Devin Townsend Project

Deconstruction

Inside Out (2011)
Από τον Βαγγέλη Ευαγγελάτο, 15/06/2011
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Ο καιρός πέρασε και το τρίτο μέρος του πρώτου κεφαλαίου της ιστορίας του Devin Townsend είναι επιτέλους εδώ. Ακούγεται μπερδεμένο; Καλώς ήρθατε στον διαταραγμένο κόσμο του Devin. Το "Deconstruction" είναι μία από τις δύο φετινές δουλειές του πολύπλευρου μουσικού και ταυτόχρονα η πιο πολύπλοκη, ακραία και βαρυσήμαντη της καριέρας του.

Ο ανισόρροπος Καναδός έχει πια μεγαλώσει. Είναι πλέον πατέρας, ενώ εδώ και τέσσερα χρόνια φέρεται να έχει κόψει το ποτό, τα ναρκωτικά, τα τσιλημπουρδίσματα, τον τζόγο, τα τηγανητά και γενικά όλες τις κακές του συνήθειες. Κι αν κάποιοι περίμεναν αυτή η νηφαλιότητα να έχει επίπτωση στον καινούριο δίσκο, ακολουθώντας είτε το εμπορικό "Addicted!" ή το χαλαρωτικό "Ki", εν τούτοις ο Townsend φαίνεται να ακολούθησε κατά γράμμα τις παροτρύνσεις των οπαδών που απαίτησαν «χαοτικό, διαβολικό, καταστροφικό metal». Χωρίς κανένα δισταγμό, λοιπόν, βάζει φωτιά στα τελευταία υγιή εγκεφαλικά κύτταρα που του έχουν απομείνει, κάτι που διαπιστώνεται εύκολα από την πρώτη κιόλας ακρόαση.

Το "Praise The Lowered" θα μπορούσε να διεκδικήσει τον τίτλο της πιο ύπουλης εκκίνησης δίσκου ever, αφού τα trip-hop μπλιμπλίκια του είναι περισσότερο αποθαρρυντικά παρά ενδιαφέροντα για το ανυποψίαστο αυτί. Ωστόσο, το δυναμικό κρεσέντο από τη μέση και μετά, σε συνδυασμό με τα φωνητικά του Paul Kuhr (November's Doom), προσθέτει αρκετή νοσηρότητα, με τον Devin να ζητάει απελπισμένος χόρτο, κρασί και acid. Το "Stand" μάς φέρνει αντιμέτωπους με έναν πιο γνώριμο ήχο, και συγκεκριμένα βγαλμένο κατευθείαν από την εποχή του "Terria". Θα μπορούσε κάλλιστα να ονομάζεται "Mountain, Pt.II", έχοντας μία παρόμοια ατμόσφαιρα στην οποία συνεισφέρει με τους βρυχηθμούς του ο Mikael Akerfeldt (Opeth).

Σειρά έχει το "Juular", που γυρνάει σε Strapping Young Lad εποχές και ειδικότερα στο κύκνειο άσμα τους, "The New Black", όπου το υπεράνθρωπο drumming του Dirk Verbeuren (Soilwork) και τα ουρλιαχτά του Ihsahn (ex-Emperor) συνδυάζονται παράξενα με τα χορωδιακά μέρη και την «ανησυχητικά χαρούμενη» μελωδία των πλήκτρων. Ίσως το πρώτο κομμάτι που ξεχωρίζει πραγματικά, όντας παράλληλα καίριο σημείο στην έκρυθμη ροή του άλμπουμ. Η συνέχεια περιλαμβάνει πτώση στα βαθιά, που ονομάζεται "Planet Of The Apes", και μέσα στα έντεκα λεπτά της κρύβει τον ψυχισμό των Between The Buried And Me, την παράνοια των Meshuggah, ακόμα και ένα μικρό πιασάρικο σημείο που θα μπορούσε να ανήκει στο "Addicted!". Η συμμετοχή του Tommy Giles Rodgers των πρώτων είναι η πιο ταιριαστή που θα μπορούσε να υπάρξει, ενώ highlight αποτελεί ο κορυφαίος -και πέρα για πέρα αληθής- στίχος «While we all have lots of bands who influence still... we all rip off Meshuggah».

Το "Sumeria" που έπεται είναι ίσως το πιο ευκολοάκουστο κομμάτι του δίσκου, κάτι που οφείλεται κατά μεγάλο ποσοστό στο κολλητικό του ρεφρέν. Η αίσθηση που δημιουργεί είναι ενός συνδυασμού SYL με Gojira, με τα φωνητικά του Joe Duplantier της γαλλικής μπάντας να βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή στην επιθετικότητα της σύνθεσης. Ένα όμορφο ακουστικό μέρος προς το τέλος δίνει τον κατάλληλο χώρο στον Paul Masvidal των Cynic να δικαιολογήσει τη δική του συνεισφορά στο άλμπουμ, με τη γαλήνια φωνή του να εναρμονίζεται πλήρως μ' αυτήν του Townsend. Τη θέση του παίρνει με παρόμοιο -αρχικά- τρόπο το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του "Deconstruction", το πομπώδες και επιβλητικό "The Mighty Masturbator". Εδώ ο Devin ταξιδεύει σε ένα σύμπαν παράλληλο μ' αυτό του «παντογνώστη» Ziltoid, περνάει μέσα από μαύρες τρύπες εκκωφαντικών ηλεκτρονικών ρυθμών, αλλά και από ένα σημείο που παραπέμπει σε μουσική λούνα παρκ (!), για να καταλήξει δεκαέξι λεπτά αργότερα ως το απόλυτο mindfuck του άλμπουμ. Η φωνητική συμβολή του Greg Puciato μπορεί να μην κάνει την διαφορά, όμως αναμφίβολα ο frontman των The Dillinger Escape Plan βρίσκεται σε οικείο έδαφος, δηλαδή κάπου μεταξύ ιδιοφυΐας και παραφροσύνης.

Το επόμενο τραγούδι, ονόματι "Pandemic", οικοδομείται στα πρότυπα του ελεγχόμενου χάους των Strapping Young Lad, με τη μελωδικότητα που εισάγουν τα οπερετικά φωνητικά της Floor Jansen (ex-After Forever) να φλερτάρει έντονα με το "Physicist", μία από τις «πιο SYLάτες» προσωπικές δουλειές του Καναδού. Στο δεκάλεπτο ομότιτλο η εκτελεστική μεγαλομανία διασταυρώνεται με το ιδιαίτερο χιούμορ και το αποτέλεσμα είναι ικανό να προκαλέσει ωτορραγίες. Τα jazzy περάσματα διαδέχονται τα γρήγορα μέρη με τα blastbeat και ακολουθούνται από ένα αιθέριο ατμοσφαιρικό σημείο, όπου η φωνή του Townsend αγγίζει το θείο, ενώ η ορχήστρα, η χορωδία και ο Oderus Urungus (Gwar) συμβάλλουν στο ηχητικό μπάχαλο. Το τραγούδι περιλαμβάνει μία ακόμα συμμετοχή, αυτή τη φορά όμως όχι στη θέση πίσω απ' το μικρόφωνο. Πρόκειται για τον «πολύ» Fredrik Thordendal των Meshuggah, ο οποίος βάζει τη δική του σφραγίδα στην κιθαριστική υπερδιέγερση του "Deconstruction".

Ο δίσκος κλείνει χωρίς πολλές φανφάρες με το "Poltergeist", ένα ακόμη υπερηχητικό SYL τραγούδι, που φέρνει στο μυαλό το "Zen" από το άλμπουμ "Alien". Εδώ δεν υπάρχουν καλεσμένοι, παρά μόνο ο Townsend (που, όπως και σε όλο τον υπόλοιπο δίσκο, αναλαμβάνει φωνητικά, κιθάρες, μπάσο, πλήκτρα και programming), αλλά και οι δύο του ντράμερ, Ryan Van Poederooyen και Dirk Verbeuren.

Κάπως έτσι ολοκληρώνεται το τρίτο μέρος της τετραλογίας του σχιζοφρενικού Devin Townsend Project, για το οποίο ό,τι και να ειπωθεί θα είναι πραγματικά ανεπαρκές. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα εξαιρετικά βαρύ και δύσπεπτο άκουσμα, ενώ τα 70 λεπτά της διάρκειάς του δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο τις επαναλαμβανόμενες ακροάσεις. Ωστόσο, η εντρύφηση στις ανησυχίες του εκκεντρικού Καναδού καλλιτέχνη μονάχα τέρψη μπορεί να αποφέρει. Το "Deconstruction" εγγυάται ένα μακρύ και απρόβλεπτο ταξίδι στον κόσμο του τεχνικού προοδευτικού metal και σε πολλές από τις εκφάνσεις που εμπεριέχονται σ' αυτό. Κλείνω αυτό το κείμενο με μια δήλωση του ίδιου του Devin, ο οποίος ερμηνεύει τον τίτλο του άλμπουμ ως τη διάσπαση της μουσικής του προσωπικότητας και την αναδόμηση όλων όσων έχει κάνει κατά την πλούσια πορεία του στο σκληρό ήχο.
  • SHARE
  • TWEET