The Ruins Of Beverast

The Thule Grimoires

Van (2021)
Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 02/02/2021
Μια ασφυκτική, ατμοσφαιρική, ακραία αλλά ταυτόχρονα άμεση και μελαγχολική δουλειά, η οποία σε παγιδεύει εντός του ανιμιστικού της κόσμου
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Οι Γερμανοί The Ruins Of Beverast αποτελούν μια από τις πιο ξεχωριστές μπάντες της extreme metal σκηνής. Το καλλιτεχνικό όχημα του Alexander von Meilenwald, με κάθε του κυκλοφορία, μορφοποιεί όλο και πιο διακριτά το ιδιαίτερο ύφος του, ενώ ταυτόχρονα φροντίζει να διατηρείται σε υψηλά ποιοτικά επίπεδα. Συνθέτοντας εκτεταμένες doom/black συνθέσεις με έντονη αξιοποίηση ατμοσφαιρών και samples, καθώς και επιβλητικών τυμπάνων, οι The Ruins Of Beverast αν και απαιτούν χρόνο για να απορροφηθούν από τους ακροατές, πάντοτε ανταμείβουν με τα τρομακτικά τους ηχοτοπία.

Έχουν περάσει αισίως (σχετικά, υπάρχει και μια πανδημία), τέσσερα χρόνια από την πέμπτη του δουλειά, το σαμανικό και τελετουργικό "Exuvia". Ο καλλιτέχνης, έπειτα από κάποιες ενδιαφέρουσες split κυκλοφορίες, επανήλθε με το επιβλητικό έκτο του άλμπουμ, "The Thule Grimoires". Το πρώτο δείγμα, έκανε ξεκάθαρη μια ηχητική στροφή, η οποία επιβεβαιώθηκε με την άφιξη ολόκληρου του άλμπουμ. Αυτήν τη φορά, ο Γερμανός επεδίωξε, και πέτυχε, στον μέγιστο βαθμό, μια ισορροπία ανάμεσα σε αμεσότητα και πολυπλοκότητα, ενώ ταυτόχρονα φρόντισε να δημιουργήσει εξαιρετικές φωνητικές γραμμές που κερδίζουν δικαιωματικά τον χώρο τους.

Τα (καθαρά) φωνητικά των The Ruins Of Beverast, ήταν σχεδόν σε κάθε κυκλοφορία ένα από τα κρίσιμα σημεία του ήχου τους. Όπως συμβαίνει και με τα ambient χωρία με τη χρήση samples. Μάλιστα, οι δύο αυτοί πυλώνες πάνω στους οποίους δομείται το ηχητικό τους οικοδόμημα, σταδιακά «έκλεβαν» την πρωτοκαθεδρία από τα κιθαριστικά riffs. Η ένταση του φαινομένου με το πέρασμα των ετών, πιθανώς να δυσκόλεψε αρκετούς στην παρακολούθηση της πορεία της μπάντας. Αυτή όμως η ειδοποιός διαφορά, που επιτρέπει στον ήχο του συγκροτήματος να ορθώνεται ως μια κινηματογραφική, soundtrack-ική σύλληψη, διαθέτοντας κατά μήκος της την απαραίτητη ψυχολογική φόρτιση, είναι που του επέτρεψε να εκπέμπει μοναδικά και απόκοσμα συναισθήματα.

Η συνθετική διαδικασία που ακολουθεί ο Meilenwald, όπως αποκάλυψε και στη συνέντευξή μας, διαφοροποιήθηκε ελαφρώς αυτήν τη φορά. Το αποτέλεσμα, είναι μια, εντυπωσιακή αναδιάρθρωση του ηχητικού σκελετού της μπάντας, υπό ένα πρίσμα που αντηχεί μια πιο άμεση και επιθετική νοοτροπία. Πλέον, στις επτά συνθέσεις του δίσκου, τα samples διαθέτουν έναν κυρίαρχο ρόλο, όπως και οι φωνητικές γραμμές. Τα πιο εκτεταμένα καθαρά φωνητικά που είχαν ποτέ σε δίσκο οι The Ruins Of Beverast, μετατρέπουν τις μακροσκελείς συνθέσεις σε άμεσα αντιληπτά τραγούδια, ενώ επιτρέπουν την ανάδειξη των πυκνών ηχητικών τους υποστρωμάτων. Στο τελευταίο, συμβάλλει τα μέγιστα η κιθαριστική προσέγγιση, η οποία, όπως συμβαίνει υπόκωφα στο εναρκτήριο, εντυπωσιακό "Ropes Into Eden", χαρίζει μερικά κρυφά αλλά εθιστικά leads, ενώ τα ρυθμικά μέρη δίνουν μια πιο τραχιά όψη.

Την ίδια στιγμή, ο δίσκος αναβλύζει μια μελαγχολία, η οποία, δεν συμβαδίζει απαραιτήτως με το θεματικό concept, αλλά το συμπληρώνει. Οι gothic ηχητικές αναφορές εντείνονται δίχως να υποδαυλίζουν την κτηνωδία που συντελείται στον πυρήνα των συνθέσεων. Ανέκαθεν, ίσως και εξαιτίας της θητείας του von Meilenwald στου Nagelfar, έδινα ιδιαίτερη βαρύτητα στους τυμπανιστικούς ρυθμούς των The Ruins Of Beverast. Στο "Exuvia", τα σχεδόν σε trance, τυμπανιστικά τερτίπια, σε συνδυασμό με την επαναληψιμότητα, ανέδειξαν την τελετουργική του υφή. Εδώ, όπως συμβαίνει στα μανιακά χτυπήματα του "The Tundra Shines", μεταδίδουν μια ανιμιστική.

Ο Freud εξερευνώντας στο "Totem Und Tabu" (1913) τη «γενεαλογία» της ψυχικής ζωής του ανθρώπου, αφιέρωσε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στη σύνδεσή του με τη μαγεία. Σε ένα από τα πρώτα του συμπεράσματα, κατέληξε πως ο πρωτόγονος (όπως οριζόταν) άνθρωπος είχε μεταφέρει τη συγκρότηση του ίδιου του ψυχικού του κόσμου στον εξωτερικό, δημιουργώντας μια πρώιμη κοσμοθεωρία ψυχολογικής προέλευσης, τον ανιμισμό. Κατά αυτόν τον τρόπο, ο ψυχίατρος θεωρούσε πως ο άνθρωπος επιχειρούσε να υποτάξει τα πράγματα στους νόμους της ψυχικής ζωής. Αυτή η παντοδυναμία των σκέψεων, η οποία τροφοδοτείται μέσω διαφορετικών συναισθηματικών καταστάσεων, συνοψίζει τη θεματική και αισθητική συνοχή του "The Thule Grimoires".

Οι The Ruins Of Beverast, χαρτογραφούν έναν κόσμο όπου ακατανόμαστα πνεύματα της φύσης επιχειρούν να εξαλείψουν τον άνθρωπο. Η υπεροψία του προς τη φύση, θα είναι και η καταδίκη του. Αυτή η οργή και η βαθιά θλίψη που αναδύονται πίσω από τα μυστικά χειρόγραφα, τους συμβολισμούς και τις ηχητικές κτηνωδίες φωνητικών και samples, δημιουργεί μια απάνθρωπη ηχητική οντότητα, η οποία επιδρά σε πολλαπλά επίπεδα. Η σημασία των φυσικών στοιχείων και του χώρου εντείνονται σε σχέση με το παρελθόν, με αποτέλεσμα ο κόσμος του "The Thule Grimoires" να σκιαγραφείται ορθότερα από ποτέ, όπως αντικατοπτρίζει και η συγκριτική του αμεσότητα. Πλέον, οι εξάρσεις στιγμών όπως το "Mammothpolis" ή το ανελέητο "Polar Hiss Hysteria", δεν έχουν τις τυπικές μυθολογικές προεκτάσεις. Όπως καθίσταται σαφές από το ιδιαίτερα άμεσο και πνιγηρό "Kromle’ch Knell", τα πνεύματα αυτή τη φορά έχουν σαφές πεδίο δράσης και στόχευση.

Αν υπάρχει μια στιγμή που να συνοψίζει στο έπακρο όλες τις επιμέρους πτυχές του άλμπουμ, είναι το "Anchoress In Furs". Από το μαστίγωμα που συντελείται στα πιατίνια, μέχρι τα ξαφνικά τυμπανιστικά γεμίσματα, και από την κυρίαρχη φωνητική γραμμή μέχρι την ανέλιξη ενός πανέμορφου κιθαριστικού lead, όλα ενυπάρχουν, σε μια αργή και επίπονη σταδιακή κορύφωση. Η δυαδικότητα του "The Thule Grimoires" αποκαλύπτεται σε όλο της το μεγαλείο, με αποτέλεσμα η καταβύθιση στον ηχητικό του πυρήνα να είναι πιο απότομη. Το συγκρότημα, κατάφερε χωρίς να αλλοιώσει τις συνθετικές του δομές (προσέξτε όσα διαδραματίζονται από το πέμπτο λεπτό και μετά), να ενσωματώσει στρατηγικά σημεία από όλη του τη δισκογραφία, δίχως να αποπροσανατολίζεται.

Το φινάλε του δίσκου με το δεκατετράλεπτο "Deserts To Bind And Defeat", λειτουργεί αντίστροφα. Η πιο προσωπική και ανθρώπινη σύνθεση του δίσκου, είναι μια στιγμή ενδοσκόπησης. Στην συνέντευξη, ο von Meilenwald θεωρεί πως εδώ ενυπάρχουν κεκαλυμμένες οι προσωπικές του ευθύνες ως μέλος της κοινωνίας. Έτσι, η περιπλάνηση στις επτά τοποθεσίες του concept, θα έχει έναν τερματικό σταθμό. Τα συμπεράσματα από τις ιδιότητες του εξωτερικού κόσμου θα αντικατοπτριστούν στον ψυχισμό του ατόμου, το οποίο, λίγο πριν εκπνεύσει, θα βιώσει την απόγνωση και την απομόνωση. Η έρημος καίει και τα όρνεα με τον Ήλιο καραδοκούν. Η ανιμιστική προσέγγιση, φέρνει τον άνθρωπο στην πραγματική του θέση ως κατηγορία, αντίθετα με αυτή που τον τοποθέτησε η υπεροψία του. Το blastbeat στα 5μιση λεπτά είναι μόνο η αρχή. Τα ηχοτοπία των samples στην τελευταία σεκάνς του κομματιού, κρύβουν την αλήθεια.

Οι The Ruins Of Beverast παρέδωσαν με το "The Thule Grimoires" ένα έργο που επιβεβαιώνει την μοναδικότητα της καλλιτεχνικής τους πρότασης. Ισορροπώντας μεταξύ ενστίκτου και προσχεδιασμού, βρήκαν την τομή με την οποία μπορεί ένας δίσκος 70 λεπτών να μην αποξενώνει τους ακροατές αλλά να τους ενθαρρύνει να τον μελετήσουν διεξοδικά. Καίρια δομημένος, με εξαιρετικές δυναμικές και μια άριστη παραγωγή, ο έκτος δίσκος της μπάντας την βρίσκει στην πιο μαζική αλλά και ταυτόχρονα πιο εσωστρεφή της στιγμή. Όπου και να επιλέξει να ρίξει κανείς το βάρος, οι The Ruins Of Beverast είτε θα τον συναρπάσουν είτε θα τον υπνωτίσουν. Αυτή είναι η δυναμική τους και εδώ ξεδιπλώνεται στο έπακρο.

Youtube
Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET