Caligula's Horse: «Η αγάπη του κόσμου για το παλαιότερο υλικό είναι συνήθως προϊόν νοσταλγίας»

Μιλήσαμε για το νέο άλμπουμ των Αυστραλών με τον κιθαρίστα Sam Vallen και τον τραγουδιστή Jim Grey

Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 14/09/2017 @ 12:17

Οι Caligula's Horse είναι από τις μπάντες που με σταθερά βήματα, από άλμπουμ σε άλμπουμ, γίνονται όλο και πιο γνωστοί σε έναν ευρύτερο κύκλο. Το τέταρτο στούντιο άλμπουμ τους "In Contact" έχει τα φόντα να τους ανεβάσει ακόμα ψηλότερα και οι κινητήριοι μοχλοί πίσω από τη δημιουργικότητα της μπάντας, ο Sam Vallen (κιθάρα) κι ο Jim Grey (φωνή) μας μιλάνε για αυτό, για την φιλοσοφία που τους διακατέχει ως καλλιτέχνες και για πολλά ακόμα ενδιαφέροντα θέματα.

Πάντα θέλουμε να κάνουμε ένα επιπλέον βήμα μπροστά σε σχέση με τα προηγούμενα άλμπουμ μας και να συνεχίσουμε να εξελισσόμαστε ως μουσικοί, συνθέτες και άνθρωποι

Κάθε φορά που ξεκινάτε να φτιάξετε έναν καινούριο δίσκο έχετε κατά νου τις προηγούμενες δουλειές σας; Πιστεύετε πως πρέπει να υπάρχει μια κάποιου είδους συνέχεια ή κάποιου είδους πρόοδος από δίσκο σε δίσκο; Ή πάτε με την λογική «ό,τι προκύψει»; Τι συνέβη αυτή την φορά;

Jim: Υπό μια έννοια, ναι - πριν καν ξεκινήσουμε να γράψουμε καινούριο δίσκο, πάντα καθόμαστε και συζητάμε σχετικά με την κατεύθυνση που θέλουμε να πάρουμε, το σκηνικό που θέλουμε να δημιουργήσουμε. Τις περισσότερες φορές αυτό βασίζεται σε αυτά που δεν έχουμε κάνει, αυτά που δεν μπορέσαμε ακόμη να εκφράσουμε. Οπότε, πάντα θέλουμε να κάνουμε ένα επιπλέον βήμα μπροστά σε σχέση με τα προηγούμενα άλμπουμ μας και να συνεχίσουμε να εξελισσόμαστε ως μουσικοί, συνθέτες και άνθρωποι.

Caligula's Horse

Θεωρώ το "In Contact" λίγο πιο heavy από το "Bloom" και ίσως πιο κοντά στους δυο πρώτους σας δίσκους. Συμφωνείτε; Αν ναι, τι πιστεύεις πως ήταν αυτό που σας οδήγησε προς αυτή την κατεύθυνση;

Sam: Συμφωνώ απόλυτα! Ο Jim ουσιαστικά απάντησε εν μέρει σε αυτό στην προηγούμενη ερώτηση: αναζητούμε πάντα μια ανεξερεύνητη περιοχή. Πάντα μας συναρπάζει να δούμε πως μπορούμε να προσαρμοστούμε και να αλλάξουμε την προσέγγιση των Caligula’s Horse σε κάθε νέα μας κυκλοφορία. Ένα μεγάλο μέρος του "In Contact" προέκυψε από την συνειδητοποίηση των δυνατοτήτων του Josh (του νέου μας ντράμερ) και με το να εκμεταλλευτούμε αυτές φτιάχνοντας πιο γρήγορα και περίπλοκα τραγούδια. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, ένα μεγάλο μέρος του είναι εντελώς οργανικό και δεν έγινε καθ’ υπόδειξη. Ίσως πρόκειται για κάποια καταπιεσμένη επιθετικότητα η οποία δεν είχαμε συνειδητοποιήσει πως βγήκε στην επιφάνεια!

Είναι ολίγον τι κακόγουστο για μια μπάντα σαν εμάς, που κινείται περιφερειακά σε ένα ευρύτερο πλαίσιο και σε μουσικά στυλ που έχουν περισσότερο να κάνουν με την αισθητική, το να υιοθετήσει την οποιαδήποτε ταμπέλα

Προτιμάτε να χαρακτηρίζετε τους εαυτούς σας ως «progressive metal μπάντα με rock στοιχεία» ή ως «progressive alternative rock μπάντα με κάποια heavy στοιχεία»; Η αλήθεια είναι πως οι διαχωριστικές γραμμές είναι πολύ λεπτές και πως παίζετε σε περισσότερα από ένα χωράφια. Υπάρχει τελικά κάποιος λόγος να υπάρχουν όλες αυτές οι ταμπέλες;

Sam: Νομίζω πως δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι ολίγον τι κακόγουστο για μια μπάντα σαν εμάς, που κινείται περιφερειακά σε ένα ευρύτερο πλαίσιο και σε μουσικά στυλ που έχουν περισσότερο να κάνουν με την αισθητική, το να υιοθετήσει την οποιαδήποτε ταμπέλα. Δεν με πολύ ενδιαφέρει να βρω που ταιριάζουμε εμείς σε αυτό το πλαίσιο, αλλά παράλληλα καταλαβαίνω την ανάγκη να υπάρχει μια τέτοια γλώσσα συνεννόησης, οπότε δεν το αντιμάχομαι, ούτε λέω πως δεν έχει κάποια αξία όλο αυτό.

Καλώς ή κακώς, ο όρος progressive έχει καταλήξει να σημαίνει -από τότε που οι δημοσιογράφοι βοήθησαν να καθιερωθεί ως αυτόνομο είδος στις αρχές των '70s- ένα σύνολο χαρακτηριστικών που περιγράφεται ως εξής: μια διάθεση προς την εξερεύνηση και τον πειραματισμό, το να είσαι ανοικτός σε αντισυμβατικές επιρροές. Οπότε, υπό αυτή την ερμηνεία, δεν υπάρχει πρόβλημα, όποια ταμπέλα και να μας κολλήσεις.

Caligula's Horse

Το πρώτο πράγμα το οποίο μου κέντρισε το ενδιαφέρον ήταν το artwork του δίσκου. Είχατε πολύχρωμα εξώφυλλα στους προηγούμενους δίσκους σας, αλλά αυτό μου έφερε στο μυαλό κάτι από ένα παλιό βιβλίο. Πρώτα ήρθε η μουσική ή το εξώφυλλο; Υπάρχει κάποια σύνδεση μεταξύ αυτών των δυο;

Jim: Η μουσική και η θεματολογία ήρθαν πρώτα. Ξέραμε πως θέλαμε κάτι εντυπωσιακό, πολύχρωμο και πρωτότυπο για το εξώφυλλο, οπότε ψάξαμε για καλλιτέχνες διαφόρων στυλ για έμπνευση, μέχρι που ο Sam έπεσε πάνω στον Conor Maguire. Η δουλειά του πραγματικά μας μίλησε και του δώσαμε κάποια στοιχεία σχετικά με το θέμα του δίσκου και κάποια σκηνικά βασισμένα σε στίχους. Ακόμα και τα πρώτα σχέδια του με κάρβουνο μας εντυπωσίασαν, τα κατάφερε τέλεια.

Όλες οι μορφές της τέχνης θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μια προσπάθεια ενός ανθρώπου να θυμηθεί το όνειρο που κάποτε όλοι μας μοιραζόμασταν, αλλά πλέον έχει ξεχαστεί

Το "In Contact" είναι ένας concept δίσκος, αλλά όχι με την παραδοσιακή έννοια, καθώς υπάρχουν τέσσερα διαφορετικά κεφάλαια. Πρόκειται για κεφάλαια της ίδιας ιστορίας ή πρόκειται για τέσσερις διαφορετικές ιστορίες που συνδέονται με κάποιον τρόπο; Δώσε μας κάποιες λεπτομέρειες σχετικά με το βασικό θέμα και τους στίχους.

Jim: Τα κεφάλαια είναι ξεχωριστά μεταξύ τους και το καθένα ακολουθεί την ιστορία ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα. Το μοναδικό πράγμα που συνδέει τους χαρακτήρες σε αυτές τις ιστορίες είναι το γεγονός πως πρόκειται για καλλιτέχνες που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο προσπαθούν να βελτιώσουν τις ζωές τους. Αυτό το θέμα της «προσπάθειας για απήχηση» διαχέεται σε όλο τον δίσκο, μιας και αυτό που ενέπνευσε αυτές τις ιστορίες ήταν η ιδέα πως όλες οι μορφές της τέχνης θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μια προσπάθεια ενός ανθρώπου να θυμηθεί το όνειρο που κάποτε όλοι μας μοιραζόμασταν αλλά, πλέον έχει ξεχαστεί. Οπότε, ο κάθε χαρακτήρας προσπαθεί να προσεγγίσει μια καλύτερη ζωή, αλλά ταυτόχρονα προσεγγίζει αυτό το όνειρο εν αγνοία του.

Δεν δέχομαι πως υπάρχει συσχέτιση μεταξύ αυτού του εσωτερικού μαρτυρίου που προκαλούν τα ναρκωτικά και της καλής τέχνης

Είδα το βίντεο στο οποίο μιλάτε για τις ιστορίες των τεσσάρων τραγουδιών και βρήκα το θέμα  πολύ ενδιαφέρον. Πολλοί καλλιτέχνες, ιδιαίτερα στον rock/metal χώρο, φαίνεται πως βιώνουν πράγματα τα οποία τους καταστρέφουν ως ανθρώπους και δεν μπορώ να μην σκεφτώ τον Chris Cornell και τον Chester Bennington. Γιατί πιστεύετε πως συμβαίνει κάτι τέτοιο;

Sam: Στην πραγματικότητα, αγγίζεις ένα θέμα το οποίο αποτέλεσε έμπνευση για το πρώτο κεφάλαιο του "In Contact", το "To The Wind". O Jim και εγώ συχνά συζητάμε για τον τρομακτικό τρόπο με τον οποίο αξιολογεί το κοινό την αυτοκαταστροφή στην τέχνη. Την ιδέα πως ο καλλιτέχνης πρέπει να υποφέρει και πως όλος αυτός ο πόνος κατά κάποιο τρόπο εμποτίζει την τέχνη τους με έναν μεγαλύτερο αίσθημα ορθότητας και αυθεντικότητας.

Αυτό για το οποίο μιλάω είναι όταν ακούς ανθρώπους να μιλάνε για την χρήση ναρκωτικών που έκαναν κάποιοι καλλιτέχνες ή για το πώς «ξέφυγαν» (σ.σ.: went off their meds) προκειμένου να δημιουργήσουν ένα συγκεκριμένο έργο. Το μαρτύριό τους - το οποίο πολλές φορές οδηγεί στον θάνατο ή την αδυναμία για βιοπορισμό -γίνεται προνόμιο.

Δεν δέχομαι πως υπάρχει συσχέτιση μεταξύ αυτού του εσωτερικού μαρτυρίου και της καλής τέχνης και πραγματικά εύχομαι οι κρίσεις της τέχνης να αποκολληθούν από αυτό γιατί αλλιώς απλά θα διαιωνίζεται μια άσχημη κατάσταση.

Το να γράψει κάποιος άσχημα σχόλια στο youtube ή μια ακαλαίσθητη κριτική απαιτούν ελάχιστο κόπο συγκρινόμενα με την προσπάθεια που πρέπει να καταβάλει κάποιος για να φτιάξει έναν δίσκο, έναν πίνακα, ένα ποίημα ή οτιδήποτε

Αποτυγχάνουν οι οπαδοί να δουν την ανθρώπινη πλευρά των καλλιτεχνών; Αυτό μπορεί να συμβαίνει λόγο έλλειψης ενσυναίσθησης ή επειδή η βιομηχανία κάνει τους ανθρώπους να μην νοιάζονται;

Sam: Πολύ συχνά, ναι. Για κάποιον εξωτερικό παρατηρητή δεν χρειάζεται η παραμικρή προσπάθεια να αποδοκιμάσει την καλλιτεχνική διαδικασία. Το να γράψει κάποιος άσχημα σχόλια στο youtube ή μια ακαλαίσθητη κριτική απαιτούν ελάχιστο κόπο συγκρινόμενα με την προσπάθεια που πρέπει να καταβάλει κάποιος για να φτιάξει έναν δίσκο, έναν πίνακα, ένα ποίημα ή οτιδήποτε.

Δεν υπάρχει τίποτα πιο επιβαρυντικό από την κατακραυγή του κοινού ή την ιδέα ότι οι οπαδοί σου σε βλέπουν σαν ένα τίποτα συγκρινόμενο με τον νεότερο εαυτό σου (κι αυτό είναι βασικό θέμα στο κεφάλαιο "To The Wind"), το να απαξιώνεις έναν καλλιτέχνη - κάποιον άρρηκτα συνδεδεμένο με την εκφραστικότητά του και αντίστοιχα ευάλωτο γύρω από αυτή. Για έναν οπαδό είναι μόνο μια μεταγενέστερη σκέψη, αλλά για τον καλλιτέχνη είναι μια προσβολή προς το μοναδικό πράγμα για το οποίο ζει.

Δεν λέω πως η κριτική δεν πρέπει να υπάρχει, το αντίθετο. Θεωρώ πως είναι απαραίτητη, Αλλά θα πρέπει να υπάρχει κάποια κατανόηση πίσω από αυτή την κριτική. Σεβασμός προς την ανθρώπινη έκφανση του καλλιτέχνη.

Αυτό που πολλές φορές ο κόσμος δεν συνειδητοποιεί είναι πως η αγάπη του για το παλαιότερο υλικό είναι προϊόν νοσταλγίας

Επίσης ορίστε μια ακόμα στενάχωρη αλήθεια. Πολλοί καλλιτέχνες γίνονται λιγότερο ενδιαφέροντες μουσικά άπαξ και μείνουν νηφάλιοι. Δεν θέλω να αναφέρω ονόματα, αλλά μπορώ να σκεφτώ πολλές περιπτώσεις. Το βλέπετε και εσείς αυτό να ισχύει;

Jim: Αυτό μπορεί να συμβαίνει, αλλά είναι σημαντικό να θυμάσαι πως οι καλλιτέχνες δεν μας χρωστάνε τίποτα. Ακόμα λιγότερο αυτό που εμείς θέλουμε από αυτούς. Επιπλέον, αυτό που πολλές φορές ο κόσμος δεν συνειδητοποιεί είναι πως η αγάπη του για το παλαιότερο υλικό είναι προϊόν νοσταλγίας.

Το "Hands Are The Hardest" είναι ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια στον δίσκο. Έχει αυτές τις κιθαριστικές μελωδίες και τα lick τα οποία είναι σήμα κατατεθέν του ήχου σας, ειδικά όταν συνδυάζονται με αυτές τις φωνητικές γραμμές που κατά κάποιο τρόπο τα ακολουθούν. Τι είναι αυτό που κάνει τόσο ιδιαίτερο αυτό το τραγούδι πιστεύεις;

Sam: Το "Hands Are The Hardest" ήταν το πρώτο τραγούδι που γράψαμε για το "In Contact" και νομίζω πως είναι αρκετά ξεχωριστό για εμάς. Νομίζω πως το ηχητικό του αποτύπωμα επαφίεται στην αντίστιξη: τα πάντα είναι περίπλοκα, αλλά τα στοιχεία του σπανίως έρχονται σε σύγκρουση.

Μιας και αναφέραμε τα κιθαριστικά lick, τείνω να καταλήξω πως ο Sam κατά κάποιο τρόπο έχει επηρεαστεί από το παλιό παίξιμο του John Petrucci σε τραγούδια όπως το "Learning To Live" και το "Innocent Faded". Από την άλλη μπορεί και να κάνω εντελώς λάθος, οπότε θέλεις να μου πεις ποιοι κιθαρίστες σε έχουν επηρεάσει περισσότερο;

Sam: Ο John Petrucci ήταν μια τεράστια επιρροή παλιότερα. Οι Robert Fripp, Jeff Beck, Allan Holdsworth, Steve Vai, Larry Carlton, Paul Gilbert, and Guthrie Govan είναι τύποι που θαυμάζω σαν μουσικός και σαν κιθαρίστας. Πρόσφατα έπαθα πλάκα με τον Richie Allan (κιθαρίστας των Heavy Metal Ninjas από την Νέα Ζηλανδία), τον Rick Graham και τον συμπατριώτη μου Plini.

Caligula's Horse

Jim, τι είναι αυτό πιστεύεις που κάνει τον Sam να ξεχωρίζει σαν κιθαρίστας και τι αγαπάς περισσότερο στο παίξιμό του;

Jim: Για εμένα είναι η «ρευστότητα» που έχει το παίξιμό του -είναι πάρα πολύ εκφραστικό και με μικροδιαφοροποιήσεις. Δεν μοιάζει επιτηδευμένο ή δύσκαμπτο. Υπάρχει μια επικοινωνία μεταξύ μας, μας οποία θεωρώ ζωτικής σημασίας.

Η κιθαριστική δουλειά στον δίσκο είναι καταπληκτική, ειδικά τα solo. Ποια ήταν η συνεισφορά του Adrian;

Sam: Ο Adrian μπήκε σχετικά αργά στην διαδικασία, οπότε η συνεισφορά του θα φανεί περισσότερο στον επόμενο δίσκο. Βέβαια, έχει επηρεάσει σημαντικά τις ζωντανές μας εμφανίσεις, στις οποίες έχουμε αλλάξει κάποια μέρη και έχει επινοήσει κάποια καινούρια solo και άλλα πραγματάκια τα οποία θα εκπλήξουν κάποιους οπαδούς!

Είναι πιο σημαντικό να είσαι ειλικρινής απέναντι στο καλλιτεχνικό σου όραμα παρά να τροφοδοτείς τα τρέχοντα γούστα ή να κάνεις αυτά που αρέσουν στον κόσμο ή περιμένουν από εσένα

Διαλέξατε το "Will’s Song" ως το βασικό single, αλλά πιστεύω πως ο δίσκος λειτουργεί καλύτερα ως το άθροισμα των επιμέρους μερών του. Οπότε, πως πείθεις το καινούριο κοινό να ακούσει ολόκληρο τον δίσκο ώστε να τον καταλάβει σε αυτές τις εποχές που ζούμε;

Jim: Νομίζω πως είναι πιο σημαντικό να είσαι ειλικρινής απέναντι στο καλλιτεχνικό σου όραμα παρά να τροφοδοτείς τα τρέχοντα γούστα ή να κάνεις αυτά που αρέσουν στον κόσμο ή περιμένουν από εσένα. Νομίζω πως υπάρχουν αρκετά πράγματα στο "In Contact" τα οποία θα προκαλέσουν την προσοχή και θα σε ενθαρρύνουν να ακούσεις και τον υπόλοιπο δίσκο. Εμπιστεύομαι τους ανθρώπους πως θα επιλέξουν να κάνουν το ταξίδι.

Άλλο ένα highlight Του δίσκου είναι το κλείσιμο του "Graves". Πείτε μου, πως καταλήξατε να γράψετε ένα δεκαπεντάλεπτο και βάλε τραγούδι για να κλείσετε... Είναι το τελευταίο τραγούδι πάντα πολύ σημαντικό για έναν δίσκο;

Sam: Ο Jim και εγώ βασικά ξεκινήσαμε να γράφουμε την κορύφωση του "In Contact" έχοντας την ιδέα του να γράψουμε ένα τραγούδι διάρκειας μιας ολόκληρης πλευράς δίσκου, κάτι το οποίο είχαμε κάνει με μια σχετική επιτυχία στις προηγούμενες μπάντες μας. Το προσεγγίσαμε ως μια προσωπική πρόκληση «πώς να κάνουμε κάτι μακροσκελές και λεπτομερές, αλλά ταυτόχρονα αρμονικό και με συνοχή παρά το μέγεθος και την ποικιλία του;» και παραφορτώσαμε τους εαυτούς μας υπό μια καλλιτεχνική έννοια και το κάναμε να δουλέψει. Το "Graves" μας πήρε μήνες για να ολοκληρωθεί και μέχρι το τέλος της διαδικασίας και οι δυο μας αισθανθήκαμε ένα πολύ έντονο συνθετικό μπλοκάρισμα. Αλλά άξιζε ο κόπος. Είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτό το τραγούδι.

Τα τραγούδια που κλείνουν τους δίσκους είναι πολύ σημαντικά για εμάς. Το "Bloom" κατέληξε πιο ήπια με το "Undergrowth", οπότε το "In Contact" έπρεπε να κλείσει όσο πιο κολοσσιαία γινόταν!

Πώς καταλήξατε να συμπεριλάβετε ένα τραγούδι μόνο με αφήγηση και καθόλου μουσική όπως είναι το "Inertia And The Weapon On The Wall"; Ευτυχώς δεν έπεσε κάτι τέτοιο στο Listening όταν έδινα για το πτυχίο Αγγλικών το πάλαι ποτέ γιατί θα είχα αποτύχει παταγωδώς, μιας και δεν μπορώ να καταλάβω τι προσπαθείτε να πείτε, χα χα! Τι ακριβώς πραγματεύεται;

Jim: Υπάρχουν πολλά εκεί μέσα. Πειραματιζόμουν λίγο με την προφορική ποίηση πρόσφατα, ένα πεδίο που άπτεται τον ενδιαφερόντων μου. Είναι σίγουρα λίγο τρομακτικό να βγω φόρα παρτίδα με ένα κομμάτι προφορικής ποίησης στον δίσκο, αλλά χάρη στα μαγικά του Sam στο studio, προέκυψαν κάποιες φοβερές δομές και εικόνες που αποτυπώνουν πολύ καλά την ατμόσφαιρα.

Το ποίημα αναφέρεται σε μια στιγμή στη ζωή του Ink, τον χαρακτήρα του ποιήματος που έχει το ίδιο όνομα με τον πρωταγωνιστή του κεφαλαίου. Αυτός να μπορεί να δει μέσα από τις σχισμές της διεφθαρμένης πόλης στην οποία ζει και αυτή είναι μια συμπυκνωμένη θέα του τρόπου με τον οποίο βλέπει τον κόσμο.

Μεγαλώσαμε με τους Messhugah και τα συναφή

Κάποια από τα τραγούδια σας όπως το "Will’s Song" και το "The Cannon’s Mouth" κλείνουν με έντονο riffing κάτι το οποίο είναι πιο κοντά σε περισσότερο μοντέρνου τύπου prog όπως οι Messhugah ήα ακόμα και djent πράγματα. Είναι και αυτό μέρος της μουσικής σας έκφρασης;

Sam: Μεγαλώσαμε με τους Messhugah και τα συναφή, οπότε μοιραζόμαστε κάποιες κοινές επιρροές με την djent σκηνή. Βέβαια, προτιμώ να το σκέφτομαι ως βαρύ riffing, παρά ως κάποια παραπομπή σε κάποιο μουσικό κίνημα. Δεν ενδιαφέρομαι καθόλου να ακολουθώ μόδες...

Είναι εύκολο να χάσεις την πίστη σου όταν είσαι ένας ανεξάρτητος καλλιτέχνης, μετρώντας το κάθε cent που βγάζεις από την καθημερινή σου δουλειά προκειμένου να μπορέσεις να παρουσιάσεις τη μουσική σου στους οπαδούς σου

Αυτός είναι ο δεύτερος δίσκος σας με την Inside Out, οπότε θα μπορείτε πλέον να δείτε ποιες είναι οι διαφορές να σας υποστηρίζει μια τέτοια εταιρεία. Ως προς τον ρόλο της εταιρείας - στην εποχή του ίντερνετ και με την μουσική βιομηχανία να εξακολουθεί να καταρρέει- τι διαφορετικό σας προσφέρει;

Sam: Είναι φανταστικό το να σε υποστηρίζει σε όρους προώθησης, πίστης στην δουλειά σου και φυσικά να σε στηρίζουν οικονομικά. Είναι εύκολο να χάσεις την πίστη σου όταν είσαι ένας ανεξάρτητος καλλιτέχνης. Μετρώντας το κάθε cent που βγάζεις από την καθημερινή σου δουλειά προκειμένου να μπορέσεις να παρουσιάσεις τη μουσική σου στους οπαδούς σου. Οπότε, το να έχεις μια ομάδα από πίσω σου, η οποία σε βοηθάει να φτιάξεις τον κάθε δίσκο σου όσο πιο μνημειώδη και όσο πιο γνωστό γίνεται είναι φανταστικό.

Παίξατε με κάποιες σπουδαίες μπάντες στην Ευρώπη το καλοκαίρι. Μιλήστε μας λίγο για την εμπειρία αυτή, ποιοι καλλιτέχνες σας έκαναν μεγαλύτερη εντύπωση από αυτή που ίσως περιμένατε; Υπάρχουν διαφορές μεταξύ ευρωπαϊκού και αυστραλέζικου κοινού;

Jim: Αυτή η τελευταία περιοδεία ήταν σκέτη τρέλα, αλήθεια! Το να μοιραζόμαστε τη σκηνή με κάποιες από τις αγαπημένες μας μπάντες κάθε βράδυ, ήταν κάτι το μοναδικό. Πραγματικά, κάθε φορά που παίζουμε support σε μπάντες που θαυμάζουμε, προσπαθούμε να αρπάξουμε την ευκαιρία και να μάθουμε από αυτές. Πάντα υπάρχει κάτι να πάρεις σε όρους παρουσίας πάνω στη σκηνή και επιπλέον το να έχεις τη δυνατότητα να παρακολουθείς καταπληκτικούς καλλιτέχνες κάθε βράδυ δεν το βαριέσαι ποτέ!

Διαβάστε εδώ την κριτική του δίσκου "In Contact" από τον Χρήστο Καραδημήτρη.

  • SHARE
  • TWEET