Deep Purple

Now What?!

earMusic / edel (2013)
Από τον Κωστή Αγραφιώτη, 22/04/2013
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Αποτελεί κοινό μυστικό πως σε ουκ ολίγες περιπτώσεις στην καριέρα τους, οι Deep Purple αντιμετόπισαν την ηχογράφηση δίσκων με μία ελαφρότητα, αντιστρόφως ανάλογη του μεγέθους τους, καθώς και της ποιότητας των ζωντανών εμφανίσεών τους. Τα τελευταία οχτώ χρόνια, δε, χρησιμοποιώντας ως πρόφαση τη βύθιση της μουσικής βιομηχανίας, απείχαν πλήρως από αυτό που θεωρητικά ορίζει σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό την έννοια του μουσικού: Το να παράγει νέα μουσική.

Τι είναι αυτό που έλειπε τόσο καιρό; Από ό,τι φαίνεται εκ των υστέρων, ένας άνθρωπος που θα τους βάλει να δουλέψουν σκληρά, θα τους καθοδηγήσει στο πως η αλληλεπίδραση που δείχνουν στη σκηνή θα βγει στην ηχογράφηση, στο πως θα κρύψουν τις όποιες αδυναμίες τους προς όφελος των στοιχείων που αγαπάμε να ακούμε σε αυτούς, ακόμα και στο πως ο καθένας θα ενδιαφέρεται όχι στο να προβάλει τον εαυτό του, αλλά στο να λειτουργεί ως μέρος του συνόλου.

Για καλή μας τύχη, ο άνθρωπος αυτός βρέθηκε και δεν είναι άλλος από τον σπουδαίο Bob Ezrin. Ναι λοιπόν, το "Now What?!" έχει φαρδιά πλατιά τη σφραγίδα του παραγωγού που βρίσκεται -μεταξύ πολλών άλλων- πίσω από το "The Wall", και αποτελεί ένα άλμπουμ διαφορετικό και φρέσκο μεν, δίχως αμφιβολία Deep Purple (περιόδου Morse) δε.

Το δήλωσε πρόσφατα ο Gillan και θα συμφωνήσω απόλυτα: Το "Now What?!" έχει ίσως τον καλύτερο ήχο που έχουμε ακούσει σε δίσκο των Deep Purple. Όλες οι συνθέσεις φαίνονται αρκετά δουλεμένες, ενώ όλα τα μέλη κάνουν αισθητή την παρουσία τους με τον ένα τρόπο ή τον άλλο. Ο Ezrin έχει βγάλει τον καλύτερο εαυτό του Gillan, καλύπτοντας όσο μπορεί τα σημάδια του χρόνου στη φωνή του, ο Morse είναι πιο ουσιαστικός από ποτέ, αφήνοντας στην άκρη τις όποιες υπερβολές τεχνικής, ενώ ο Airey προσφέρει όσο Hammond δεν έχουμε ακούσει από τη στιγμή που έφυγε ο Lord και μετά.

Στα πρότυπα του "Bananas", ο δίσκος είναι χωρισμένος νοητά σε δύο πλευρές: Η πρώτη αποτελείται από τα πιο βαριά και straight forward κομμάτια με το εναρκτήριο "A Simple Song", που ξεκινάει αργά και μελαγχολικά αλλά απογειώνεται στη μέση, και το "Out Of Hand", που θυμίζει το riff του "Silver Tongue" αλλά με σαφώς ανώτερο refrain, να ξεχωρίζουν. Το "Hell To Pay" αν και κάπως κοινότοπο για τα δεδομένα των Purple έχει ένα πολύ ευχάριστο rock & roll feeling και ένα solo στο Hammond βγαλμένο από τα 60s. Τα "Weirdistan" και "Body Line" έχουν καλό groove, και δη το δεύτερο που φέρνει ελαφρώς προς τον ήχο "Purpendicular", αλλά δεν έχουν να προσφέρουν πολλά.

Η μαγεία του δίσκου βρίσκεται ουσιαστικά στη «δεύτερη πλευρά», όπου οι συνθέσεις προσφέρουν αρκετά στοιχεία που δεν έχουμε ακούσει ξανά από τους Purple - ή τουλάχιστον από το τωρινό line-up. Το εξαιρετικό mid-tempo "Above And Beyond", με το σχεδόν συγκινητικό refrain, και το θεατρικό "Vincent Price", όπου οι Deep Purple «συναντούν» τον Alice Cooper είναι ίσως δύο από τις κορυφαίες στιγμές που μας έχουν προσφέρει από το reunion και μετά. Κατά πόδας ακολουθούν το τόσο απλό αλλά τόσο όμορφο "All The Time In The World", το επικό και prog "Uncommon Man", αλλά και η blues-ιά "Blood From A Stone".

Συνολικά έχουμε να κάνουμε με έναν αρκετά πολυσυλλεκτικό και προοδευτικό δίσκο, που μπλέκει διαφορετικά είδη - και γι' αυτό χρειάζεται τα ακούσματά του, έχει σπουδαία highlight ("Above And Beyond" και "Vincent Price"), κολλητικά refrain ("A Simple Song", "All The Time In The World", "Out Of Hand") και βεβαίως στηρίζεται πάνω σε μία υποδειγματική παραγωγή. Δύσκολα θα το θεωρήσει κάποιος ανώτερο του "Purpendicular", που ήταν και είναι η κορυφαία στιγμή των Deep Purple στη μετά-Blackmore εποχή, όμως στέκεται επάξια δίπλα σε όλα τα υπόλοιπα, όντας πιθανότατα ανώτερος του προκατόχου του, "Rapture Of The Deep". Δεν πρόκειται να μεγαλώσει το μύθο γύρω από το συγκρότημα, σίγουρα όμως θα τον διατηρήσει, δείχνοντας ενάντια στο πείσμα πολλών - ίσως και των ιδίων εν μέρει, πως για τους Deep Purple «υπάρχει ζωή» και μέσα στο στούντιο.
  • SHARE
  • TWEET