F.L." (“Nice Fuckin’ Life” ανάποδα) ήρθε στο Scott Ian όταν διάβασε το βιβλίο που αναφερόταν στο θάνατο από υπερβολική δόση του John Bellucci, μέλους των Blues Brothers. Το "Caught In A Mosh" αναφέρεται στις συνθήκες που υπάρχουν μέσα στο mosh, οι οποίες ορισμένες φορές σε οδηγούν σε άσχημα αποτελέσματα, παρά τη θέλησή σου. Το κομμάτι το εμπνεύστηκαν οι Anthrax μετά από ένα ατύχημα που είχε ένας roadie τους, όταν προσπαθώντας να κάνει stage diving, χτύπησε σοβαρά την πλάτη του.
Τέλος, δύο ακόμα τραγούδια έχουν ιδιαίτερη σημασία, τα "Indians" και "One World". Το μεν πρώτο μιλάει για τη φυλετική διάκριση που υπήρχε στους γηγενής Αμερικανούς (ο Joey Belladonna είναι ένας από αυτούς), ενώ το δεύτερο αναφέρεται στα καταστροφικά αποτελέσματα που προκύπτουν όταν τα έθνη ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Η μπάντα στον εν λόγω δίσκο υιοθέτησε ένα "surfer" στυλ, με καπελάκια και κοντά παντελόνια, που ίσως ξένισαν κάποιους, κυρίως σε συνδυασμό με το τραγούδι "I'm The Man", που συνδυάζει τη rap με τη metal μουσική. Το συγκεκριμένο κομμάτι μπορεί να έφερε και μη metal οπαδούς κοντά στην μπάντα, έδιωξε όμως και μερικούς από τους παλιότερους.
Να σημειωθεί ότι το album είναι αφιερωμένο στον Cliff Burton, τον τότε πρόσφατα εκλιπόντα μπασίστα των Metallica. Το album είναι το τελευταίο που περιέχει στίχους του πρώην μπασίστα Danny Lilker, ο οποίος παρόλο που είχε φύγει από το group, συνέχιζε να τους βοηθάει. Έχει γράψει μαζί τους τα “I Am The Law” και “Imitation Of Life”.
“State Of Euphoria” ονόμασαν την τέταρτη προσπάθειά τους, που κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 1988, και η οποία ήρθε και έδεσε με την προηγούμενη. Οι Anthrax είχαν πια αποκτήσει μεγάλη εμπειρία, κάτι που φαινόταν στην ποιότητα των συνθέσεών τους. Τα “Be All, End All”, “Make Me Laugh”, “Who Cares Win”, “Now It’s Dark”, “Misery Loves Company”, “Finale” και φυσικά το “Antisocial” (διασκευή στους Γάλλους Trust, που πραγματικά έσπασε ταμεία) ήταν, είναι και θα είναι αθάνατα στη thrash ιστορία. Το κομμάτι “Misery Loves Company” ήταν βασισμένο στη νουβέλα του Stephen King, “Misery”. Το “Now It’s Dark” ακουγόταν στο PC Game “The Sims” και το εμπνεύστηκαν από την ταινία του David Lynch “Blue Velvet”, η οποία εξιστορούσε τη συμπεριφορά του σεξουαλικά διαταραγμένου και ψυχοπαθή Frank Booth, ρόλο που ενσάρκωσε ο Dennis Hopper.
Το “State Of Euphoria” ομολογουμένως άφησε αδιάφορους κάποιους από τους οπαδούς. Αυτό συνέβη γιατί με την προηγούμενη κυκλοφορία τους, είχαν βάλει τον πήχη πολύ ψηλά. Παρόλα αυτά, η δουλειά αυτή τους άνοιξε την πόρτα για περιοδείες με τους Motley Crue, Whitesnake, Iron Maiden, Metallica, Halloween και King’s X.
Το 1989, το MTV διοργάνωσε ένα διαγωνισμό στον οποίο αυτός που θα κέρδιζε, θα έβλεπε στο σπίτι του τους Anthrax! Κάτι που έγινε, και όπως καταλαβαίνετε το σπίτι του νικητή… «κατεδαφίστηκε». Το εν λόγω σκηνικό έδωσε την αφορμή να εμφανιστεί το συγκρότημα το 1992 στην πασίγνωστη τηλεοπτική σειρά «Παντρεμένοι με Παιδιά (“Married With Children”), όπου οι κυρίως πρωταγωνιστές είχαν κερδίσει αντίστοιχο διαγωνισμό.
Επόμενο βήμα στην καριέρα τους αποτέλεσε η πέμπτη δουλειά τους, “Persistence Of Time”. Το album επρόκειτο να κυκλοφορήσει τον Ιανουάριο του 1990, αλλά μια τρομερή φωτιά κατέστρεψε ό,τι υλικό είχαν μέχρι εκείνη την στιγμή, και έτσι αναγκάσθηκαν να μετακομίσουν σε άλλο studio για την ηχογράφηση. Τελικά, το album κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου. Οι Anthrax είχαν πια ωριμάσει, κάτι που φάνηκε από το τελικό αποτέλεσμα, το οποίο για άλλη μια φορά κατέτασσε την μπάντα στις κορυφαίες του πλανήτη.
Ο δίσκος, όπως και όλοι οι υπόλοιποι μέχρι τότε, περιείχαν τραγούδια που θα έμεναν αναλλοίωτα στο χρόνο: “Time”, “Keep It In The Family”, “In My World”, “Intro To Reality”, “Belly Of The Beast”, “Discharge” αλλά και το “Got The Time”, διασκευή στο κομμάτι του Joe Jackson. Ο δίσκος χαρακτηρίστηκε από κοινό και κριτικούς πιο dark και progressive από ό,τι είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε. Το “Persistence Of Time” στέκει υπερήφανα δίπλα σε ό,τι άλλο έχουν κυκλοφορήσει, και κατέχει και αυτό εξέχουσα θέση στην καρδιά των οπαδών.
Στις προηγούμενες δουλειές, ο «χαβαλές» είχε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του δίσκου. Η εν λόγω κυκλοφορία ήταν πιο «σκεπτόμενη», αφού αναφέρεται στιχουργικά στην ανάγκη για ανεκτικότητα και ειρήνη. Η εισαγωγή του “Intro To Reality” περιέχει ένα διάλογο από την σειρά Twilight Zone, και συγκεκριμένα το επεισόδιο “Deaths-Head Revisited”. Τα “Keep It In The Family”, “In My World” και “Belly Of The Beast”, θα επαναηχογραφόντουσταν αργότερα με το νέο line up που θα ακολουθούσε. Την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε και το EP “Attack Of The Killer B’s”, όπου το τραγούδι “Bring The Noize”, σε συνεργασία με τους Public Enemy, θα γινόταν μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους.
Το 1992 ήταν μια πολύ σημαντική χρονιά για το group. Ο επί σειρά ετών guru του μικροφώνου Joey Belladonna θα απολυόταν. Κάπου εκεί γράφτηκε το ουσιαστικό τέλος των Anthrax. Μπορεί μέχρι και τις μέρες μας να ηχογραφούν albums, όμως ό,τι και αν κυκλοφορήσαν μετά την αποχώρηση του Belladonna, δε συγκρινόταν με το ένδοξο παρελθόν. Κανένα album μετά το 1992 δεν είχε την αίγλη και την πώρωση που απέπνεαν οι πρώτες 5 δουλειές της πεντάδας των Belladonnna / Spitz / Ian / Bello / Benante, που μεγαλούργησε για 7 χρόνια. 7 χρόνια ανεκτίμητων τραγουδιών και όχι φαγούρας.
Χάρη στην προσφορά τους, το thrash metal οικοδόμημα στέκεται ακόμα όρθιο. Αυτό αρκεί. Για πολλούς...
Θοδωρής Μηνιάτης