Lankum

False Lankum

Rough Trade (2023)
Από τον Αντώνη Καλαμούτσο, 03/04/2023
Ένα μεγαλειώδες άλμπουμ που είναι ικανό να αλλάξει την αντίληψη μιας γενιάς για το τι είναι η folk μουσική
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Σκόπευα να αρχίσω αυτό το κείμενο με μια σύντομη εισαγωγή σχετική με τις έννοιες της παράδοσης και της πρωτοπορίας, συνειδητοποιώ όμως ότι πρέπει και αυτή την φορά να αφήσω το συναίσθημα να οδηγήσει τις λέξεις. Ας σας συστήσω λοιπόν τους Lankum, ένα μικρό και ταπεινό συγκρότημα από το Δουβλίνο της Ιρλανδίας. Ένα συγκρότημα φτιαγμένο από τους αδελφούς Ian και Daragh Lynch οι οποίοι, αφού πρώτα περιπλανήθηκαν στο punk και το metal underground της δεκαετίας των '00s, αποφάσισαν μαζί με την Radie Peat και τον Cormac MacDiarmada να κοιτάξουν κατάματα την μουσική τους παράδοση, όπως κάνουν κάποια στιγμή σχεδόν όλοι οι Ιρλανδοί.

Τα δύο πρώτα άλμπουμ των Lankum - το πρώτο το κυκλοφόρησαν ως Lynched - φανέρωναν ένα γκρουπ που είχε διάθεση να διασκευάσει Irish folk σκοπούς (tunes), διατηρώντας ταυτόχρονα μια πολιτική αλλά και μια κωμική διάθεση. Ήταν δύο πολύ καλά άλμπουμ που έβλεπαν τα πράγματα με την ταξική συνείδηση της εργατικής τάξης του Δουβλίνου, αφήνοντας ταυτόχρονα κι ένα ύπουλο σκοτάδι να τρυπώσει εντός τους. Και τότε ξαφνικά, οι Lankum αφήνουν με το εξαιρετικό "The Livelong Day" του 2019 το βλέμμα τους να φύγει από την πόλη τους και να περιπλανηθεί πάνω από την Ιρλανδία συνολικά, με σκοπό να την δουν ξανά και να την επαναπροσδιορίσουν, μέσα από την μουσική.

Το άλμπουμ εκείνο αποτέλεσε ένα μικρό σοκ: το κουαρτέτο είχε πια εξελιχθεί σε ένα σχήμα που μπορούσε να εστιάσει στις σκοτεινότερες αποχρώσεις - ηχητικές μα και στιχουργικές - της ιρλανδικής παράδοσης, να τις ενισχύσει και να τις οδηγήσει σε νέες κατευθύνσεις, μέσα από την χρήση drone τεχνοτροπιών που έφερναν πια τους Lankum στα πρόθυρα του doom, κι ας χρησιμοποιούν σχεδόν αποκλειστικά ακουστικά όργανα - uillean pipes, harmonium, κονσερτίνες, βιολί, ακουστικές κιθάρες. Κάπου εκεί, όσοι αγαπούσαμε ήδη την μπάντα, πιστέψαμε ότι οι Lankum έφτασαν στον μουσικό τους προορισμό.

Αλίμονο όμως. Οι Lankum στο νέο τους άλμπουμ αρπάζουν μια βάρκα και βουτάνε στην θάλασσα. Αυτή την φορά, με το "False Lankum", θέλουν να δουν όλο τον κόσμο.

Φτάνουν σε αχαρτογράφητες περιοχές αγνού τρόμου, σε αλλόκοτες χρήσεις του δυσαρμονικού στοιχείου και σε ένα παράδοξο μουσικό σύμπαν, όπου το industrial φτιάχνεται ξανά από την αρχή με folk υλικά

Το "False Lankum" πατάει μεν στα όσα έκανε ο προκάτοχος του, τα πάει δε πολλά βήματα παραπέρα, βρίσκοντας την μπάντα να εξερευνά τα όρια και τα άκρα της. Οι μελωδικές στιγμές του άλμπουμ είναι ακόμη πιο μελωδικές απ' ότι παλιά, είναι σχεδόν αγγελικές. Όμως ταυτόχρονα οι θορυβώδεις αναζητήσεις των Lankum, ξεπερνούν πλέον κατά πολύ τα όρια του κοινού drone: Φτάνουν σε αχαρτογράφητες περιοχές αγνού τρόμου, σε αλλόκοτες χρήσεις του δυσαρμονικού στοιχείου και σε ένα παράδοξο μουσικό σύμπαν, όπου το industrial φτιάχνεται ξανά από την αρχή με folk υλικά. Πρέπει να το ακούσεις για να το καταλάβεις.

Στο άλμπουμ υπάρχουν εννέα συνθέσεις και τρία σύντομα υπέροχα noise/ambient ιντερλούδια που οδηγούν την ροή του. Από τα εννέα track, τα επτά είναι διασκευές, οι Lankum όμως είναι άρχοντες της μεταμόρφωσης: όπως πήραν πριν τέσσερα χρόνια ένα χαρωπό drinking song και το μετέτρεψαν σε doom έπος, έτσι και τώρα ξεκινούν τον δίσκο τους με το "Go Dig My Grave", γνωστό ως "Butcher Boy" και "Railroad Boy" στην σκωτσέζικη και αμερικανική folk παράδοση αντίστοιχα. Η Radie Peat με την εκπληκτική της φωνή αποδίδει τον θρήνο μιας τυπικής ιστορίας προδοσίας, πριν αυτός ξεσπάσει σε μια μακρόσυρτη και πένθιμη dissonant εικόνα του κρεμασμένου κοριτσιού. Ή αργότερα στον δίσκο, παίρνουν το "On A Monday Morning" - ένα σχεδόν σατιρικό τραγούδι - και το μετασχηματίζουν σε έναν ύμνο προς τον αλκοολισμό και τα χαμένα σαββατοκύριακα της «ανόητης» νιότης.

Ανέφερα πριν τις αγγελικές στιγμές, πρόσεξε όμως πως οι Lankum φροντίζουν να προσθέσουν παντού μελανές πινελιές. Φόρα τα καλά σου ακουστικά και άκου το σκοτεινό χάσμα του field recording κάτω από το γλυκύτατο "Newcastle". Άκου τα στιγμιαία δυσοίωνα περάσματα του βιολιού που χρωματίζουν την απελπισία του ναυτικού στο "Clear Away In The Morning" ή το εκπληκτικό "Lord Abore And Mary Flynn" - στο οποίο ο MacDiarmada μας συστήνει για πρώτη φορά την θαυμάσια late 60s χροιά της φωνής του - το οποίο, παρά την ομορφιά του, δεν παύει να είναι ένα πικρό murder ballad. Μέσα στα 70 λεπτά του, το "False Lankum" διαγράφει ένα ταξίδι διαρκών εναλλαγών ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Ένα πάντρεμα που για λίγο θα γίνει θρίαμβος στο φινάλε του "New York Trader" όταν ο σκληρός καπετάνιος ριχτεί στην θάλασσα - κι αφού ο Ian δώσει λίγη από την παλιά του punk ψυχή.

Ακόμα όμως και οι δύο δικές τους συνθέσεις ενισχύουν τις βαθύτερες πειραματικές τους ορέξεις. Το "Netta Perseus" ξεκινάει σαν μια μελαγχολική μπαλάντα για να αποδομηθεί και να αρχίσει ξανά ως κάτι σχεδόν δαιμονικό. Από την άλλη, το 13λεπτο "The Turn" που κλείνει τον δίσκο έχει βιβλικές ορέξεις. Οι ελαφρώς ψυχεδελικές του μελωδίες κατευθύνονται σαν βαρκούλα προς τον ορίζοντα. Και τότε, ο ήλιος αρχίζει να την καταπίνει - επί 7 λεπτά! - μέσα από τείχη αγνού θορύβου, και δεν υπάρχει ελπίδα, και δεν υπάρχει διαφυγή.

Δεν εξερευνούν τον ήχο, όπως κάνουν ένα σωρό ποιοτικά avant-folk σχήματα, αλλά περισσότερο έχουν ανακαλύψει μια νέα αίσθηση στην παραδοσιακή μουσική. Και κάνοντας το αυτό, αλλάζουν την αντίληψη μας για την ίδια την φύση της traditional folk

Για αρκετό καιρό πριν βγει το άλμπουμ, διάβαζα κριτικές από έντυπα όπως ο Guardian, το Mojo ή το Uncut. Έλεγαν ότι «η folk μουσική βρήκε το OK Computer της» ή ότι «οι Lankum είναι οι Swans της folk», και άλλα τέτοια. Όλα αυτά θεωρώ ότι τους αδικούν κατάφωρα, διότι οι Lankum κάνουν κάτι ολοκληρωτικά δικό τους. Δεν εξερευνούν τον ήχο, όπως κάνουν ένα σωρό ποιοτικά avant-folk σχήματα, αλλά περισσότερο έχουν ανακαλύψει μια νέα αίσθηση στην παραδοσιακή μουσική. Και κάνοντας το αυτό, αλλάζουν την αντίληψη μας για την ίδια την φύση της traditional folk. Μπορεί να παραμείνουν ένα μικρό και ταπεινό γκρουπ, κάθε πειραματιστής της irish folk όμως - ένα genre που είναι παγκόσμιο - στο εξής θα σκοντάφτει πάνω στο "False Lankum".

Γράφω αυτό το κείμενο γνωρίζοντας ότι το "False Lankum" δεν απευθύνεται στο πλατύ rock κοινό. Παρόλα αυτά, από την δική μου θέση, όπως πάντα θα παροτρύνω τον επίδοξο ακροατή να αντισταθεί στην βεβιασμένη ακρόαση, να βυθιστεί στον ήχο, να διαβάσει τους στίχους. Ίσως έτσι αποκαλυφθεί καλύτερα τί έχουν φτιάξει οι Lankum, πως μπορεί ένα folk άλμπουμ να είναι τόσο καταπληκτικό κι επίκαιρο και πως γίνεται το κορυφαίο τραγούδι του να είναι ένα reel: το υπέρτατο "Master Crowley’s" σε καλεί με την bass concertina του να χορέψεις με τον διάβολο και να χτυπήσεις το πόδι σου στα πάτωμα, πριν χαθείς μέσα στις post-industrial κλαγγές του.

Και μακάρι αυτή η βάρκα να μην σταματήσει ποτέ.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET