Major Denial: «Η εγχώρια σκηνή δεν έχει να ζηλέψει κάτι από εκείνες του εξωτερικού»

Ο Νεκτάριος Ντάγκας μας απαντά σε όσα θα θέλαμε να γνωρίζουμε για τη νέα εγχώρια prog/power ελπίδα

Από τον Σπύρο Κούκα, 30/11/2017 @ 12:18

Είναι ευχής έργον όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με κυκλοφορίες που, απροσδόκητα σχεδόν, καταφέρνουν να «μιλήσουν» κατευθείαν στην καρδιά, διεκδικώντας, παρά το άσημο της φύσης τους, ένα μεγάλο μέρος του χρόνου μας ως ακροατές. Μια τέτοια περίπτωση, ειδικά για τους φίλους του λυρικού prog/power metal, αποδεικνύονται και οι Major Denial, το μουσικό project του κιθαρίστα Νεκτάριου Ντάγκα, ο οποίος και μας μιλά για το πώς ξεκίνησε η μουσική του πορεία και μας αναλύει το "Duchess Of Sufferings", το εξαιρετικό ντεμπούτο άλμπουμ τους.

Major Denial

Καταρχάς, οφείλω να σου δώσω συγχαρητήρια για το νέο δίσκο, μιας και έχει «κολλήσει» στα ηχεία μου για τα καλά! Πραγματικά, αποτελεί μια εντυπωσιακή δουλειά, μεγάλο κατόρθωμα αν σκεφτεί κανείς πως μιλάμε ουσιαστικά για το ντεμπούτο της μπάντας...

Ευχαριστώ πάρα πολύ, είναι εντυπωσιακό και ιδιαίτερα τιμητικό να τυγχάνεις τέτοιας ανταπόκρισης.

Μιας και είναι η πρώτη φορά που μιλάμε, θεωρώ πως απαιτούνται ορισμένες συστάσεις από μεριάς σου. Πες μας μερικά πράγματα παραπάνω για το πώς ξεκίνησε η μπάντα, το όραμα που έχετε για αυτήν, με ποια κριτήρια επιλέχθηκε αυτή σας η ονομασία και τι μεσολάβησε μέχρι την κυκλοφορία του πρώτου σας EP πριν δύο χρόνια...

Θα έλεγα ότι ξεκίνησε, πειραματικά, ως project  κυρίως, από εμένα και το δάσκαλό μου στην κιθάρα, Αχιλλέα Διαμαντή, με τη συνδρομή ενός ακόμα ανθρώπου που από τα πρώτα μου βήματα στο χώρο της μουσικής είναι κοντά μου, τον Παναγιώτη Χαραμή στο μπάσο. Ξεκίνησα μαθήματα κιθάρας σε μεγάλη ηλικία και μέσα από αυτά ο Αχιλλέας διέκρινε ταλέντο και μουσικότητα. Δουλεύοντας μέσα από τα μαθήματα, χωρίς να υπάρχει σχέδιο ή σκοπός κυκλοφορίας, ξεκίνησα τη διαδικασία της σύνθεσης ολοκληρωμένων τραγουδιών.  Η ονομασία έχει σχέση με το μουσικό μέρος, μιας που προσωπικά προτιμώ τα μινόρε, αποφεύγω όσο το δυνατόν περισσότερο τα ματζόρε.

Major Denial

Κυκλοφορήσατε, λοιπόν, το "Minor Ways", στο οποίο συναντούμε εντυπωσιακές guest συμμετοχές, με προεξέχοντα το θρύλο Mark Zonder. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία και πως επιλέξατε τους καλεσμένους τραγουδιστές σε αυτό σας το εγχείρημα;

Ο Mark Zonder έπαιξε ως session μουσικός με αμοιβή στο EP. Το όνομα του Mark Zonder λειτούργησε ως κράχτης ώστε να μας ακούσουν περισσότεροι άνθρωποι, το παίξιμό του ανέβασε τα τραγούδια και εγώ ως θαυμαστής του, πραγματοποίησα ένα όνειρο.

Ψάχνοντας τραγουδιστή, είδα τυχαία σε μία διασκευή Crimson Glory, τον Γιάννη Παπαδόπουλο και ήταν αυτό που ιδανικά θα επέλεγα για τα τραγούδια. Από τη στιγμή που του άρεσαν, προχωρήσαμε σε συνεργασία. Αναγκάστηκα να ψάξω επόμενο τραγουδιστή λόγω πιεσμένου χρόνου από την πλευρά του Γιάννη. Κατέληξα στον Στρατή Steele (Endomain) για τα επόμενα δύο τραγούδια και ενώ ηχογραφήσαμε το πρώτο και ήμασταν όλοι ικανοποιημένοι, δεν μπόρεσε και ο Στρατής να συνεχίσει μιας και εκείνη την περίοδο ετοιμαζόντουσαν και οι Endomain να ολοκληρώσουν το δίσκο. Τότε στράφηκα στον Mark Zonder, ζήτησα τη βοήθειά του και μου πρότεινε τον Denny Antony ο οποίος έκανε μία εξαιρετική ερμηνεία στο τελευταίο τραγούδι του EP.

Προς το παρόν, οι Major Denial είναι περισσότερο ένα project παρά μια μπάντα

Περνώντας στο "Duchess Of Sufferings", το πρώτο που παρατηρεί κάποιος είναι πως συνεργάζεστε και πάλι με τον Γιάννη Παπαδόπουλο, ο οποίος και τραγουδάει πια σε ολόκληρο το νέο δίσκο. Βέβαια, απ’ ότι καταλαβαίνω, λογίζεται και πάλι ως guest μουσικός, οπότε να υποθέσω πως δεν έχετε κατασταλάξει ακόμη σε κάποιον σταθερό τραγουδιστή για την μπάντα ή πως δεν είναι και τόσο αυτοσκοπός το να υπάρχει κάποιο μόνιμο μέλος πίσω από το μικρόφωνο;

Όπως είδαμε πρόσφατα, ο Γιάννης  έχει ξεκινήσει την πορεία προς την παγκόσμια καταξίωση, κάτι που δικαιούται απόλυτα κατά τη γνώμη μου. Φυσικά και θα ήθελα να υπολογίζεται ως μόνιμο μέλος, αλλά, πλέον είναι απόλυτα αφοσιωμένος στους Beast In Black και μέλος μίας τεράστιας εταιρίας, ξεκινάει μία διεθνή καριέρα και εκεί θα εστιάσει. Θα έλεγα επίσης ότι οι Major Denial είναι περισσότερο (προς το παρόν) ένα project παρά μία μπάντα στημένη για να ακολουθήσει το δρόμο των live εμφανίσεων και να το υποστηρίξει (χρόνος, χρήμα) όπως αυτό απαιτεί.

Γιάννης Παπαδόπουλος

Έχοντας επηρεαστεί στιχουργικά από το "Coldheart Canyon" του Clive Barker, μπορούμε να θεωρήσουμε ως concept το νέο δίσκο; Επίσης, πως κι επιλέχθηκε η συγκεκριμένη νουβέλα ως στιχουργικός φάρος έμπνευσης και τι περαιτέρω θεματολογία μπορούμε να περιμένουμε από τους Major Denial;

Ναι, υπάρχει κεντρικό θέμα, δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι χαρακτήρες, όμως έχουμε σίγουρα ένα concept δίσκο. Η γυναίκα μου έχει μία εκπληκτική συλλογή βιβλίων λογοτεχνίας τρόμου και μου πρότεινε το συγκεκριμένο, μιας και της εξήγησα το θέμα που είχα στο μυαλό μου (αλαζονεία, επιθυμία για αθανασία, κατάκτηση της κορυφής χωρίς αναστολές και ακολούθως τιμωρία, αντιμέτωπος με αυτό που βρίσκεται πίσω από την επιφανειακή λάμψη). Απόλαυσα πραγματικά το βιβλίο και προσπάθησα να «ντύσω» το θέμα μουσικά. Είναι πολύ ωραίο στη διαδικασία της δημιουργίας να έχεις ένα σημείο αναφοράς, οπότε, ναι, θα ήθελα σε επόμενη κυκλοφορία να συνεχίσω με ενιαία θεματολογία. Δεν έχω κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου, αλλά γνωρίζω ότι μπορώ να δώσω περισσότερα μουσικά με κάτι ακόμα πιο σκοτεινό.

Ο Tony Iommi δεν αντιγράφεται

Ακούγοντας το "Duchess Of Sufferings" ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα υπέροχο, λυρικό progressive metal, με την power metal φύση του να έρχεται να τονίσει τις δυναμικές της μουσικής σας. Αν και η επιρροή από μπάντες όπως οι Conception, οι Fates Warning, οι Siegen Even αλλά και οι Crimson Glory μοιάζει προφανής, ποιες θα κατονόμαζες εσύ ως τις μπάντες ή τους μουσικούς που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στο πως ακούγονται οι Major Denial;

Και τα τέσσερα σπουδαία συγκροτήματα που ανέφερες, είναι αγαπημένα, ειδικά οι Fates Warning. Δεν έχω μελετήσει όμως τα τραγούδια τους ως προς τον τρόπο που γράφουν, ούτε έχω διδαχθεί κάποιες συγκεκριμένες φόρμες. Υποσυνείδητα, είναι λογικό μάλλον να περνάνε στα τραγούδια στοιχεία αυτών που με εντυπωσίασαν και αγάπησα. Θα συμπλήρωνα σίγουρα τους Black Sabbath στα πιο βαριά riffs του δίσκου. Ο Tony Iommi δεν αντιγράφεται, δεν επηρεάζει απλά, ήρθε, δημιούργησε και χάραξε ένα δρόμο που με όποιο τρόπο και να προσπαθήσεις να τον διασχίσεις προκειμένου να βγεις σε ένα νέο μονοπάτι, πάλι θα γυρίσεις πίσω και απλά θα τον περπατάς.

Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, θα ήθελα να σταθώ λίγο παραπάνω στο "Agonies Of Fear", μιας και είναι μια σύνθεση που με προκαλεί να σε ρωτήσω σχετικά με τις πηγές έμπνευσης για τη δημιουργία της. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, κατά πόσο έχεις ακουστά τους Beyond Twilight, μιας και η δομή και οι ατμόσφαιρες του "Agonies Of Fear" ομοιάζουν αρκετά με εκείνες της μουσικής τους...

Στο "Agonies Of Fear", που είναι και από τα αγαπημένα μου τραγούδια, έχω «επισκεφθεί» στο δεύτερο κουπλέ ένα κολοσσιαίο δημιούργημα, το "Kashmir" των Led Zeppelin (κάτι που έχουν κάνει αναρίθμητοι καλλιτέχνες, μέχρι και οι Deep Purple). Είναι από τα πιο βαριά τραγούδια στο δίσκο, ειδικότερα το ρεφρέν και λυπάμαι που το λέω αλλά δεν είχα ακούσει τους Beyond Twilight. Είναι μία καλή ευκαιρία να το κάνω όμως, μιας και δε σταματάω να ακούω μουσική, αλλά και γιατί με ιντρίγκαρε η ερώτηση-αναφορά σε αυτούς.

Στο "Se Ipse Necavit" ακούμε την όμορφη φωνή της Lisette Van Den Berg, η οποία, αν και δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στο ευρύ κοινό, ενισχύει ακόμη περισσότερο την ηχητική ευρύτητα του υλικού. Αλήθεια, πως κι επιλέξατε να συνεργαστείτε μαζί της και ποια η ουσιαστική σημασία του τίτλου του τραγουδιού; Αν δεν κάνω λάθος, μιας και οι γνώσεις μου στα λατινικά είναι περιορισμένες, μεταφράζεται περίπου ως "He killed himself" ή κάπως παρόμοια...

Στο τελευταίο τραγούδι της ιστορίας, θα είχαμε σίγουρα γυναικεία φωνητικά μιας και μιλάει η Δούκισσα των Δεινών. Είχα υπόψη κάποιες γνωστές τραγουδίστριες, οι αμοιβές ήταν πολύ υψηλές και έτσι άρχισα να ψάχνω. Μία καλή πηγή ήταν η συλλογή "Karmaflow (The Rock Opera Videogame)", με πολλές γυναικείες παρουσίες, μέσα από τις οποίες ξεχώρισα τη Lisette. Επικοινώνησα μαζί της, είναι η ίδια συνθέτης, εξαιρετική επαγγελματίας και το απέδειξε και με το παραπάνω με τη συμμετοχής της. Δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα να έρχεσαι μετά τον Γιάννη και να δίνεις μία τέτοια ερμηνεία. Σωστά το αναφέρεις, σημαίνει ‘’αυτός εαυτόν εφόνευσε’’, ιδέα την οποία δανείστηκα από ένα Θείο, όταν συζητούσαμε το θέμα του δίσκου, περπατώντας στα βουνά της Ηπείρου. Δεν γνωρίζω λατινικά, αλλά όσες φορές ακούω κάποια φράση, ηχεί στα αυτιά μου υπέροχα, μου άρεσε πολύ και το χρησιμοποίησα.

Υπάρχουν έμπνευση, ταλέντο κι εξαιρετικοί μουσικοί στην εγχώρια σκηνή

Ακόμη, θεωρώντας το "The Chains Of Failure" μια από τις καλύτερες συνθέσεις που προσωπικά έχω ακούσει φέτος, δεν μπορώ παρά να σου ζητήσω να μας δώσεις λίγες παραπάνω πληροφορίες για αυτό το μελωδικό αριστούργημα...

Το συγκεκριμένο είναι το αγαπημένο τραγούδι του Γιάννη και κατά τη γνώμη μου μία από τις μεγάλες ερμηνείες του. Είναι το μοναδικό τραγούδι του δίσκου που δεν ξεκίνησε κιθαριστικά, αλλά με τη φωνητική μελωδία του ρεφρέν, η οποία είναι συναισθηματικά φορτισμένη μετά το χαμό του μοναδικού πραγματικού μου φίλου. Επίσης είναι το τραγούδι του δίσκου που δεν χρησιμοποίησα Drop tuning.  Διαρκεί εφτά λεπτά χωρίς να πλατιάζει  σε δαιδαλώδη ορχηστρικά μονοπάτια και χωρίς να έχει επίσης solo. Θεματικά είναι το σημείο του δίσκου που ο πρωταγωνιστής αισθάνεται ότι δεν είναι άτρωτος και βλέπει μπροστά του το φάσμα της αποτυχίας το οποίο και θα προσπαθήσει να αποτρέψει.

Κώστας Μυλωνάς

Γνωρίζοντας πως είσαι υπεύθυνος για το μεγαλύτερο μουσικό και στιχουργικό μέρος της μπάντας, αναρωτιέμαι, ποια είναι η συμμετοχή των υπολοίπων μελών - πέραν του προφανούς εκτελεστικού τομέα - στη δημιουργική διαδικασία;

Όλα τα μουσικά μέρη και οι φωνητικές μελωδίες γράφτηκαν από εμένα. Με τον Αχιλλέα ακολούθως συζητάμε κάποιες αλλαγές, τόσο στη δομή όσο και στην ενορχήστρωση και συνέβαλε επίσης σε lead θέματα. Επιπρόσθετα ανέλαβε το programming και προχωρούσαμε στην προ-παραγωγή και ηχογράφηση των μερών μας. Ο Κώστας Μυλωνάς έφερε σίγουρα τη σφραγίδα του με το παίξιμο του και έδωσε τη σκυτάλη στον Παναγιώτη Χαραμή να προσθέσει κάποιες πολύ ωραίες μπασογραμμές, νομίζω το μπάσο σε αυτό το δίσκο έχει αναβαθμισμένο ρόλο σε σχέση με το "Minor Ways". Ο Γιάννης έβαλε τη δική του πινελιά σε σημεία στις φωνητικές μελωδίες και  έφερε και εξαιρετικές ιδέες όπως το επικό σημείο στο outro του "The Water’ s Black" ή τα δεύτερα φωνητικά στο "Agonies Of Fear".

Έχοντας κατά νου πως, σιγά-σιγά, ο prog/power ήχος βρίσκει στη χώρα μας πρόσφορο έδαφος για να ανθίσει, καθώς πλέον απαριθμούμε ορισμένες ποιοτικότατες κυκλοφορίες στο είδος από μπάντες όπως οι Wardrum, οι Sunburst, οι Innosense αλλά και αρκετές ακόμη, ποιοι θεωρείς πως είναι οι παράγοντες εκείνοι που συμβάλλουν στην έξαρση αυτού του φαινομένου;

Τα τελευταία 5-6 χρόνια κυρίως, το επίπεδο της συγκεκριμένης (και όχι μόνο) σκηνής, δεν έχει να ζηλέψει και πολλά πράγματα από αυτές του εξωτερικού. Η παραγωγή πιστεύω είναι ο πρωταρχικός παράγοντας, γιατί εκτός της βελτίωσης του ήχου, δείχνει και τη διάθεση των μουσικών να παρουσιάσουν σωστά τη δουλειά τους. Υπάρχει έμπνευση, ταλέντο και εξαιρετικοί μουσικοί, που έχουν τη δυνατότητα μέσω των μέσω κοινωνικής δικτύωσης να παρουσιάσουν τη δουλειά τους και να ελπίζουν σε ευκαιρίες, κάτι που πριν 20-30 χρόνια δεν μπορούσε να γίνει.

Μεγάλωσα με βινύλια, λάτρευα να χαζεύω το artwork, το εξώφυλλο, τις πληροφορίες, τα πάντα

Στις πρώτες φορές που άκουσα το "Duchess Of Sufferings", επέλεξα να μην κοιτάξω στις πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες, με αποτέλεσμα όταν άρχισα να αποδομώ τα επιμέρους στοιχεία της μουσικής σας, να είμαι εξίσου εντυπωσιασμένος όσο και περίεργος για το ποιος είχε αναλάβει τα μέρη των τυμπάνων. Ξέροντας πια πως το αποτέλεσμα οφείλεται στον Κώστα Μυλωνά (των Sunburst και Foray Between Ocean), κατά πόσο μπορούμε να τον θεωρούμε ως μόνιμο μέλος της μπάντας;

Ο Κώστας, τον οποίο πρότεινε ο Αχιλλέας, ήρθε και έφερε ένα εξαιρετικό παίξιμο και ήχο, αλλά περισσότερο έφερε μία θετική αύρα, του αρέσει πολύ η μουσική που παίζουμε και δεν είναι διεκπεραιωτικός ο ρόλος του. Φυσικά και θεωρείται μόνιμο μέλος, συζητάμε, έχει πολλές παραστάσεις, εμπειρίες και οι συμβουλές του είναι πολύτιμες.

Major Denial

Θεωρώ πως το artwork ενός δίσκου είναι, ιστορικά, από τα πρώτα στοιχεία που προσέχει ένας ακροατής, οπότε το να παρουσιάζεται ενδιαφέρον και προσεγμένο είναι αρκετά σημαντικό κατ’ εμέ. Στην περίπτωση του "Duchess Of Sufferings" αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό, αφού το εξώφυλλο του δίσκου είναι ιδιαίτερο και αρκετά αντιπροσωπευτικό της μουσικής. Θα ήθελες να μας δώσεις περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την επιλογή του καλλιτέχνη που το φιλοτέχνησε, αλλά και να μας πεις την δική σου άποψη για αυτό το θέμα;

Αρχικά να πω ότι έμεινα πολύ ευχαριστημένος από το Γιάννη Νάκο και τη δουλειά του στο EP. Λόγω του concept ήξερα από την αρχή σε ποιον ήθελα να απευθυνθώ και ο Nihil ήταν μονόδρομος (όχι λόγω Leprous) μιας και είναι εκπληκτικός σε αυτό που κάνει, με τις γυναικείες μορφές. Θεωρώ ότι και γι’ αυτόν ήταν πρόκληση το εξώφυλλο, η φωτεινή πλευρά, γιατί δεν είναι το στοιχείο του, αλλά εκφράστηκε στη δυνατή πλευρά του artwork, στο οπισθόφυλλο. Μεγάλωσα με βινύλια, λάτρευα να χαζεύω το artwork, το εξώφυλλο, τις πληροφορίες, τα πάντα. Το θεωρώ πολύ σημαντικό, αν δεν ήταν θα βάζαμε το δίσκο ή το cd σε ένα φάκελο ή θα παρουσιάζαμε digital file μόνο με τίτλο.

Υπάρχουν στον ορίζοντα πλάνα για κάποια ζωντανή εμφάνιση των Major Denial ή για την ώρα θα πρέπει να περιοριστούμε μονάχα στη στουντιακή σας δράση;

Προς το παρόν όχι. Τον περασμένο Αύγουστο και λόγω της συνεργασίας με τον Cardoso, μας προτάθηκε να συμμετάσχουμε σε κάποιες συναυλίες μεγάλου ονόματος (δεν θα ήθελα να αναφέρω ποιο). Ο λόγος είναι κυρίως οι υποχρεώσεις μου. Αυτή τη στιγμή φαντάζει πολύ δύσκολο, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.

Αυτά από μένα. Και πάλι συγχαρητήρια για τη δουλειά σας, η οποία για μένα ανήκει στις πιο αγαπημένες της φετινής χρονιάς. Ο επίλογος, δικός σου...

Σ’ ευχαριστώ και πάλι για τα τόσο όμορφα λόγια. Ήταν πολύ δύσκολες οι συνθήκες για να κυκλοφορήσει το άλμπουμ. Κοστίζει, απαιτεί πολύ χρόνο, αλλά, όταν κάποιος άνθρωπος αφιερώνει πραγματικά χρόνο για να ακούσει και όχι απλά για να έχει κάτι να παίζει την ώρα που κάνει κάτι άλλο, αισθάνεσαι μέγιστη ικανοποίηση. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους συνεργάτες μου για τη συνεισφορά τους και τον Daniel Cardoso για τη συνδρομή και τη συμπεριφορά του.

Διαβάστε εδώ την κριτική του δίσκου "Duchess Of Sufferings" από τον Χρήστο Καραδημήτρη.

  • SHARE
  • TWEET