The Rolling Stones

Exile On Main St.

Rolling Stones Records / Polydor (1972)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 19/03/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Στο σύμπαν της δισκογραφίας των Rolling Stones είναι δύσκολο να διαλέξεις τον καλύτερο δίσκο. Υπάρχουν τουλάχιστον πέντε σοβαροί διεκδικητές για τον τίτλο του καλύτερου/σημαντικότερου άλμπουμ του μεγαλύτερου rock'n'roll συγκροτήματος. Πρακτικά, ό,τι κυκλοφόρησαν μεταξύ 1965 και 1972 θεωρείται κλασικό (και μετά τη «χρυσή» εκείνη εποχή δεν έλειψαν οι σπουδαίες στιγμές, αλλά ο ρυθμός -για τα δικά τους δεδομένα- είχε πλέον ανακοπεί). Ειδικότερα τα: "The Rolling Stones, Now!" (1965), "Aftermath" (1966), "Between The Buttons" (1967), "Flowers" (1967), "Beggars Banquet" (1968), "Let It Bleed" (1969), "Sticky Fingers" (1971), "Exile On Main St." (1972) και "Some Girls" (1978) είναι δίσκοι ιστορικής σημασίας, που απαντούν σχεδόν σε κάθε λίστα με τα σημαντικότερα άλμπουμ όλων των εποχών, συνιστώντας απαραίτητα ακούσματα για κάθε μουσικόφιλο. Έπειτα από 40 και πλέον χρόνια από την κυκλοφορία εκείνων των κλασικών δίσκων, έχει επικρατήσει η άποψη ότι το "Exile On Main St." είναι το απόλυτο αριστούργημά τους.

Τίποτε δεν προϊδέαζε το 1972 που κυκλοφόρησε ότι, χρόνια μετά, θα κατάφερνε να θεωρείται το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα του συγκροτήματος, καθώς αρχικά απέσπασε αρκετές μέτριες κριτικές. Παρ' όλα αυτά, ο άνεμος άλλαξε φορά, η φήμη του συνέχεια μεγάλωνε κι η μετοχή του στο χρηματιστήριο της μουσικής διαρκώς ανέβαινε. Έτσι, μεταξύ πολλών άλλων «διακρίσεων», το 2003 κατέλαβε την έβδομη θέση ανάμεσα στα 500 σημαντικότερα άλμπουμ όλων των εποχών στη σχετική λίστα του περιοδικού Rolling Stone. Η θέση αυτή ήταν η υψηλότερη που κατέλαβαν οι Rolling Stones στην εν λόγω λίστα, με αμέσως επόμενο να ακολουθεί το "Let It Bleed" στην 32η θέση. Η ειρωνεία είναι ότι το 1972, το ιστορικό περιοδικό είχε υποδεχθεί τον δίσκο με μια όχι ιδιαίτερα ενθουσιώδη κριτική.

Τι ήταν, όμως, αυτό που άλλαξε την αρχική εντύπωση και έδωσε αυτήν την ξεχωριστή θέση στο συγκεκριμένο άλμπουμ; Πέρα από την αδιαμφισβήτητη μουσική του αξία, πιθανότατα ξεχώρισε επειδή πρόκειται για τον πιο «εναλλακτικό» από τους σημαντικότερους δίσκους τους. Μπορεί να είναι ο «μεγάλος» δίσκος των Rolling Stones με τα λιγότερα «γνωστά» κομμάτια, αλλά συγχρόνως είναι εκείνος με το πιο συγκεχυμένο, αλλά οπωσδήποτε ελκυστικό και τελικά μυθικό παρασκήνιο. Είναι -πιθανότατα- το άλμπουμ με τα περισσότερα ναρκωτικά και -σίγουρα- τις πιο μποέμικες συνθήκες ηχογράφησης, οι οποίες το καθιστούν τον πρώτο grunge δίσκο. Πρόκειται επίσης, για τον πιο περιπετειώδη δίσκο τους, αφού είναι αδύνατον να τον ακούσεις χωρίς να «ταξιδέψεις» μαζί τους, από το κυνήγι των χρεών και της βρετανικής εφορίας που οδήγησε στην εξορία (Exile), μέχρι τις ασωτίες στη Νότια Γαλλία. Με δυο κουβέντες: το "Exile On Main St." είναι ο πιο «rock» δίσκος του συγκρότηματος που αποτελεί την επιτομή του rock.

Κυκλοφόρησε 40 χρόνια πριν, τον Μάιο του 1972 κι ήταν ο πρώτος διπλός δίσκος για το συγκρότημα που ξεκίνησε το 1962 στο Λονδίνο. Εκτός από το βασικό -αδιάσπαστο μέχρι σήμερα πυρήνα της συνθετικής δυάδας Jagger/Richards και του drummer Charlie Watts- μέλη στο συγκρότημα την εποχή εκείνη ήταν ο μπασίστας Bill Wyman (έφυγε το 1992) και ο κιθαρίστας Mick Taylor (ήρθε μετά το θάνατο του Brian Jones το 1969 και έφυγε το 1974). Μαζί τους ο Jimmy Miller στην παραγωγή και μια σειρά από σπουδαίους session μουσικούς. Όπως και το "Sticky Fingers", έτσι κι αυτό βγήκε από τη δική τους δισκογραφική εταιρεία Rolling Stones Records, η οποία διανεμόταν από την Atlantic. Πρόκειται για την δέκατη βρετανική και δωδέκατη αμερικανική κυκλοφορία τους. Πήγε στο #1 των charts και των δύο χωρών, ενώ η επανέκδοση που κυκλοφόρησε το 2010 (από την Polydor σε συνέχεια της εξαγοράς των δικαιωμάτων της μετά το 1971 δισκογραφίας τους από την Universal τo 2008) ξανακατέκτησε την κορυφή της Βρετανίας και έφτασε μέχρι τη δεύτερη θέση του Billboard 200.

Ξεκινώντας από το εξώφυλλο καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για έναν ασυνήθιστο δίσκο, ένα «παράθυρο» σε έναν κόσμο περίεργο, αλλά συγχρόνως υπαρκτό. Μια συνάθροιση από απόκληρους ζογκλέρ που βγάζουν το ψωμί τους περιοδεύοντας τη μοναδικότητά τους. Είναι αδύνατον να μην πέσει το μάτι στο, όχι και τόσο χαρούμενο, πρόσωπο ενός τύπου με ένα στόμα ξεχειλωμένο από τρεις μπάλες μεγέθους μεγάλου αυγού. Τα φρικιά στο εξώφυλλο έρχονται σε αντιπαραβολή με τα μέλη του συγκροτήματος που εμφανίζονται σε παρόμοιο ύφος στο οπισθόφυλλο. Το artwork που επιμελήθηκε ο John Van Hamersveld και είναι χτισμένο σε φωτογραφίες του Robert Frank συμπληρώνει και προϊδεάζει τέλεια για τον «ετοιμόρροπο» ήχο του άλμπουμ που με τη σειρά του περιγράφει τις επικίνδυνες ισορροπίες στις οποίες κινούνταν οι Rolling Stones την εποχή εκείνη.

Μπορεί το μεγαλύτερο μέρος των ηχογραφήσεων να έγινε στη βίλλα Nellcôte  που είχε νοικιάσει ο Keith Richard (όπως γραφόταν τότε το επώνυμό του, χωρίς τελικό «s») στη γαλλική Ριβιέρα (Côte d'Azur), αλλά τυπικά η περίοδος «Exile» ξεκινά με την ηχογράφηση του "Loving Cup", (η οποία άρχισε τον Ιούνιο του 1969 στα Olympic Studios στο Λονδίνο). Οι ηχογραφήσεις συνεχίστηκαν στο εξοχικό σπίτι του Jagger στο Stargroves, προτού ο κυνηγημένος από τα χρέη και τον νόμο «θίασος» μεταφερθεί στη Γαλλία. Το άλμπουμ ολοκληρώθηκε το Μάρτιο του 1972 στα Sunset Studios στο Λος Άντζελες, όπου έγινε και η τελική μίξη.

Ένας άλλος λόγος που κάνει τόσο δημοφιλές το "Exile On Main St." είναι ότι πρόκειται για τον δίσκο στον οποίο ο Jagger παραχώρησε, για πρώτη και τελευταία φορά, τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον Keith Richards και ίσως κι αυτό να έπαιξε τον ρόλο του στο να θεωρείται τόσο προσφιλές, καθώς ο Keith θεωρείται απείρως πιο συμπαθής φυσιογνωμία από τον χαρισματικό μεν, αλλά αρκετά «έμπορο» frontman. Ο Jagger επί πολλά χρόνια υποβάθμιζε συστηματικά την αξία του δίσκου, επικρίνοντας την «ατημέλητη» παραγωγή, η οποία -σύμφωνα με τον ίδιο- έχει «θάψει» τα φωνητικά του κάτω από τη βαβούρα που έκαναν οι υπόλοιποι.

Μόνο τα τελευταία χρόνια (ιδίως κατά το 2010 που έγινε μεγάλη προώθηση εν όψει της επανέκδοσης του δίσκου σε deluxe έκδοση), άλλαξε άποψη, καθώς έχει ψυχανεμιστεί ότι -επί του παρόντος- ο κόσμος έχει αποφασίσει ότι αυτό (το παιδί του Keith) θεωρείται το απόλυτο αριστούργημά τους. Σε αυτόν τον ελιγμό του Jagger (και κατ' επέκταση στον δίσκο) κρύβεται το μυστικό της μακροβιότητας των Rolling Stones ως συγκρότημα. Παρά τους αδιάλειπτους τσακωμούς με τον Richards, η υποχώρηση μιας τόσο ισχυρής προσωπικότητας, όπως αυτή του Jagger, αποδεικνύει για ποιον λόγο παραμένουν μαζί μέχρι τις μέρες μας.

Οι ρίζες του δίσκου βρίσκονται στο ίδιο σημείο που είναι θαμμένες οι ρίζες των τριών προηγούμενων αριστουργηματικών άλμπουμ τους ("Beggars Banquet", "Let It Bleed" και "Sticky Fingers"). Όπως έχει δηλώσει ο Richards, όταν το συγκρότημα είχε βρεθεί στις Η.Π.Α. μεταξύ 1964 και 1966 είχε καταφέρει να μαζέψει μια πολύ μεγάλη συλλογή blues, country και R&B δίσκων, τους οποίους, όμως, δεν πρόλαβε να ακούσει πριν τις αρχές του 1967, λόγω των συνεχών υποχρεώσεων. Όταν το -σε γενικές γραμμές- αποτυχημένο (σε σχέση με τις επιδόσεις άλλων συγκροτημάτων) πέρασμά τους από την ψυχεδέλεια «ξεφούσκωσε», οι Rolling Stones γύρισαν σε αυτό που γνώριζαν καλύτερα και αγαπούσαν περισσότερο: τα blues, την country και την R&B. Mε εκείνους τους δίσκους του Richards διαμόρφωσαν τη δική τους εκδοχή της Αμερικής. Η εκδοχή αυτή έμελλε να αποτελέσει την πρώτη ύλη για τους τέσσερις εξαιρετικούς δίσκους που έβγαλαν μεταξύ 1968-1972, οι οποίοι για πολλούς αποτελούν την καλύτερη τετράδα συνεχόμενων κυκλοφοριών στην ιστορία του rock.

Εάν έπρεπε να εστιάσουμε αποκλειστικά στο μουσικό ύφος του δίσκου θα μπορούσαμε να πούμε σε δυο γραμμές ότι το "Exile On Main St." είναι ένα συναρπαστικό μουσικό ταξίδι στην ακολασία, την καταδίκη και τη λύτρωση, μέσα από 18 κομμάτια που αξιοποιούν μια σειρά από μουσικά είδη, όπως το rock, τα blues, η country, η soul και η gospel. Αλλά, όπως όλοι οι μεγάλοι δίσκοι, έτσι κι αυτός, είναι κάτι πολύ περισσότερο από τη μουσική του αξία απομονωμένη.

Το παρασκήνιο πίσω από τη δημιουργία του αποτελεί βασικό κεφάλαιο στη rock μυθολογία. Έστω κι αν την εποχή εκείνη οι Stones δεν το παραδέχονταν, ένα είναι σίγουρο: ο λόγος που οδήγησε τα μέλη του συγκροτήματος στην αυτοεξορία ήταν η αποφυγή της Εφορίας. Η ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή. Η απόλυση του διαβόητου μάνατζερ Allen Klein οδήγησε σε εξωδικαστικό συμβιβασμό που απέφερε στον Klein τα δικαιώματα των περισσότερων τραγουδιών που είχε ηχογραφήσει το συγκρότημα μέχρι το 1971. Μέχρι τότε, ο Klein τους είχε κάνει να πιστέψουν ότι διέθεταν πολλά περισσότερα χρήματα από ό,τι στην πραγματικότητα. Την ίδια στιγμή είχε συσσωρευθεί μια πολύ μεγάλη οφειλή προς τη βρετανική Εφορία, την οποία δεν υπήρχε τρόπος να αποπληρώσουν εάν παρέμεναν στη χώρα, καθώς την εποχή εκείνη στην Αγγλία ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής (στον οποίο υπάγονταν) ανερχόταν στο 90%! Έτσι, μπροστά σε μια «λυπητερή» που θα ήταν αδύνατον να διαχειριστούν εάν παρέμεναν στη χώρα μετά τον Απρίλιο του 1971, οι Stones τα μάζεψαν κι έφυγαν για την κοντινή κι ηλιόλουστη Νότια Γαλλία.

Δεν ήταν εύκολο για κανέναν τους, καθώς είχαν ήδη δημιουργήσει οικογένειες κι υποχρεώσεις, ενώ κανείς -πλην του Jagger- δεν μπορούσε να συνεννοηθεί στα γαλλικά. Ωστόσο δεν είχαν άλλη επιλογή. Έτσι, ο Jagger με τη μέλλουσα σύζυγό του, Bianca Perez Morena de Macias (μια κοπέλα από τη Νικαράγουα, η οποία του έμοιαζε καταπληκτικά), εγκαταστάθηκαν κοντά στην Antibes, ο Wyman στη Mougins και ο Watts αγόρασε ένα chateau στo Cevennes. O Richards, με την Annita Pallenberg και τον 18 μηνών γιο τους Marlon, νοίκιασαν μια έπαυλη γνωστή ως «βίλλα Nellcôte».

Έπειτα από μια ανεπιτυχή προσπάθεια να βρουν έναν κατάλληλο χώρο ηχογράφησης, το Nellcôte έγινε η βάση τους. Μετέφεραν εκεί από την Αγγλία το θρυλικό Rolling Stones Mobile Studio (ένα φορτηγάκι που είχαν μετατρέψει σε studio, στο οποίο εκτός από αυτούς έχουν ηχογραφήσει από τους Who, τους Led Zeppelin και τους Deep Purple, μέχρι τον Bob Marley, τους Status Quo και τους Iron Maiden, ενώ έχει ταξιδέψει μέχρι και τα μέρη μας για τις ανάγκες μιας ζωντανής ηχογράφησης της Νάνας Μούσχουρη!). Μαζί τους ακολούθησε ο Jimmy Miller, παραγωγός τους από το "Beggars Banquet" (1968) μέχρι το "Goats Head Soup" (1973), ο ηχολήπτης Andy Johns, καθώς επίσης και ορισμένοι τακτικά συνεργαζόμενοι μουσικοί, όπως ο Nicky Hopkins (πιάνο).

Ο μεσογειακός ήλιος σε συνδυασμό με το γενικότερο κλίμα παρακμής που επικρατούσε στο Nellcôte έδωσε στο δίσκο τον προσωρινό τίτλο εργασίας, "Tropical Disease". Σαν studio χρησιμοποιήθηκε το υπόγειο της βίλλας, το οποίο αποτελείτο από πολλά μικρά δωμάτια. Το υπόγειο αυτό απείχε πολύ από το να θεωρηθεί κατάλληλος χώρος για ηχογράφηση, καθώς εκτός από την κακή ακουστική του (το χαμηλό του ταβάνι δεν είναι ό,τι καλύτερο για να ηχογραφηθούν drums), δεν επέτρεπε στους μουσικούς να βρίσκονται στον ίδιο χώρο. Τα πράγματα ήταν ιδιαιτέρως δύσκολα και για τον παραγωγό Jimmy Miller, ο οποίος ήταν αναγκασμένος να πηγαινοέρχεται συνεχώς από το φορτηγάκι στο υπόγειο για να δίνει οδηγίες. Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια (σύμφωνα με το μύθο τουλάχιστον): η ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες των ηχογραφήσεων είχε κλαπεί από το γαλλικό σιδηροδρομικό δίκτυο.

Μπορεί να αναγκάστηκαν να φύγουν από την πατρίδα τους, αλλά έφεραν κοντά τους κόσμο που ήξερε να «χάνεται» με κομψότητα και στυλ. Όχι ότι αυτό ήταν πρωτόγνωρο. Πάντοτε υπήρχε κόσμος στην «αυλή» τους. Μόνο που αυτήν τη φορά ήταν περισσότερο φίλοι του Keith, ο οποίος τυπικά ήταν ο οικοδεσπότης. Οι περισσότεροι από όσους επισκέφθηκαν τη βίλλα για μια-δυο μερούλες κατέληξαν να «ξεμείνουν» εκεί για αρκετούς μήνες. Εκεί δεν υπήρχε χρόνος. Τα ρολόγια είχαν ρυθμιστεί από έναν οικοδεσπότη -επιτομή του μποέμ- και ήταν κολλημένα σε «ώρα Keith». Έτσι, πολλές από τις ηχογραφήσεις έγιναν σε ολονύχτια sessions. Ανάμεσα στους διάσημους προσκεκλημένους ήταν κι ο Gram Parsons με την παρέα του, ο οποίος ήταν κολλητός φίλος του Keith και δεν έφυγε παρά μόνο όταν τον έδιωξε με τις κλωτσιές η Pallenberg (προς μεγάλη χαρά του Jagger, που ένιωθε να περνά σε δεύτερη μοίρα).

Έχουν γραφτεί βιβλία για το τι συνέβη στη έπαυλη κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεών του "Exile On Main St.", αλλά είναι πρακτικά αδύνατο να καταλήξεις σε αξιόπιστα συμπεράσματα, καθώς οι πρωταγωνιστές ήταν τόσο «φτιαγμένοι» που πολύ σπάνια δυο διηγήσεις έρχονται σε συμφωνία. Έχει πραγματικά μεγάλη πλάκα να παρακολουθείς τις διαφορετικές εκδοχές που δίνουν οι Jagger/Richards για τις μέρες και νύχτες στο Nellcôte και έχει ακόμη μεγαλύτερη πλάκα να βλέπεις τα καντήλια που κατεβάζει ο Richards στον άσπονδο φίλο του, κάθε φορά που αντιλαμβάνεται ότι εκείνος έχει παρουσιάσει μια εκδοχή των γεγονότων, διαφορετική από τη δική του. Αν βάλεις στην εξίσωση και τις αναμνήσεις των υπολοίπων μελών και πρωταγωνιστών, τότε είναι που επέρχεται η οριστική αποκόλληση από κάθε έννοια αξιόπιστης ιστορικής καταγραφής.

Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα περιστατικά που έχει διασταυρωθεί, είναι η κλοπή εννέα κιθάρων του Richards από κλέφτες που μπήκαν ανενόχλητοι στην έπαυλη και έδρασαν την ώρα που οι παρευρισκόμενοι ήταν μαζεμένοι παρακολουθώντας τηλεόραση. Εικάζεται δε, ότι επρόκειτο για εμπόρους ναρκωτικών που προέβησαν στην κλοπή σε αντίποινα για «εμπόρευμα» που παρέμενε ανεξόφλητο. Τα ναρκωτικά «κυβερνούσαν» τον τόπο. Σύμφωνα με ένα άλλο περιστατικό η σύζυγος του Richards κατηγορήθηκε ότι προσπαθούσε να πείσει την έφηβη κόρη του Chef της βίλλας να δοκιμάσει ηρωίνη, με αποτέλεσμα ο πατέρας της να εκβιάζει τον Richards για να μην καταγγείλει το γεγονός. Βέβαια, σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Chef ήταν ο ίδιος dealer και δεν είχε καν κόρη...

Είθισται να λέμε ότι από τους στίχους μπορούμε να αποκαλύψουμε πολλά στοιχεία για τα βιώματά των μουσικών, αλλά αυτό ισχύει σε πολύ μικρό βαθμό στο "Exile On Main St.".  Όπως είπαμε, ο Jagger, αυτός ο χαρισματικότατος frontman, δε βρίσκεται στο προσκήνιο εδώ. Τα φωνητικά του δεν ακούγονται καθαρά και λειτουργούν περισσότερο σαν ένα ακόμη όργανο μέσα σε μια δαιμονιώδη ορχήστρα. Τι θα μπορούσε να λέει άλλωστε και τι συμπεράσματα θα μπορούσαμε να βγάλουμε π.χ. από τους στίχους στο "Rip This Joint", το γρηγορότερο τραγούδι που έχουν ηχογραφήσει;

«Wham, Bham, Birmingham, / Alabam' don't give a damn.
Little Rock and I'm fit to top. / Ah, let it rock.»

Μετά την εκμετάλλευση που είχαν υποστεί από τον πρώην μάνατζέρ τους Allen Klein (o Richards χαρακτήρισε το σχέση τους μαζί του ως «το τίμημα μιας ακριβοπληρωμένης εκπαίδευσης») πλέον δεν είχε ιδιαίτερη σημασία για εκείνους να φτιάχνουν τραγούδια που προορίζονταν να γίνουν επιτυχίες στα charts.  Έτσι, το άλμπουμ είναι γεμάτο «χύμα» στίχους (όχι ότι έλειψαν αυτοί ποτέ από τα τραγούδια τους), με έναν από τους χαρακτηριστικότερους το «You got to scrape that shit right off your shoes» στο "Sweet Virginia".

Στα λίγα κομμάτια που οι στίχοι ακούγονται καθαρά ("Casino Boogie", "Torn And Frayed", "Let It Loose", και "Soul Survivor"), μας δίνεται (μια κάποια) ευκαιρία να ρίξουμε μια ματιά στα άδυτα των χαοτικών ζωών των μελών του συγκροτήματος, αλλά κι εκεί τα πράγματα μόνο ξεκάθαρα δεν είναι. Οι στίχοι σε μερικά από τα κομμάτια γράφτηκαν με εντελώς τυχαίο τρόπο και ως εκ τούτου δεν προορίζονταν για να βγάζουν νόημα. Κάπως έτσι προέκυψαν τα «kissing cunt in Cannes» και «million dollar sad» που ακούγονται στο "Casino Boogie". Σύμφωνα με τον Jagger, η γραφή στο συγκεκριμένο κομμάτι είναι εμπνευσμένη από το στυλ του William Burroughs. Μην έχοντας κάτι καλύτερο στο μυαλό τους, είχαν γράψει μικρές φράσεις σε χαρτάκια, τα οποία πέταξαν σε ένα καπέλο κι από εκεί χρησιμοποίησαν στο τραγούδι ό,τι έτυχε να τραβήξουν.

Στο "Soul Survivor" υπάρχουν οι στίχοι: «You’ve got a cut-throw crew / I’m gonna sink under you. / You’re gonna be the death of me», για τους οποίους ο μύθος λέει ότι γράφτηκαν από τον Jagger και αναφέρονται στον Richards. Όταν ο Mick ρωτήθηκε σχετικά, το διέψευσε κατηγορηματικά λέγοντας ότι πιθανότατα τους στίχους τους είχε γράψει ο Keith. Από την άλλη μεριά, ο Richards ισχυρίζεται πως τα μοναδικά κομμάτια στα οποία έγραψε τους στίχους είναι το "Happy" και το "Torn And Frayed". Κάτι τέτοιες αντιθέσεις σε κάνουν να μη βγάζεις άκρη για το τι πραγματικά συνέβη, ποιός έκανε τι, πού σταματά η αλήθεια και πού αρχίζει ο μύθος και σου δείχνουν τον τρόπο να απολαύσεις τον μοναδικό αυτό δίσκο: απλά αφήνεσαι στον -πότε ξέφρενο και πότε χαλαρό- ρυθμό του και ακούς χωρίς να μπαίνεις στον κόπο να προσπαθείς να κατανοήσεις τι σημαίνουν όλα αυτά. Απλά ταξιδεύεις νοερά στις ξέφρενες μέρες (και νύχτες) στο υπόγειο της βίλλας Nellcôte.

Άλλωστε, δεν είναι καθόλου δύσκολο να βρεις σημεία να «πιαστείς». Η ακούραστη ρυθμική μηχανή των Wyman/Watts, η οποία παραμένει αλάνθαστη καθ’όλη τη διάρκεια του δίσκου και τα «ωμά» φωνητικά του Jagger που, παρ’ότι δε βρίσκεται στο προσκήνιο, ακούγεται σαν ένας πεινασμένος (για σέξ;) λύκος, είναι μόνο δυο πρώτης τάξεως «χειρολαβές». Από κοντά οι session μουσικοί που δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους. Τι να πει κανείς για τα υπέροχα «γεμίσματα» του Nicky Hopkins στο πιάνο του "Loving Cup" ή για τα gospel πίσω φωνητικά και τα πνευστά στο "Let It Loose"; Τα κρουστά του Watts στο "Shake Your Hips" είναι για σεμινάριο. Παρεμπιπτόντως, το κομμάτι αυτό μαζί με το "Stop Breaking Down" είναι τα μοναδικά στο δίσκο που δεν αποτελούν συνθέσεις των Jagger/Richards (έχουν γραφτεί από τον Slim Harpo και το Robert Johnson αντίστοιχα).

Πάντως, από πλευράς μεμονωμένων τραγουδιών, μόνο για το "Tumbling Dice" (US #7, UK #5) μπορεί να ειπωθεί ότι αποτελεί ένα κομμάτι αντάξιο των πάμπολλων εξαιρετικών singles που έχουν στο οπλοστάσιό τους. Παρ’όλα αυτά, στη συνολική διάρκεια του δίσκου (67 λεπτά) δεν υπάρχει ίχνος filler με ένα αξιοσημείωτα υψηλό επίπεδο να διατηρείται από τη χαρακτηριστική εισαγωγή του Richards στο απίθανο "Rocks Off" (ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα εναρκτήρια κομμάτια δίσκου) μέχρι την πλήρη έκταση της μπάντας και των session μουσικών στο fade-out του "Soul Survivor".

Σαν single κυκλοφόρησε και το "Happy" (US #22), πίσω από την ηχογράφηση του οποίου κρύβεται μια ωραία ιστορία.  Καθώς τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος είχαν νοικιάσει (ή αγοράσει όπως ο Charlie Watts) δικά τους σπίτια στη Γαλλία, είχε συμφωνηθεί να δουλεύουν από κοινού μεσοβδόμαδα, ώστε να μπορούν να βρίσκονται κοντά στις οικογένειές τους τα σαββατοκύριακα.  Ωστόσο, σε ένα από αυτά τα διαλλείματα ο Keith ένιωθε ορεξάτος (και το κυριότερο «διαυγής») και κάθισε να πειραματιστεί ηχογραφώντας με όσους φιλοξενούνταν στη βίλλα, όπως ο Jimmy Miller (παραγωγός), o Andy Johns (ηχολήπτης), o Bobby Keyes (σαξοφωνίστας) κι ο Jimmy Price (τρομπετίστας).  Κάπως έτσι, ένα σαββατοκύριακο προέκυψε το “Happy” με τον Richards στα φωνητικά και τον Jimmy Miller ως drummer (είχε ξαναπαίξει drums στο "You Can't Always Get What You Want" από το "Let It Bleed", ενώ ήταν εκείνος που χτύπαγε τη γελαδίσια κουδούνα στο "Honky Tonk Women"). Όταν τη Δευτέρα ξαναμαζεύτηκαν οι υπόλοιποι κι άκουσαν την ηχογράφηση, το "Happy" ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για όλους.

Το πανέμορφο "Let It Loose" που κλείνει την πρώτη πλευρά του δεύτερου δίσκου βινυλίου ξεκινάει με τους στίχους «Who’s that woman on your arm / All dressed up to you harm?», (οι οποίοι αποδίδονται στο Richards και θεωρούνται βιωματικοί). Οι στίχοι «Maybe your friends think I'm just a stranger / Some face you'll never see no more» προέρχονται από το παραδοσιακό folk κομμάτι "Man Of Constant Sorrow" που πολλά χρόνια αργότερα αγαπήσαμε στο "O Brother, Where Art Thou?" (2000) των αδελφών Cohen.

H country/blues μπαλάντα "Sweet Black Angel" είναι ένα από τα πιο πολιτικοποιημένα τραγούδια τους. Γραμμένο για την ακτιβίστρια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Angela Davis που ήταν κατηγορούμενη για φόνο την εποχή εκείνη. Εκτός από τον δίσκο βρίσκεται στη δεύτερη πλευρά του single "Tumbling Dice" και αποτελεί ένα από τα πιο όμορφα «άγνωστα» κομμάτια στη δισκογραφία του συγκροτήματος. Οι στίχοι του είναι εξίσου όμορφοι.

«Well de gal in danger, de gal in chains,
but she keep on pushin', would you do the same?
She countin' up de minutes, she countin' up de days.
She's a sweet black angel,
not a gun toting teacher, not a Red lovin' school marm;
ain't someone gonna free her,
free de sweet black slave, free de sweet black slave»

Ξεχωριστή θέση στον δίσκο καταλαμβάνει και το "Shine A Light" που έδωσε και τον τίτλο στη συναυλία τους που γυρίστηκε από τον Martin Scorsese και βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 2008. Το κομμάτι ξεκίνησε να γράφεται το 1968 και κατά κύριο λόγο πρόκειται για σύνθεση του Jagger. Ο αρχικός τίτλος του ήταν "Get A Line On You" και αφορά στη διαρκώς επιδεινούμενη εξάρτηση του Brian Jones από τα ναρκωτικά, η οποία οδήγησε στην απομάκρυνσή του από την μπάντα και τελικά στο θάνατο. Το κομμάτι ηχογραφήθηκε με τον Jimmy Miller στα drums αντί για τον Watts, τον Taylor στην κιθάρα (ο Richards απουσίαζε από την ηχογράφηση) και το σπουδαίο Billy Preston στα υπέροχα πλήκτρα. Από το 1995 που το ενέταξαν στο set list των συναυλιών τους, παραμένει μια από τις πιο φορτισμένες στιγμές στις εμφανίσεις τους.

Ωστόσο, οι ακολασίες που γίνονταν στη βίλλα δεν άργησαν να τραβήξουν την προσοχή της γαλλικής αστυνομίας και έτσι στα τέλη του Νοεμβρίου του 1971, οι Stones έφυγαν από τη Γαλλία και πήγαν στο Λος Άντζελες για να ολοκληρώσουν το δίσκο. Ακολούθησε μια κακόφημη περιοδεία στην Αμερική (Ιούνιος-Ιούλιος 1972) και στη συνέχεια η μπάντα πήγε στο Κίνγκστον της Τζαμάικα για να ξεκινήσει τις ηχογραφήσεις για το "Goats Head Soup" (1973).

Η περίοδος του "Exile On Main St." έκλεισε με την επιστροφή των Stones στη Γαλλία το Δεκέμβριο του 1972 για να παρουσιαστούν ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων σχετικά με τις κατηγορίες που εκκρεμούσαν σε βάρος τους για την κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών κατά τη διάρκεια της διαμονής τους στο Nellcôte. Απαλλάχτηκαν από τις περισσότερες κατηγορίες, αλλά ο Keith και η σύζυγός του Annita Pallenberg κρίθηκαν ένοχοι και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός έτους με αναστολή και πρόστιμο 5000 φράγκων. Επιπρόσθετα, στον Keith απαγορεύτηκε η είσοδος στη χώρα για δύο χρόνια.

Θέλει χρόνο για να ανακαλύψεις την ομορφιά του δίσκου. Δεν υπάρχουν και οι τρανταχτές επιτυχίες για να βοηθήσουν σε αυτό λειτουργώντας ως κράχτες.  Ωστόσο, το "Exile On Main St." είναι υπέροχο σαν σύνολο και ακούγεται θαυμάσια στην ολότητά του επιβραβεύοντας τον ακροατή σε κάθε άκουσμα. Το ακριβές μέγεθος της τεράστιας επιρροής του δύσκολα μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια. Πέρα από εκείνους που ορκίζονται στο όνομά του, υπάρχουν πολλοί που έχουν εμπνευστεί από αυτό χωρίς καλά-καλά να το έχουν συνειδητοποιήσει.

Παρά το νεφελώδες πέπλο που περιπλέκει την αλήθεια για τη δημιουργία του, αποτελεί το υπέρτατο πορτραίτο του χάους στις ζωές των μελών των Rolling Stones. Με όλα αυτά που έχουν γραφτεί, είναι πολύ δύσκολο να το ακούσεις χωρίς να ταξιδέψεις νοερά σε όσα εκείνα που συνέβησαν στην βίλλα Nellcôte εκείνους τους μήνες. Παράλληλα, το "Exile On Main St" σηματοδοτεί και τη μεγαλύτερή τους νίκη απέναντι σε ένα σύστημα που τους έκανε τη ζωή δύσκολη από τότε που ξεκίνησαν. Αφού τα κατάφεραν υπό διωγμό, μπορούσαν να τα καταφέρουν οπουδήποτε. Σαράντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του δίσκου και πενήντα από το ξεκίνημά τους, ξέρουμε πως τα κατάφεραν οπωσδήποτε. Πραγματικοί Soul Survivors.
  • SHARE
  • TWEET