Paul Weller

Wake Up The Nation

Island (2010)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 21/12/2010
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Το "Wake Up The Nation" είναι το δέκατο προσωπικό album του Paul Weller στα 18 χρόνια της solo καριέρας του κι έρχεται μετά το πολύ καλό "22 Dreams" (2008), με το οποίο είχε κερδίσει Brit Award. Εδώ, ο πάλαι ποτέ Modfather συνεχίζει τους πειραματισμούς, οι οποίοι, ωστόσο, αποδεικνύονται ιδιαιτέρως επιτυχημένοι, τόσο εμπορικά, όσο και καλλιτεχνικά. Προ διετίας κατάφερε να σκαρφαλώσει στην κορυφή του βρετανικού album chart. Φέτος σταμάτησε στη δεύτερη θέση. Καθόλου άσχημα. Παράλληλα, σύσσωμος ο βρετανικός τύπος το φιλοδώρησε με πέντε αστέρια. Η επίδοση αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, ιδιαίτερα τώρα, στο τέλος της χρονιάς, που οι βραβεύσεις διαδέχονται η μια την άλλη. Η αναγνώριση της προσφοράς του -στην Αγγλία τουλάχιστον- είναι καθολική. Uncut Music Award, υποψηφιότητα για Mercury Prize αλλά και πολύ καλό πλασάρισμα στις λίστες με τα καλύτερα album του 2010 (#3, #6 και #9 για το Uncut, το Mojo και το Q αντίστοιχα).  

To "22 Dreams" υπήρξε σταθμός στην καριέρα του, καθώς τον έβγαλε από το τέλμα στο οποίο φαινόταν να έχει «εγκλωβιστεί» για το μεγαλύτερο μέρος της προηγούμενης δεκαετίας, υποδυόμενος το ρόλο του πατήρ φαμίλια της βρετανικής pop. Ετσι, τo 2008 ξεφορτώθηκε τη μπάντα του και έκανε χωριό με τον παραγωγό Simon Dike, που τον βοήθησε να φτιάξει τον πιο πειραματικό δίσκο του εδώ και χρόνια, ο οποίος -περιέργως- κατέληξε να γίνει και ο πιο πετυχημένος για μια ολόκληρη δεκαετία. Φέτος επέστρεψε με μια εξίσου φιλόδοξη δουλειά, τον ίδιο παραγωγό, αλλά και κάποιους παλιόφιλους, οι οποίοι τον βοηθούν να ακούγεται σχεδόν όσο τσαμπουκαλεμένος και άμεσος ακουγόταν στα χρόνια των Jam. Έπειτα από 28 χρόνια συνεργάζεται ξανά με τον Bruce Foxton, μπασίστα του θρυλικού συγκροτήματος, με τη συνεργασία να προκύπτει μέσα από ιδιαίτερες συνθήκες. Με τον πατέρα του να πεθαίνει, ο Weller αποφάσισε να τηλεφωνήσει στο Foxton, του οποίου η σύζυγος ήταν επίσης στο τελευταίο στάδιο, κι από εκεί και πέρα όλα ήρθαν κι έδεσαν ("Fast Car/Slow Traffic").  

Κακά τα ψέματα, κανείς από τη γενιά του δε μπορεί να συγκριθεί μαζί του σήμερα. Πρακτικά, από τους Βρετανούς «συμμαθητές» του, εκείνους που ξεπήδησαν στα τέλη των '70s, ελάχιστοι παραμένουν ενεργοί και μόνο ο μεγάλος Elvis Costello πρέπει να έχει μάτια να τον κοιτάξει. Για τους συμπατριώτες του, ο Weller έχει ανέλθει στο status του εθνικού ήρωα. Και πώς θα μπορούσε να μην είναι έτσι, όταν παραμένει τόσο παραγωγικός και συνεπής στα υψηλά standards που έχει θέσει, παρά τα 52 χρόνια του. Φέτος θεωρείται ήρωας και για έναν ακόμη λόγο. Σε μια περίοδο που η Βρετανία μοιάζει με καζάνι που βράζει και γνωρίζει ιδιαιτέρως έντονες κοινωνικές εντάσεις, αυτός είχε ήδη προλάβει να δώσει τον τόνο για τις επερχόμενες εξελίξεις, ήδη από τις αρχές της χρονιάς. Ο τίτλος του δίσκου μιλάει από μόνος του για τη θέση του Weller απέναντι στα κακώς κείμενα. Το πόσο άβολα νιώθει στο σύγχρονο κόσμο καθίσταται ξεκάθαρο στο ομότιτλο κομμάτι («Get your face off the Facebook and turn off your phone / The death of the post box and nowhere feels home»), χωρίς να εξαντλείται σε αυτό (π.χ. το "7&3 Is The Striker's Name").

Σε λιγότερο από 40 λεπτά συνολικής διάρκειας μας παραδίδει 16 κομμάτια, με λίγα από αυτά να υπερβαίνουν τα τρία λεπτά και αρκετά που μόλις ξεπερνούν τα δύο. Σε συνέχεια του ηχητικού κολάζ του "22 Dreams" συνεχίζει έτοιμος να δοκιμάσει τα πάντα. Βέβαια, αυτό έχει και τις παρενέργειές του, καθώς πολλά tracks μοιάζουν μισοτελειωμένα.  Στυλιστική ποικιλία, άρπες, R&B και funk στοιχεία εδώ κι εκεί, χαοτικές κιθάρες παρέα με τον Kevin Shields των My Bloody Valentine και ένα autofocus σκοπίμως ξεχασμένο στη θέση «manual», χωρίς κανείς να δείχνει διάθεση να κάνει κάτι για αυτό. Με μια τόσο αχαλίνωτη διάθεση πειραματισμού, είναι ευνόητο πως ο δίσκος συνολικά δεν είναι καθόλου εύκολος με το πρώτο άκουσμα. Υπάρχουν, φυσικά, τα tracks εκείνα που σε πιάνουν με την πρώτη, όπως το "Aim High", που μας γυρίζει στα χρόνια των Style Council, ή το πανέμορφο "No Tears To Cry", που πατάει με μαεστρία στους ήχους της Nothern Soul (εδώ, μαζί του είναι κι ο θρυλικός 72χρονος drummer των Tornados, Clem Cattini), αλλά, όπως και στο "22 Dreams", υπάρχουν αρκετά ορχηστρικά κομμάτια που δημιουργούν την εικόνα ενός ασύνδετου μουσικού καμβά που σε πρώτη ανάγνωση μπορεί να φαντάζει αρκετά δυσανάγνωστος.

Με τέτοια διάθεση, δεν πρέπει να ξαφνιάζει ότι οι περισσότεροι στίχοι γράφτηκαν επί τόπου, μέσα στο studio, μερικές φορές χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία είναι η αλήθεια. Κατηγορούμε συχνά τους hip-hoppers ότι έχουν περιορισμένη θεματολογία και ηλίθιους macho στίχους που αφορούν σε αμάξια και γκόμενες, αλλά να που αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες και τα μεταχειρίζεται ακόμη κι ο Weller: «Once I was a man, my cock as hard as wood» λέει στο κατά τα άλλα ενδιαφέρον και πολυεπίπεδο "Trees", οι ιδέες του οποίου θα μπορούσαν να αποτελούν τη βάση για τουλάχιστον πέντε ξεχωριστά κομμάτια.

Όσο καλό κι αν είναι το "No Tears To Cry", το κομμάτι εκείνο που έχει «κρατήσει» περισσότερο μέσα μου είναι το "Find The Torch, Burn The Plans", το οποίο, παρόλο που είναι παιγμένο σχεδόν με τον ίδιο τρόπο από την αρχή μέχρι το τέλος, μου αποπνέει μια πολύ αισιόδοξη, σχεδόν λυτρωτική αύρα. Παράλληλα, δίνει τον τίτλο και σε ένα πολύ ενδιαφέρον live DVD που μόλις κυκλοφόρησε.

Ειλικρινά, δεν ξέρω αν το album είναι τόσο καλό, όσο προσπαθούν να μας πείσουν οι Βρετανοί. Σίγουρα περιέχει ορισμένα πολύ καλά κομμάτια και το δίχως άλλο δημιουργεί μια πολύ ενδιαφέρουσα ατμόσφαιρα, χωρίς ωστόσο αυτή να είναι πάντοτε ευχάριστη, ενώ εξ ορισμού και εκ προθέσεως είναι ανομοιογενής και στερείται εμβάθυνσης. Παρ' όλα αυτά, εκείνο που αναμφίβολα οφείλουμε απέναντι στο Weller είναι μια βαθιά υπόκλιση και μια αναγνώριση της ικανότητας που έχει αναπτύξει να αξιοποιεί με αβίαστο και ευφάνταστο τρόπο τη συσσωρευμένη πείρα και τις αναφορές του. Κάνοντας πλήρη χρήση του εξαιρετικά πλούσιου μουσικού του λεξιλογίου, μας (ξανα)έδωσε ένα δίσκο, στον οποίο εξερευνά, επιτυχώς, μουσικά μονοπάτια δίχως κανέναν περιορισμό.
  • SHARE
  • TWEET